Βιβλιο

Έγκλημα και Μυστήριο

O αταίριαστος έρωτας δυο γυναικών στη νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου «Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός»

316546-624073.jpg
Δημήτρης Ραυτόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 640
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
galina-anoigma.jpg

Η νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου «Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός» προωθεί τη συνήθη ευρηματικότητα της μυθοπλασίας του προς το μεγάλο κοινό της περιπέτειας και της πλοκής, χωρίς υποχώρηση της ουσίας της τέχνης. Ο ντετέκτιβ της ιστορίας, αυτός που ερευνά τα πάθη των άλλων, γλιστράει στο παράλογο, όπως λέει ο ίδιος, «αξιώνεται» να περάσει «από την άλλη μεριά. Τη μεριά του θανάτου». Αλλά δεν έχει ακόμα πει την τελευταία του λέξη. 

Στο κέντρο είναι ο αταίριαστος έρωτας δυο γυναικών, της ωραίας γιατρίνας Ευτέρπης και της υπερώριμης, άσχημης, διαβολικής Γκαλίνας, οικιακής βοηθού στο σπίτι της πρώτης. Αυτή η Γκαλίνα, οικονομική μετανάστρια από την Ουκρανία, είναι μάλλον φιλολογική μετανάστρια από την παγκόσμια, μισογυνική φιλολογία της διαβολογυναίκας: από τη Μήδεια, την Κίρκη, τη λαίδη Μάκβεθ ή –περνώντας από τις γαλαζοαίματες στις πληβείες– τη Λαίδη Μάκβεθ στο Χωριό (του Νικολάι Λέσκοφ, 1865) ή τις διαβολικές υπηρέτριες του Ζαν Ζενέ, του Φρ. Κόπολα, της Μάργκαρετ Άτγουντ ή του Καραγάτση (Γιούγκερμαν). Το τρίτο πρόσωπο, αλλά αυτοδιηγητικός πρωταγωνιστής, είναι ο ανθυπασπιστής Μπεκιάρης, ο επονομαζόμενος Σέρλοκ Χολμς στην υπηρεσία του, καθότι άριστο λαγωνικό στην εξιχνίαση εγκλημάτων αλλά και μανιώδης αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων. 

Ο ντετέκτιβ ανακαλύπτει την εγκληματική συμπεριφορά της Γκαλίνας, που δηλητηριάζει συνεχώς με υπνωτικό το βρέφος Ορέστη, γιο της Ευτέρπης, για να έχει την αποκλειστικότητα στην καρδιά της ωραίας μητέρας. Την προσεγγίζει με πολύ κόπο ο αστυνομικός και τελικά την πείθει αλλά και την ερωτεύεται παράφορα. Εκείνη, για να ενδώσει, του θέτει ως όρο να σκοτώσει την Γκαλίνα. Αυτός σκηνοθετεί το φόνο της ένοχης, η οποία στην πραγματικότητα εκδίδεται στις βρετανικές αρχές, όπου έχει καταδικαστεί ερήμην σε πενταετή φυλάκιση για προηγούμενη εγκληματική πράξη. Η Ευτέρπη τηρεί την υπόσχεσή της σαν αγγαρεία, την οποία νιώθει, πληγωμένος ο άντρας. Την εγκαταλείπει, επιστρέφει όμως, γιατί στο μεταξύ έχει συνδεθεί συναισθηματικά με τον μικρό Ορέστη, που μεγαλώνει με βαριά διανοητική αναπηρία. Αλλά η Γκαλίνα αποφυλακίζεται, επιστρέφει στην Αθήνα, ξανασυνδέεται με την Ευτέρπη, αιχμάλωτη του άσβηστου πάθους της, και φεύγουν οι δυο τους στο εξωτερικό, εγκαταλείποντας τον εξαρτημένο Ορέστη στον Μπεκιάρη. 

Αυτό το πολυτάραχο σενάριο δίνεται σε δόσεις μέσα από ένα εξομολογητικό κείμενο, που γράφει σκοπίμως ο ήρωας και θύμα της ίντριγκας. Δεν το δίνει για ανάγνωση στον αφηγητή, αλλά του το διαβάζει ο ίδιος κατά δόσεις, σε διαδοχικές συναντήσεις. Εδώ έγκειται το τεχνικό εύρημα και η πρωτοτυπία. Ο γραπτός λόγος γίνεται ταυτόχρονα προφορικός, διαχρονική και συγχρονική αφήγηση συμπλέκονται, η πλοκή εναλλάσσεσαι εντός και εκτός κειμένου, όπως και οι ρόλοι του αυτοδιηγητικού και ετεροδιηγητικού αφηγητή. Και έπεται συνέχεια. 

Δεν θα φανερώσω την τροπή της ιστορίας, εξ ίσου απροσδόκητη, περιπετειώδης και με ήθος μοντέρνου απολόγου. Γιατί η παράλληλη ευρηματικότητα μυθοπλασίας και τεχνικής αναβαθμίζει το στοιχείο της έκπληξης, συνδέοντας την πρωταρχική ιδιότητα του μυθιστορήματος με τη νεοτερικότητά του. Στην αστική ενηλικίωσή του, το είδα αυτό, πέρασε από τη γενική ανυποληψία στην αποδοχή με τον Ντεφόε, τον Ρίτσαρντσον, τον Σαντ, τον Κοντορσέ, καθώς η μυθοπλαστική φαντασία συνάντησε την παράβαση και την έκπληξη του καινούργιου: «Λέμε μυθιστόρημα το μυθοπλαστικό έργο που περιέχει τις πιο πρωτότυπες περιπέτειες στη ζωή των ανθρώπων» έγραφε το 1800 ο μαρκήσιος ντε Σαντ. Ενάμιση αιώνα αργότερα, το αβαντάζ της μυθοπλασίας φαίνεται αδυνατισμένο. Ο μοντέρνος άνθρωπος πληροφορείται για οτιδήποτε συμβαίνει στον κόσμο, «αλλά είμαστε φτωχοί σε ιστορίες εκπληκτικές», σημείωνε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Αν η τέχνη της αφήγησης τείνει να χαθεί, είναι γιατί ο άνθρωπος δεν φαίνεται πια ικανός να ανταλλάσσει εμπειρίες, πρόσθετε. «Αλλά σ’ αυτήν ακριβώς την πηγή –το ανθρώπινο στόμα– αντλούσαν όλοι οι αφηγητές, ήταν μια απευθείας γραμμή που συνέδεε τους μεγαλύτερους συγγραφείς με τους ανώνυμους αφηγητές» («Ο αφηγητής»). 

Στη συναρπαστική πλοκή της Γκαλίνας ζουν, συγκρούονται, γίνονται εναλλάξ θύματα και ήρωες μέσοι άνθρωποι με κοστούμια ρεαλισμού, επικά πάθη και τραγικές μοίρες. Λ.χ. τι ήταν ο Μπεκιάρης; Ήταν το «κορόιδο» της Ευτέρπης, ο «πανούργος Σέρλοκ Χολμς» (σ. 123) ή «μια ζωή μεγάλη καρδιά»; Ήταν και τα τρία. Και ο απλώς περίεργος ωτακουστής της περιπέτειας πώς εντάσσεται σ’ αυτή; Μα όπως ο «συνένοχος αναγνώστης», εγώ κι εσύ. Κι ας παραμένει η αρχική του/μας δυσπιστία για την ερωτική κυριαρχία της άσχημης –εξωτερικά και εσωτερικά– οικιακής βοηθού πάνω σε μια γοητευτική γυναίκα ανώτερη σε όλα. Εκεί, η επιστήμη, η ψυχανάλυση και η ποίηση σηκώνουν τα χέρια. «Στην ερωτική τύφλωση γίνεσαι εγκληματίας χωρίς τύψεις», λέει ο Φρόυντ μιλώντας για την εξιδανίκευση του ερωτικού αντικειμένου και για τη λογοκρισία της κριτικής απέναντι σ’ αυτό: «το αντικείμενο παίρνει τη θέση αυτού που ήταν το ιδεώδες του εγώ» (Δοκίμια Ψυχανάλυσης, στις γαλλικές εκδόσεις Payot, 1973, σ.137).

Την αιώνια ερωτική εξιδανίκευση περιγράφει με μπρίο ο Λουκρήτιος στο De rerum natura, σαν να είχε γνωρίσει την Γκαλίνα του Α. Μήτσου: 
«Βλέπουμε γυναίκες άσχημες ή διεστραμμένες να αιχμαλωτίζουν καρδιές. Η αγαπημένη είναι μαυροτσούκαλο, τη βλέπουν μελανούρι· βρώμικη και αηδιαστική; τι λέτε καλέ; απλώς περιφρονεί τα καλλυντικά· είναι αλλήθωρη; όχι, είναι μόνο αντίπαλος της βοωπιδός Παλλάδας· είναι κοκαλιάρα; μωρέ, αυτή θυμίζει ελαφίνα στο Μαίναλο· είναι τεραστίων διαστάσεων; όχι δα, την ευφορία της Δήμητρας παριστάνει…»

Αλλά η ίδια η ερωτευμένη Ευτέρπη απαντά στην απορία του άντρα και τη δική μας: «Έρωτας είναι ό,τι αγαπάμε δίχως βάσιμο λόγο». Και: «Ο έρωτας εξηγείται μόνο με έρωτα». 

Χρησμοί αντί απαντήσεων. Στα αναπάντητα εξελίσσεται η ζωή ολόκληρη και η Τέχνη. Δικαίωση ψάχνει και η «άσκοπη γραφή» του αφηγητή μας (σ.127).

Η τελευταία τροπή της ιστορίας με πρωταγωνιστή τώρα τον δεύτερο αφηγητή και τον Ορέστη, «απαντά» με θετικό σημείο στην ανθρώπινη υπόθεση, ως βατό μυστήριο. Ξαναθυμάμαι, απροπό, μια φράση (σκέψη) του Μιχ. Μοδινού –όχι τη βραβευμένη– στο τελευταίο του μυθιστόρημα (Εκουατόρια):  

«Λίγο παραπάνω καλό από κακό κάνει τον κόσμο να γυρίζει». Αυτό το λευκό μυστήριο λύνει, μετά θάνατον, ο δαιμόνιος ντετέκτιβ του Ανδρέα Μήτσου. 

galina-anoigma.jpg
Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός, Νουβέλα, εκδ. Καστανιώτη, 2017

Υ.Γ. Μακριά από μένα, ασφαλώς και από τον συγγραφέα, όποια ρατσιστική ή σεξιστική ανάγνωση της ιστορίας αυτής. Αλλά, καθώς ο αφηγητής αρέσκεται, λέει, να ανακαλύπτει παντού «συμβολισμούς και νομοτέλειες και έλλογες τυχαιότητες», τον πληροφορώ ότι, κατά μια τέτοια «τυχαιότητα» έχω γνωρίσει κι εγώ δυο Γκαλίνες, Ουκρανές οικιακές βοηθούς –μ’ αυτό το όνομα–, μια ηλικιωμένη και μια νεότερη. Ήταν, είναι και οι δυο διακριτικότατες, σοβαρές, εργατικές, συνεπείς, αξιαγάπητες. Νόστιμο είναι, πάντως, το σχόλιο του συγγραφέα για το όνομα. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ