Βιβλιο

Δύο βιβλία για τους τελευταίους των διακοπών

Όπου κι αν πας, η πόλη θα σ' ακολουθεί

unnamed.jpg
Θάλεια Καραμολέγκου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
jd-mason-297987-unsplash.jpg

Πέρασες σχεδόν ολόκληρο το δύσθυμο αυτό καλοκαίρι στην πόλη, ήρθε όμως επιτέλους η στιγμή που θα την αφήσεις για λίγο, τώρα που όλοι σιγά-σιγά επιστρέφουν.

Οπωσδήποτε θα πάρεις δυο βιβλία μαζί σου, κι αν είναι κιόλας βιβλία που «ακούγονται», τόσο το καλύτερο. Στον απόηχό της, ο ήχος της πόλης μοιάζει πολύ πιο μεστός, απαλλαγμένος από ενοχλητική σκόνη και πιεστική πολυκοσμία. Έλα όμως που ως αμετανόητο τέκνο της έχεις πάντα μια σχέση αγάπης και μίσους μαζί της, τόσο δυνατή που τη βάζεις πρώτη στις αποσκευές σου.

«Ο ήχος της πόλης» του Charlie Gillett, που πρωτοδιάβασες πριν από μια εικοσαετία περίπου στην πρώτη του μεταφρασμένη έκδοση στη χώρα μας (και τότε, όπως και τώρα, από τη Χίλντα Παπαδημητρίου) επανεκδόθηκε πρόσφατα, βάζοντας στο παιχνίδι και τις νεότερες γενιές που μεγάλωσαν σε έναν ψηφιακό κόσμο.

Η παρούσα μελέτη, γιατί στην ουσία περί αυτού πρόκειται χωρίς −ευτυχώς− να είναι ακαδημαϊκή, θεωρείται βιβλίο αναφοράς για το rock’n’roll και καθιέρωσε τον Gillett ως έναν από τους σπουδαιότερους ερευνητές του είδους. Ήταν άλλωστε ο πρώτος άνθρωπος που έκανε το διδακτορικό του πάνω σε αυτό, αντιμετωπίζοντάς το σοβαρά και όχι μόνο ως μουσικό αλλά και ως κοινωνικό φαινόμενο.

Charlie Gillett, Ο ήχος της πόλης - Η άνοδος του rock’n’roll, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Κουκίδα

Παρακολουθούμε την εσωτερική μετανάστευση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη συνακόλουθη διάχυση του μαύρου πληθυσμού δίπλα στους λευκούς, στις μεγάλες πόλεις των αρχών της δεκαετίας του ’50. Είναι η εποχή που η μεταπολεμική πια νέα γενιά αυτονομείται από τους γονείς κι ανταποκρίνεται στις νέες αστικές προκλήσεις κατακτώντας ταυτόχρονα και αγοραστική δύναμη. Η πόλη αποκτά έναν νέο ήχο που αναπτύσσεται παράλληλα με αυτόν που συνδέεται με την παραγωγή. Δημιουργεί ταυτόχρονα μια νέα σχέση αλληλεπίδρασης με το κοινωνικό γίγνεσθαι, υποχρεώνοντας τελικά και τα ίδια τα μέσα (δισκογραφικές εταιρίες, ραδιόφωνο) να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους. Όπως γράφει ο Gillett, «Η λειτουργία της pop μουσικής δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τους κοινωνιολόγους... Σε κάθε στιγμή της ιστορίας αυτής, κάθε ακροατής έχει μερικούς δίσκους που εμπλουτίζουν τα συναισθήματά του, παρατείνουν την αγάπη ή την απελπισία του, τρέφουν τις φαντασιώσεις του ή πυροδοτούν κάποια πραγματική σχέση...»

Ο «ήχος» αρχίζει με το ξεκίνημα της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, αν και οι ρίζες του βρίσκονται αρκετά πιο πίσω, στα blues φυσικά, και τ' όνομά του οφείλεται στον διάσημο ντισκ τζόκει Αlan Freed. Όμως είναι οι μεγάλες πόλεις που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του, πόλεις βιομηχανικές, όπως το Ντιτρόιτ. Και στη συνέχεια, όπως ήταν αναμενόμενο, η κάθε πόλη αποκτά τον δικό της «ήχο».

Ο Charlie Gillett πάντως κάνει εδώ και μια αξιομνημόνευτη αναφορά στην εποχή όπου από την πληθώρα κοριτσίστικων συγκροτημάτων περάσαμε στην ανδρική κυριαρχία στο δεύτερο μισό των 60s, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα εστιάζει και στον τρόπο υπέρβασης των κλισέ που υπήρχαν μέχρι τότε, καθώς εμφανίζονται πιο αντισυμβατικές γυναικείες μορφές, στο πλαίσιο μιας εποχής που η αμφισβήτηση ήταν το κυρίαρχο συστατικό της νέας pop κουλτούρας.

«Ο ήχος της πόλης», που χαρακτηρίστηκε ως η «βίβλος του rock’n’roll», προσπαθεί να προσδιορίσει τις περιστάσεις που το γέννησαν αλλά και τι σήμαινε γι' αυτούς που το άκουγαν, καλύπτοντας ιστορικά τριάντα περίπου χρόνια αμερικάνικης pop μουσικής, αλλά και τις κάπως πιο πρόσφατες υπερατλαντικές επιδράσεις της. Σήμερα που το είδος μοιάζει πολύ στριμωγμένο από την κυριαρχία του σύγχρονου εμπορικού μαύρου ήχου, το βιβλίο αυτό αποκτά νέο ενδιαφέρον καθώς όσοι το πρωτοδιαβάσαμε στα 90s περιστοιχιζόμασταν από έναν άκρως ηλεκτρικό, ακόμα, κόσμο. Ο σημερινός είναι ασύρματος και χαμένος στη μετάφραση της υπερπληροφόρησης.

Charlie Gillett, Ο ήχος της πόλης - Η άνοδος του rock’n’roll, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Κουκκίδα


Μια ακόμα απολαυστική έκδοση που απευθύνεται σε μουσικόφιλους και όχι μόνο, είναι «Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια». Λόγια ενός ποιητή που τον θεωρούμε και λίγο πιο «δικό μας», εξαιτίας της σχέσης του με την Ελλάδα και τη μυθολογία της Ύδρας. Άλλωστε εκεί έγραψε τα δυο του μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή, καθώς και αρκετά από τα τραγούδια του.

Η καθοριστική ανάγκη του για πνευματικότητα, που ήταν ανέκαθεν περιπετειώδης και πολυκύμαντη μέσα από θρησκείες και ουσίες, πάντα φιλτραρισμένη ωστόσο από την ιδιοσυγκρασιακή του μοναδικότητα, τον έκανε να παρατηρεί τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ζωής και να εκφράζει τις σκέψεις του με έναν απολύτως διεισδυτικό τρόπο.

Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια, ανθολόγηση/μετάφραση: Εύη Μαραγκού, πρόλογος: Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Μελάνι
Η ιερόσυλη πνευματικότητα που αναπλάθει το θρησκευτικό αλλά και το ερωτικό στοιχείο που χαρακτηρίζουν την τέχνη του, είναι ανάγλυφη και στα λόγια με τα οποία περιγράφει τον εαυτό του και το πώς βλέπει τους άλλους.

Η οικογενειακή του παράδοση, η ανατροφή, η εκπαίδευση και η πρώτη του απόπειρα εμπλοκής με τη μουσική, οι θρυλικές δεκαετίες του ’60 και του ’70, αλλά κι αυτές που ακολούθησαν, η συγγραφή, οι θρησκείες, ο τόπος του, ο τόπος μας.

Αυτός ο τελευταίος είναι που έπαιξε ρόλο καθοριστικό στη σχέση μας με τον Λέοναρντ Κοέν. «Όταν έφτασα στην Ελλάδα [το 1959] ένιωσα πραγματικά ότι είχα επιστρέψει στην πατρίδα μου». Αυτό όμως, όπως γράφει, άλλαξε μετά το πραξικόπημα του 1967, παρά το γεγονός ότι δηλώνει ξεκάθαρα πως δε θέλει να του αποδοθεί κάποιου είδους πολιτική πράξη γι' αυτό. Και συνεχίζει: «Δεν ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά πάντα κάτι μου έρχεται όταν πηγαίνω εκεί. Κάτι γίνεται με το φως και το γραφείο μου και την κουζίνα. Πάντα μου δίνει κάτι».

Κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι γυναίκες. Άλλωστε γράφει πως θα ήθελε «να βιαστούν οι γυναίκες να αναλάβουν τον κόσμο... Θα συμβεί, οπότε ας τελειώνουμε». Και βέβαια εδώ θα συναντήσουμε τη Μαριάν, τη Σουζάν, τη Ρεμπέκα ντε Μορνέ και την αυτοσαρκαστική του διάθεση απέναντι στην ετικέτα του γυναικά που τον ακολουθούσε, καταλήγοντας πως ο έρωτας είναι η πιο δύσκολη δραστηριότητα στην οποία επιδίδονται οι άνθρωποι.

Όταν ο Κοέν μιλά για τον Κοέν λέει πως θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τον ίδιο να σκέφτεται τον εαυτό του σαν δημόσιο πρόσωπο, σαν ένα πρόσωπο που καθορίζει μια γενιά ή ότι εκπροσωπεί κάποιον: «Βαθιά μέσα μου γνωρίζω ότι είμαι ίδιος με τους άλλους και αυτό που θέλω πραγματικά να κάνω είναι να συντονιστώ με τις ομοιότητες και όχι με τις διαφορές». Αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει στον κόσμο, ήταν να ανακουφίσει τον πόνο, δίχως ποτέ να επιθυμεί να φορέσει το στέμμα του ποιητή. Όσο για την ετικέτα του «μελαγχολικού τραγουδοποιού» την είχε συνηθίσει, όπως γράφει στωικά. Δεν είχε άλλωστε ιδιαίτερη σημασία γι' αυτόν όσο περνούσαν τα χρόνια κι έβλεπε από απόσταση το «όλον» της ζωής. Είναι χαρακτηριστική η άποψή του πως είμαστε όλοι φιλημένοι απο τους θεούς... «Θεωρώ τον εαυτό μου έναν εργάτη της τέχνης και όχι καλλιτέχνη».

Και τα γηρατειά; Ένα από τα μειονεκτήματά τους είναι πως αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις τα βίτσια σου, πράγμα που σου προσφέρει από την άλλη πολύ ελεύθερο χρόνο. Ο ίδιος τον αξιοποίησε γράφοντας.

Στο βιβλίο υπάρχει και μια επιλογή από τα τραγούδια του για τα οποία μας μιλά εκ των έσω, κι «όσο παλιώνουν γίνομαι πιο επιεικής μαζί τους, συγχωρώντας πολλές αδυναμίες τους». Αξιοσημείωτη είναι η συζήτηση που είχε με τον Ντίλαν για το Hallelujah και την παραθέτει με αφοπλιστικό τρόπο. Πάντως μέσα από τα δικά του λόγια γίνεται και σε μας κατανοητό το πώς δούλευε ο ίδιος τα τραγούδια του χρησιμοποιώντας συχνά ένα είδος αντινομίας ανάμεσα στους στίχους και τον ρυθμό της μουσικής του.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η άποψή του για τους άλλους μουσικούς, από τον Φιλ Σπέκτορ και τον Πολ Σάιμον μέχρι τον Κερτ Κομπέιν, τη Nico, τον Λου Ριντ, τη Τζάνις Τζόπλιν και φυσικά την Τζούντι Κόλλινς, τη Τζόνι Μίτσελ, τους Rolling Stones, τον Τζον Χάμμοντ και αρκετούς νεότερους.

«Είναι καλό να κάθεσαι στις φλόγες της δικής σου απελπισίας. Πραγματικά καίγονται ένα σωρό άσχημα πράγματα».

Στο τέλος της διαδρομής υπάρχει ευγνωμοσύνη. Κάθε άλλο παρά αυτονόητη.

Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια, ανθολόγηση/μετάφραση: Εύη Μαραγκού, πρόλογος: Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Μελάνι

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ