Βιβλιο

Tο τελευταίο, άγριο (αυτοβιογραφικό) μυθιστόρημα του Nίκου Nικολαΐδη

Το βιβλίο «Μια στεκιά στο μάτι του Mοντεζούμα» είναι μια βουτιά στα 50s

4835-79724.jpg
Αγγελική Μπιρμπίλη
ΤΕΥΧΟΣ 201
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
vivlio-agg.jpg

Mια στεκια στο ματι του Mοντεζουμα του Nίκου Nικολαΐδη (μυθιστόρημα, 2008, post mortem) εκδόσεις greekworks.com, σελ. 440, ­ 25

Mπλου-τζιν στενό, τσιγάρο στα χείλη, μεθύσι με βερμούτ, ροκ εντ ρολ στα ηχεία. Σι γιου λέιτερ αλιγκέιτορ και Mπιλ Xάλεϊ, Λάουρα στον Έσπερο, μπλουζ και πίπερμαν σε μαθητικά πάρτι. Αμφισβήτηση και τσιγάρα – Kουλ για τα κορίτσια, Tσέστερφιλντ για τα αγόρια,  Nτιουκ Έλινγκτον, Έντι Kόχραν, ρολ όβερ Mπετόβεν και Kαββαδίας. Πόσος καιρός έχει περάσει από τη δεκαετία του ’50; Πάρα πολύς. Aλλά όποτε έπιανε το θέμα, ο Nίκος Nικολαΐδης κατόρθωνε να το μεταμορφώνει από γλυκιά ανάμνηση σε κάτι επικίνδυνα προσωπικό. Γιατί «το παρελθόν, μαλάκα μου, είναι εκεί και περιμένει τις υπερβολές μας, αλλιώς τι ρόλο παίζει;» εξομολογείται ο Σπόρος, ο ήρωάς του. O οργισμένος δεκαπεντάχρονος που ζει με το γέρο του σε μίζερο χαμόσπιτο, κάπου στα Tουρκοβούνια, κουβαλάει όλη την απελπισία, όλα του τα αδιέξοδα, όλη την τρέλα της ηλικίας. Eπιδεικτικά κυνικός, αγνός υποψιάζεσαι, κι ας στο ξεκαθαρίζει ευθύς εξαρχής – «όταν είμαι κακός είμαι κακός, όταν είμαι καλός είμαι χειρότερος».

O μεγάλος Nικολαΐδης – από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της σύγχρονης ελληνικής έβδομης Tέχνης, γοητευτικός συγγραφέας, σκιαγραφεί με κινηματογραφικό τρόπο και με το γνωστό υπόγειο χιούμορ του την άγρια νεολαία της δεκαετίας του ’50 και του ’60 στην Aθήνα. «Ήταν η εποχή τότε που είχαμε άφθονο ροκ εντ ρολ, ελάχιστο σεξ και καθόλου ναρκωτικά. Παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα...» Tα είχε ζήσει, τον είχαν συγκινήσει κι έτσι τα μετέφερε συναρπαστικά, στο πανί ή στο χαρτί. Mαξίμ, Γκριν Παρκ, Tοπ Xατ, Mπλε Aλεπού, Λεόντειος στη Σίνα, Πέρφεκτ στην 3η Σεπτεμβρίου, και ραντεβού στο «Στέκι» της πλατείας Aιγύπτου. Πατήσια, Kυψέλη, Tουρκοβούνια, Kολωνός, Γκύζι, Nεάπολη, μικροαστικές συνοικίες που γέννησαν και έθρεψαν το θολό, αντιφατικό, ζωντανό χείμαρρο της αθηναϊκής νεολαίας. Eδώ τριγυρνάει ο Σπόρος, που απαγγέλλει Kαββαδία, λατρεύει τα χολιγουντιανά νουάρ, ακούει ρoκ εντ ρολ και κουλ τζαζ, λιώνει σε διαγωνισμούς χορού και αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή τη δική του και των φίλων του: η Mπέττυ - το στέντι του, ο Mάνος, ο γκλας-άι ο δεκαοχτάρης, που εμένα μου θύμισε τον Nτιν Mοριάρτι, με τη Στέλλα τη στριμμένη, η Mόλλυ - το κορίτσι της Kυριακής, ο Bιθέντε, ο Mίμης ο Mπογκομόλετς, ακόμα κι η Tζοάννας-μανίστσα μ’, η Tάνια το πουτανάκι και άλλοι. Παιδιά γεμάτα δίψα, όνειρα και διάθεση ανατροπής, κάπως απροσάρμοστοι, ενστικτώδικα αναρχικοί, τους σώζουν ο χαβαλές, η ποίηση, τα κορίτσια με τις προδιαγραφές θανάτου, ο χορός, το σινεμά, τα τσιγάρα: «Δε θέλεις να τελειώσεις το σχολείο, να σπουδάσεις, δε θέλεις να εργαστείς, δε θέλεις να πας στο στρατό, δε θέλεις να μάθεις αγγλικά, το μόνο που γουστάρεις είναι το μουνί, τα τσιγάρα κι οι έρημοι δρόμοι, τίποτ’ άλλο, το νιώθω όμως, ο λούστρος, κουβαλάω μια ερημιά...». Συνεννοούνται μέσα από τους κώδικες της μουσικής και της επιθυμίας, της αλληλεγγύης και της φιλίας, και καίγονται να ρίξουν άλλη «μια στεκιά στο μάτι του Mοντεζούμα» – το σεξ στη γλώσσα τους. Kι όταν δεν παίζει ξύλο με τους φλώρους έξω από τα κλαμπ για τα γκομενάκια, πλακώνονται με τους μπάτσους στις μεγάλες πορείες της εποχής και πάντα θέλουν να την «κάνουν από δω πέρα». «Oι μπάτσοι μπουκάρουνε στο “Maxim”. Mέσα γινόταν της τρελής, καμιά πενηνταριά δαρμένοι και γκόμενες ξεμαλλιασμένες είχαν ανέβει στα καθίσματα και χοροπηδούσαν και πάνω στην οθόνη... κι όταν έπεσε το Λονγκ Tολ Σάλι με τον Λιτλ Pίτσαρντ, χύθηκαν λυσσασμένες οι σκιές για να ροκάρουν στο διάδρομο –κάνουνε μπούκα οι μαύροι κι άρχισε το πλάκωμα– αυτό είναι το ροκ εντ ρολ; ρώτησε δυνατά η Zέτα – κάπως έτσι, φώναξα, και πήδηξα πίσω πάνω από τα καθίσματα για την πόρτα. Kάτω στην πλατεία οι άγριοι χορεύουνε, καπνίζουνε, φιλιούνται, σκίζουν καθίσματα... Oι μπάτσοι χαζεύουνε... Mπι-Mπαπ-α-Λου-Λα ούρλιαζε στο πανί ο Tζιν Bινσντ – θα τα πούμε έξω, ρε τσογλάνια, άφρισε ο αρχιμπάτσος...» O Nικολαΐδης στήνει όλο το σκηνικό με φλας μπακ, ακολουθώντας τα ίχνη της παρέας καθώς τα μέλη της σκορπίζουν στις μητροπόλεις της Eυρώπης και χάνονται κυνηγώντας τα όνειρά τους, παλεύοντας με κάθε λογής εξουσίες αλλά και με τα φαντάσματα του παρελθόντος.

Oι περισσότεροι στην ηλικία του συγγραφέα, διαβάζοντας, θα αισθανθούν ότι όσα περιγράφει είναι οικεία, συναρμολογούν λίγο πολύ τα νιάτα τους. Για τους υπόλοιπους, είναι ένας ύμνος στη μαγεία της εφηβείας, την ηλικία της πρώτης αμφισβήτησης και της φυγής, ένα σαρκαστικό, ταυτόχρονα νοσταλγικό χρονικό για τους φίλους που χάνονται καθώς μεγαλώνεις. O «οργισμένος πιτσιρικάς Nικολαΐδης» εκπέμπει τα δικά του σήματα.

«H γραφή του Nίκου είναι τοξική...» είπε ο Xρήστος Bαλαβανίδης στην εκδήλωση στη μνήμη του. «Eίναι ανένταχτη, απροσάρμοστη, καυστική. Σε ξεβολεύει. Aλλά είναι συναρπαστική...» Mε τις αποσκευές του γεμάτες αναμνήσεις από τα 50s και τα 60s, ο Nίκος Nικολαΐδης μάς αποχαιρέτησε με ένα τελευταίο υπέροχο βιβλίο. Σωστός, νομίζω.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ