Βιβλιο

Προδημοσίευση: Από το μυθιστόρημα του Στέργιου Χατζηκυριακίδη «Γκρόβερ»

Κυκλοφορεί στις 20/12 από τις εκδόσεις Δίαυλος

62222-137653.jpg
A.V. Team
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στέργιος Χατζηκυριακίδης, «Γκρόβερ» (εκδ. Δίαυλος)

Σε αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα ο Στέργιος Χατζηκυριακίδης έχει ως ήρωες μια παρέα φοιτητών στο Λονδίνο που θέλουν να βοηθήσουν, όπως μπορούν, «το αντιμνημονιακό κίνημα» στην Ελλάδα. Μέσα από την καθημερινότητα αυτής της παρέας, και κάτω από τραγελαφικές κάποιες φορές καταστάσεις, θα αποτυπωθεί η γλυκόπικρη διαδικασία από την επαναστατικότητα στην ενσωμάτωση και από την αμφισβήτηση των πάντων σε αναγκαστικούς συμβιβασμούς.

Αν και το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός είναι βασικά στοιχεία του «Γκρόβερ», κάτω από αυτά ξεπηδούν ανάγλυφα τα αδιέξοδα μιας γενιάς που προσπάθησε να αποκτήσει την ταυτότητά της και ακόμα την ψάχνει. 

Αποσπάσματα

[...]

Το κενό που υποτίθεται ότι αφήνει κάτι, φεύγοντας από τη θέση που κατείχε μέχρι  μια ορισμένη στιγμή, είναι κάποιες φορές μετρήσιμο, τείνω να πιστεύω. Κάποιες άλλες πάλι, όχι. Τώρα, το αν στα αλήθεια είναι όντως κενό αυτό που μένει ή το αν πράγματι υπήρξε κάτι στο σημείο που πλέον ονομάζεται  κενό, είναι ένα άλλο θέμα. Και μου αρέσει να ανοίγω θέματα καινούρια, χωρίς να τα συζητώ παραπέρα. Όχι πολύ καλή διαλεκτική τακτική μπορεί να υποστηρίξει κάποιος. Δεκτόν, αλλά στ' αρχίδια μου. Δεύτερη μη καλή διαλεκτική τακτική, θα πει κάποιος άλλος. Έχω ακόμα πολλές να σας προσφέρω. Το «πολλές», παρεμπιπτόντως, αναφέρεται στις τακτικές, γι' αυτούς που μπερδευτήκανε. Μην ανησυχείτε, δεν θα σας πω ηλίθιους. Έχω αρχίσει να αναθεωρώ την ηλιθιότητα τον τελευταίο καιρό. Θα μου πεις, για να υποστηρίξεις ότι κάτι είναι αναθεώρηση ενός ορισμού μιας αφηρημένης έννοιας,  όπως είναι η ηλιθιότητα, πρέπει πρώτα να ορίσεις τι μέχρι πρότινος θεωρούσες ότι είναι αυτή. Πάλι την πατήσατε. Δεν θα σας πω.

Ίσως αργότερα τα συμφραζόμενα, παρ' όλα αυτά, σας οδηγήσουν κάπου πιο κοντά. Και ίσως οδηγήσουν και μένα πιο κοντά. Για να δούμε...

[...]

Παίζω μόνος μου ένα παιχνίδι εδώ και λίγο καιρό που κανονικά θέλει τουλάχιστον δύο άτομα για να παιχτεί. Παρ' όλα αυτά, και επειδή ποτέ δεν καταλάβαινα την ορθολογικότητα της αυθαιρεσίας των κανόνων, εγώ το προσάρμοσα στα μέτρα μου και το παίζω μόνος μου κάτι καμένα βράδια. Το παιχνίδι λέγεται «εγώ και εσύ». Τον εγώ τον παίζω εγώ στη συγκεκριμένη φάση. Χαίρω πολύ, θα μου πείτε. Όπα, μη στραβώνετε, θα μπορούσε να τον παίζει και κανένας άλλος, ποτέ δεν ξέρεις.

Την «εσύ» την παίζω πάλι εγώ και έτσι εντρυφώ, εντελώς λανθασμένα σχεδόν πάντοτε, στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και βλακεία υποδυόμενός την. Τη βλακεία σε γενικότερο επίπεδο νομίζω ότι την κατέχω τόσο καλά, που μπορώ να την αξιολογήσω κιόλας, χρησιμοποιώντας μια εξαιρετικής ακρίβειας κλίμακα από το ένα μέχρι δεν θυμάμαι (αλλά μεγάλο νούμερο πάντως). Τη βλακεία σε προσωπικό επίπεδο την κατέχω ακόμα καλύτερα και η κλίμακα που έχω για αυτήν την περίπτωση τη γαμάει την προηγούμενη κλίμακά μου, να σας ενημερώσω. Από την άλλη, τη βλακεία της αντίπερα όχθης, και πιο συγκεκριμένα τη βλακεία των «άλλων», δεν την κατέχω και πολύ καλά, μιας και οι «άλλοι» είναι τόσοι πολλοί που πρέπει να την αντιμετωπίζω κατά περίπτωση. Συνήθως, στο παιχνίδι που παίζω, το σύνολο των «άλλων» είναι ένα πολύ μικρότερο σύνολο, ήτοι το σύνολο από τις «άλλες», και συνήθως κάθε φορά το σύνολο έχει ένα μέλος, μία «άλλη» δηλαδή. Με αυτή την «άλλη», πάλι συνήθως, δεν συνεννοούμαστε ποτέ και συνεργασία δεν επέρχεται. Θέματα πολλά, με λίγα λόγια. Όπως και να έχει, ο σκοπός του παιχνιδιού είναι, τουλάχιστον ο δικός μου, να δούμε ποια από τις δύο ηλιθιότητες θα κερδίσει. Να δω δηλαδή, μιας και κανείς άλλος δεν εμπλέκεται σε αυτό το ιδιότυπο παιχνίδι εκτός από μένα, όπως προείπα, κατά πρώτον πόσο μαλάκας είμαι εν τέλει, και κατά  δεύτερον, αν η συσκευή μετρήσεως της προσωπικής βλακείας λειτουργεί και για άλλους,  αν έχει κάποιου είδους ουνιβερσάλιτι (universality) δηλαδής να ’ούμε. Γιατί παιχνίδι λοιπόν, θα πείτε κάποιοι, και όχι πραγματικότητα; Να μια καλή ερώτηση. Δεν θα απαντήσω πάλι. Είμαστε ακόμη στη δεύτερη σελίδα και σας έχω φλομώσει στις πίπες. Καθόλου άσχημα!

[...]

Είχε φτάσει στο τελικό του συμπέρασμα, όταν μπήκαμε στο κικ (kick), ένα περίεργο μείγμα από μπαράκι, καφέ και σφαιριστήριο. Στη μέση του μαγαζιού, ανάμεσα στα ποδοσφαιράκια και το μπαρ, υπήρχαν δυο αντικριστοί καναπέδες. Δυστυχώς ήτανε πιασμένοι, αλλά ευτυχώς μισοπιασμένοι. Οπότε τα πράγματα ήταν εύκολα. Απλά θα πηγαίναμε στις άδειες θέσεις και θα διώχναμε τους υπόλοιπους. Πώς; Αυτό ήταν το μοναδικό που δεν σκεφτόμασταν, μιας και κάποια μαλακία θα μας ερχόταν ως λύση και θα ήταν σίγουρα αρκετή για να εκνευρίσει κάποιον και να τον κάνει να φύγει (ή να τα πάρει στο κρανίο και να μας γαμήσει στο ξύλο. Φυσικά επειδή οι ηλίθιοι δεν έχουν και αίσθηση πραγματικότητας, άρα και κινδύνου, αυτό το σενάριο δεν πολυέπαιζε στο μυαλό μας). Καθόμαστε λοιπόν στις άδειες θέσεις, εγώ και ο  Μίανδρος, αντικριστά. Κοιτιόμαστε για λίγο. Ξεκινά ο Μίανδρος:

«Hello girls, have you ever dated a μεσάζων in your life?»
«Εxcuse me what did you say? If we have dated a what?»
«A μεσάζων, you  know, also knows as μεσολαβήτης in Cockney English».
«Sorry, we do not understand you».

«Im gonna give it another try...»

Σε αυτό το σημείο ο Κουφοδημήτρης είπε να κάνει και αυτός τη μαλακία του που, όπως πάντα, περιλάμβανε μια πιο φυσιολογική αντιμετώπιση της κατάστασης (με την έννοια της Φυσιολογίας και όχι φυσικά του φυσιολογικού ως λογικού) και έτσι, απλά και ωραία έπεσε πάνω στον Μίανδρο, επιδιδόμενος στο γνωστόν ανά την υφήλιο από τα ΠΑΟΚτσάκια αμπαλαέ.

Το αμπαλαέ τώρα είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη δραστηριότητα / κίνηση / κίνημα / ιδέα που πολύ λίγοι μπορούν να εκτελέσουν σωστά, λόγω της αβέβαιης ακόμα πολυπλοκότητάς του (είναι απορίας άξιο για ποιο λόγο o Χίλμπερτ (Hilbert) δεν το κατέταξε στα 10 περίφημα προβλήματα των Μαθηματικών (ή τα 23-24 για τους μαλάκες που μπορεί να πουν «ξες, φιλαράκι, 10 ήταν μόνο αυτά που παρουσίασε στη Σορβόννη».

Δεν θα δώσω την παραμικρή σημασία, εκτός αν είναι ένας από αυτούς που έλυσε κάποιο από αυτά (και τώρα είστε ελεύθεροι να διαλέξετε πού αναφέρεται το «αυτά», στα 10 ή στα 23-24 προβλήματα). Η πολυπλοκότητα της κίνησης έγκειται στο ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει προκαθορισμένη κίνηση (ή πολλαπλά μη  κινούμενα συναπτά σημεία), αλλά οι τρίτοι, που παρακολουθούν την ίδια την κίνηση, μπορούν να αναγνωρίσουν το γνήσιο αμπαλαέ ή όχι. Με λίγα λόγια, το αμπαλαέ είναι η κίνηση που στα Γρεβενιώτικα θα μεταφραζόταν περίπου ως «αρίχνομαι σαν αρκουδαίος», αλλά πάνω στον άλλο. Ο Κουφοδημήτρης, σαν ΠΑΟΚτσάκι και γνήσιος χωριάτης επιπροσθέτως, κατείχε την τέχνη του αμπαλαέ και έτσι, ωσάν αρκουδαίος, έπεσε πάνω στον Μίανδρο φωνάζοντας την ίδια του την ενέργεια, δηλαδή «αμπαλαέ» (και κάνοντας μια περίεργη κίνηση σαν να δαγκώνει και να μυρίζει το χέρι του συγχρόνως (ποτέ δεν κατάλαβα τι σκατά ήταν αυτή η κίνηση, αλλά δεν πειράζει) και λέγοντας κάτι «ΠΑΟΚ πρωτάθλημα» και παραλλαγές αυτού. Το πρόβλημα τώρα ήταν ότι και εγώ, μαζί με τον Στάιρ και τη Σαν (!), κάναμε το ίδιο. Η κατάληξη ήταν τρία (τέσσερα, αν υπολογίσεις και τη Σαν, αυτό δεν το σχολιάζω) μπλάρια να βρίσκονται πάνω στον Μίανδρο, δύο να φωνάζουν ΠΑΟΚ παράλληλα (δύο και στις δύο περιπτώσεις απαρίθμησης, είτε δηλαδή θεωρείς ότι ήμασταν τρία μπλάρια είτε τέσσερα (ερώτηση: ποιος δεν φώναζε σίγουρα ΠΑΟΚ σύμφωνα με το κείμενο;) και οι κοπέλες που καθόταν μέχρι εκείνη την ώρα μαζί μας να έχουν απλά σηκωθεί, έτοιμες να φύγουν. Σχέδιο επετεύχθη, σκέφτηκα (μάλλον το ίδιο και οι άλλοι). Το μόνο που είχαμε ξεχάσει όλη αυτή την ώρα είναι ότι τα  μαγαζιά διαθέτουν και υπαλλήλους. Κάποιοι από αυτούς εκτελούν διοικητικούς ρόλους (οι μετρ/μπαρμάνια για παράδειγμα), κάποιοι εκτελεστικούς (ο μάνατζερ, ας πούμε), κάποιοι νομοθετικούς/δικαστικούς (ο εκάστοτε ιδιοκτήτης, γνωστός και ως τα «κάνω πουτάνα αν θέλω και όποτε θέλω» (το οποίο παρεμπιπτόντως έχει και μια δόση αναρχίας μέσα του. Βασικά θα ήταν αναρχία, αν ο ιδιοκτήτης ήταν μόνος του στον κόσμο. Θα μου πεις, έτσι είμαι κι εγώ αναρχικός. Σωστά, ό,τι να είναι λέω), και κάποιοι πολύ απλά κάνουν τους μπάτσους (οι πορτιέρηδες ή οι κάθε είδους σεκιουριτάδες στο κάθε μαγαζί). Φυσικά, είναι γνωστό από πολύ παλιά, από τον Κοέλιο ακόμα, ότι όταν θες κάτι πάρα πολύ όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις και γαμώ τη μάνα του επίσης. Εκείνη την ώρα εμείς δεν θέλαμε κάτι τόσο πολύ, ωστόσο τα ’θελε ο κώλος μας και μέσω επαγωγικής υπεργενίκευσης οι κώλοι μας έγιναν εμείς και έτσι οι μπάτσοι του καταστήματος ήρθαν να μας επαναφέρουν στην τάξη. Προσπαθήσανε να μας χωρίσουν, να σταματήσουν δηλαδή το αμπαλαέ, το καταφέραν έπειτα από λίγο και μας ζήτησαν, ευγενικά ομολογουμένως, να σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάνουμε γιατί αλλιώς θα μας πετούσαν έξω.

«Sorry guys, but what you are trying to do is racial discrimination and  thus I will  have to complain to you manager about it».
«Excuse me sir, why is this racial discrimination?»
«Because we were in the middle of performing a traditional Greek dance and you interrupted us in a rather rude manner, a clear indication that you do not respect  our cultural background».

Η λέξη «discrimination» ηχεί σαν βόμβα σε οποιονδήποτε κατέχει κάποιο πόστο που προϋποθέτει την άσκηση κάποιου είδους εξουσίας εδώ στην Αγγλία. Είναι η  κατηγορία par excellence που μπορεί να σε οδηγήσει σε μπελάδες ή, πολλές φορές, και σε απόλυση. Όλα αυτά μέσα στο γνωστό πλαίσιο του ωραίου παραμυθιού των  δυτικών δημοκρατιών (δεν το βάζω σε εισαγωγικά για να μη σας ταράξω), με αποκορύφωμα αυτές των ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου, που βασίζεται σε αυτή την περίφημη ανεκτικότητα στις διαφορετικές κουλτούρες/ιδέες και λοιπά. Η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στην κουλτούρα του άλλου (που φυσικά δεν είναι σεβασμός, απλά κάτι σαν σε γράφω στα αρχίδια μου από τη στιγμή που δεν πειράζεις τη δικιά μου κουλτούρα) είναι ο ακρογωνιαίος λίθος πάνω στον οποίο,  και καλά, στηρίζονται τέτοιου τύπου δημοκρατίες και είναι μάλιστα και περήφανες για αυτό τους το κατόρθωμα. Έτσι, στον μικρόκοσμο των εργασιακών σχέσεων και κατά αναλογία με τον αφαιρετικό μακρόκοσμο του κράτους ως έννοια ή και ως μια εξιδανικευμένη πραγματικότητα, οποιουδήποτε τύπου διαχωρισμός απαγορεύεται αυστηρά. Φυσικά, αυτός ο σεβασμός δεν είναι ποτέ πραγματικά σεβασμός, άλλα απλά μια προσπάθεια περιορισμού της κουλτούρας του άλλου στο πεδίο του ιδιωτικού (φύγε Ζίζεκ, εκατό φορές σε είπα, μόνος μου θα το γράψω).

Τώρα, θα μου πεις, κάτι τέτοιο συνεπάγεται ότι αποδεικνύοντας στους σεκιουριτάδες του μαγαζιού πως οτιδήποτε κάναμε κυμαινόταν στη σφαίρα του ιδιωτικού θα μας αφήναν ήσυχους; Ναι, αν αυτοί οι σεκιουριτάδες ήταν διδακτορικοί φοιτητές του Ζίζεκ (να 'τος πάλι. Φύγε, ρε, σε λέω). Μιας και δεν ήταν (όπως μάθαμε, λίγο αργότερα) και μιας και συνήθως τέτοιες νευραλγικές θέσεις καταλαμβάνονται από ανθρώπους που η έννοια του έξυπνου αλγορίθμου δεν πρόκειται να είναι ποτέ η πηγή των πράξεών τους, άρα οποιαδήποτε αιχμή περί διάκρισης στον τρόπο που κάνουν τη δουλειά τους τούς τρομάζει, δεδομένου ότι λαμβάνουν ρητές εντολές να μην κάνουν διακρίσεις, κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν συνέβη. Έτσι, τα παλικάρια μας, οι μπάτσοι του μπαρ, τα ’χασαν, αφού δεν περίμεναν μια τέτοια επιχειρηματολογία, και πολύ απλά, για να καλύψουν τα νώτα τους σε περίπτωση που όντως το αμπαλαέ είναι παραδοσιακός χορός (απαιτώ να γίνει παρεμπιπτόντως), μας αφήσανε ήσυχους λέγοντάς μας να μην το ξανακάνουμε, αν γίνεται. Φυσικά, ο σκοπός μας, που ήταν να διώξουμε τις κοπέλες από τους καναπέδες χωρίς να μας βγάλουν έξω, επετεύχθη. Η κουλτούρα της ανεκτικότητας μάλλον ανέχτηκε τη βλακεία μας (κάτι σαν την πολιτιστική μας ταυτότητα) και στη σφαίρα του δημοσίου, άρα Εμείς-Ζίζεκ 1-0. Βέβαια, επειδή κατά βάθος θέλαμε να μας βγάλουν έξω, κοινώς μας έτρωγε ο κώλος (μας ξούσε του δόντ’, γρεβενιστί), οι μαλακίες μας δεν περιοριστήκανε σε αυτό το περιστατικό  μόνο. Η συνέχεια περιελάμβανε αηδίες υψηλής πολυπλοκότητας, όπως τον Κουφοδημήτρη να προσπαθεί να βάλει τρικλοποδιά τα ποδοσφαιράκια  (!),  βάζοντας κάποιον να τα σπρώχνει (εμένα) και αυτόν να βάζει το πόδι μπροστά τους, μπας και πέσουν. Φυσικά, εκτός από το σουρεαλιστικό εφέ που είχε το εν λόγω εγχείρημα στον περιβάλλοντα χώρο (το σουρεαλιστικό εφέ συνήθως μετράται με  τον λόγο των απορημένων φατσών ανά τετραγωνικό, δεδομένης μιας μέσης τιμής  ανθρώπων ανά τετραγωνικό), δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο αποτέλεσμα και έτσι το σταματήσαμε. Παίξαμε κάνα δυο παιχνίδια ποδοσφαιράκι, τους γάμησα όλους, και μετά ήρθε η μεγάλη ιδέα που θα έκανε τους πορτιέρηδες να μας πετάξουν έξω. Θα παίζαμε κρυφτό μέσα στο μαγαζί! Η ιδέα είναι ούτως ή άλλως βλακώδης, αλλά φανταστείτε να το κάνεις σε ένα μαγαζί που είναι πίτα στον κόσμο.

[...]

Ο κατειλημμένος χώρος ήταν ένα νεοκλασικό των αρχών του εικοστού αιώνα κάπου στα Εξάρχεια και αυτός. Τα παιδιά που το διατηρούσαν έκαναν καλή δουλειά, μάλλον κάνα δυο από αυτούς ήταν καλά μαστόρια και φαινόταν γενικά ότι ψιλολειτουργούσε σωστά το κοινόβιο. Τα γνωστά πανό στην είσοδο για  αλληλεγγύη για διάφορους, διάφορες και διάφορα, και ένας τεράστιος χώρος αμέσως μετά στημένος σε πρόχειρη κινηματογραφική αίθουσα. Είχε πολύ κόσμο, πάνω από 80 άτομα σίγουρα. Οι καρέκλες ήταν όλες κατειλημμένες (αλληλέγγυες με το κτίριο) και έτσι μάλλον θα καθόμασταν, και όντως καθίσαμε, όρθιοι  (τώρα  πώς κάθεσαι όρθιος είναι ένα άλλο θέμα). Σε κάποια φάση, εκεί που περιμέναμε  να αρχίσει το ντοκιμαντέρ, βλέπω να σκάει μύτη ένας τυπάς με κουκούλα, μαυροντυμένος, πολύ αδύνατος και υπερκινητικός. Όταν τον πρόσεξα καλύτερα, κατάλαβα ότι ήταν ο Γιάννης. Αυθόρμητα, έσκασα ένα χαμόγελο, καθώς θυμήθηκα το μεγαλείο του ανθρώπου και τον μύθο που είχε αποτυπωθεί για πάντα στην ψυχή μου.

«Ρε μαλάκα Κουδοφημήτρη, είδες ποιος ήρθε;»
«Ποιος, ρε συ;»
«Δες, seven ’o’clock».
«Αμάν, ο Γιάννης. Πο, μαλάκα, καλύτερα να μη με δει, με κυνηγάει από την τελευταία φορά που τον πιστόλιασα και δεν πήγα στη συναυλία αλληλεγγύης στους Κούρδους να παίξω». «Τώρα είναι αργά, με είδε. Και είδε και τη Σαν. Θα έρθει να της την πέσει, ούτως ή άλλως. Να είσαι σοβαρή».
«Στελάκος, πάντα είμαι».
«Καλά».
«Ποιο είναι αυτό το καρναβάλ’;»
«Μεγάλη ιστορία, θα καταλάβεις σε λίγο, και όσα δεν καταλάβεις θα στα εξηγήσω εγώ μετά».
«Νταξ' μωρέ και συ, το έκανες θέμα...»
«Κάτσε θα γελάσουμε... μάλλον».

Ο  Κουφοδημήτρης, όταν τον είδε να πλησιάζει, την έκανε. Πήγε τάχα να μιλήσει σε κάτι φίλους του πιο μέσα και πήρε και το ΠΑΟΚτσάκι για κάλυμμα, το οποίο φυσικά, όντας παντός καιρού, δεν είχε καμία αντίρρηση. Ο Γιάννης πλησίασε πρώτα τη Σαν:

«Τι γίνεται Σαν, πώς και από εδώ;»
«Ε, τι πώς και από εδώ;»
«Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ πέρα».
«Ούτε εγώ».
«Εγώ έρχομαι συχνά».
«Καλά».
«Τι λέει άλλο;»
«Μια χαρά. Εσύ;»
«Επ, φιλαράκο. Εσύ δεν είσαι που σε γνώρισα στο Λονδίνο; Που δεν είσαι αναρχικός;»
«Ναι, εγώ είμαι που είμαι ύποπτος μη αναρχικός».
«Έλα, δεν το εννοώ έτσι».
«Καλά και εγώ δεν το πήρα έτσι, προς Θεού, είναι δυνατόν;»
«Πώς σε λένε, είπαμε;»
«Στέλιος ή αλλιώς Στελάκος».
«Χαχα, εντάξει. Και εσένα δεν σε έχω δει εδώ ποτέ».
«Ούτε εγώ. Εννοώ δεν με έχω δει ούτε εγώ».
«Είσαι εδώ;»
«Όχι, Λονδίνο είμαι ακόμα, μελετάω τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό και τις αλεπούδες στο Χάιντ Παρκ. Εσύ τι λέει, πώς είναι η ζωή στα πάτρια;»
«Πιο ήσυχα από ό,τι πρέπει».


Στέργιος Χατζηκυριακίδης

O Στέργιος Χατζηκυριακίδης γεννήθηκε το 1980 στα Γρεβενά όπου και έζησε μέχρι τα 18 του. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία με ειδίκευση Γλωσσολογίας στο ΑΠΘ και Υπολογιστική Γλωσσολογία στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές). Δούλεψε ως υπολογιστικός γλωσσολόγος στα πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Μονπελιέ και ως γλωσσολόγος στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ζει στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας όπου και εργάζεται στο εκεί Πανεπιστήμιο. Το παρόν μυθιστόρημα είναι το ντεμπούτο του στη Λογοτεχνία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ