Βιβλιο

Γέφυρες

Ένα διήγημα από το εικαστικό δίδυμο των Θανάση Χονδρού και Αλεξάνδρας Κατσιάνη

32014-72458.jpg
A.V. Guest
31’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
photo-1495805442109-bf1cf975750b.jpg
Marc-Antoine Dépelteau

1.

Εκνευρισμένος! Όλο το πρωί παιδευόταν να ολοκληρώσει την αυτοαξιολόγησή του. Αυτές οι υπηρεσιακές υποχρεώσεις είναι πάντα χρονοβόρες και απαιτητικές. Οι ώρες κυλούσαν πιεστικές, και είχε να περάσει απ’ του πατέρα του να δανειστεί τα μπαστούνια πεζοπορίας. Έπρεπε να είναι προσεκτικός, γι’ αυτό και αποφάσισε να αγωνιστεί με μπαστούνια αύριο. Είχαν περάσει δύο μήνες από το στραβοπάτημα στην προπόνηση στο Σέιχ Σου, αλλά το διάστρεμμα στον αριστερό του αστράγαλο ακόμη τον ενοχλούσε. Επιτέλους αποθήκευσε το κείμενό του κοιτάζοντας άλλη μια φορά το ρολόι του. Δεν πρόλαβε να ανασάνει ανακουφισμένος, όταν στην οθόνη έλαμψε το μήνυμα ότι δεν πρέπει να τερματίσει τον υπολογιστή του επειδή γίνονται ενημερώσεις. Πρόκειται για απόδειξη βέβαια ότι το λογισμικό που μας πουλάνε τόσο ακριβά είναι προβληματικό. Κανένα άλλο προϊόν δεν χρειάζεται ενημερώσεις κάθε λίγο και λιγάκι. Η ψηφιακή αποικιοκρατία μετράει τα υπερκέρδη της, αλλά αδιαφορεί για τον χρόνο που μας τρώει με ενημερώσεις.

Οι φίλοι του πάντα τον επαινούσαν για την ψυχραιμία του, παγόβουνο τον έλεγαν οι εχθροί του, επειδή ο εκνευρισμός και το άγχος δεν χαρακτήριζαν ποτέ τον Γιώργο.  Είναι όμως κάποιες φορές που όλα φαίνεται πως είναι εναντίον σου, κι αν χάσει το λεωφορείο για την Καστοριά, πάει ο αυριανός αγώνας, άδικα έκανε τόσες προπονήσεις. Και νά τώρα, που βγήκε απ’ το γραφείο του και κλείδωσε την πόρτα, είδε να έρχεται τρεχάτος καταπάνω του εκείνος ο γλείφτης ο φοιτητής που αποστηθίζει ολόκληρα βιβλία -τον φθονεί γι’ αυτή την ικανότητα ο Γιώργος- κι όποτε αρχίζει να μιλάει, ξεχνά να σταματήσει.

«Κύριε καθηγητά, όπως είπε ο Απαντουράι…». Δεν πρόλαβε να αρθρώσει άλλη λέξη.

«Αρχίζεις το λόγο σου με τσιτάτα; Είσαι απαράδεκτος!» Με το πιο απορριπτικό ύφος που διέθετε ο Γιώργος του έστρεψε την πλάτη. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί όμως. Ήταν πολύ ισχυρό το κτύπημα για έναν τέτοιο φοιτητή που οι περισσότεροι καθηγητές τον είχαν στα όπα-όπα. Ήταν σαν γροθιά στο στομάχι. Είναι ευαίσθητο όργανο το στομάχι. Συσπάται, ώστε η πίτσα (ζαμπόν, μανιτάρια) ανακατεμένη με γαστρικά υγρά φτάνει εκεί που δεν έφτασε η ματαιωμένη φράση.

«Συγγνώμη, κύριε καθηγητά. Χίλια συγγνώμη, κύριε καθηγητά. Μου ξέφυγε κύριε καθηγητά». Αξιολύπητος ο φοιτητής, δεν μπορούσες να καταλάβεις αν αναφερόταν στην πίτσα ή στον Απαντουράι.

Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να περιμένει το ασανσέρ ο Γιώργος. Παρατηρώντας τον εμετό στο παντελόνι του αναρωτιέται για ό,τι βρίσκεται ανάμεσα στις πράξεις και τις εικόνες, ανάμεσα στα αντικείμενα και τα λόγια. Είναι μια στιγμή που καταλύονται οι αποστάσεις, οι αναλογίες και οι σχέσεις ρευστοποιούνται, το βλέμμα χάνει την εστίασή του, επειδή κυριαρχεί η μυρωδιά αηδιαστική. Η αηδία έχει εκείνη τη μοναδική δύναμη να ανυψώνει τα πράγματα στο άπειρο. Και η δυσφορία αποκτά μεγαλύτερο βάθος, όταν συνειδητοποιείς πόσο ατελέσφορη είναι η επαναφορά στην τάξη. Αναζητάς λέξεις που γίνονται κρυψώνες. Ώστε να μη φανεί πως τα σημάδια του εμετού στο παντελόνι σου παραπέμπουν στην ψυχή σου.

Φτάνοντας στο ισόγειο έχει ανακτήσει την ψυχραιμία του.

2.

Δεν μένει μακριά απ’ το πανεπιστήμιο ο πατέρας του, στην Κωνσταντίνου Μελενίκου. Έφτασε γρήγορα ο Γιώργος, και χτύπησε μια-δυο-τρεις το κουδούνι χωρίς απάντηση. Άνοιξε με το κλειδί του και τον βρήκε καθισμένο στην κουζίνα να μιλά στο τηλέφωνο. Του κούνησε το χέρι χαιρετώντας χωρίς να διακόψει τη συζήτηση.

«Έχει χάσει κάθε αίσθηση πού βρίσκεται και πού πάει. Ναι, ναι, αποπροσανατολισμένος… Δεν μπορεί πια να κοιτάξει μπροστά, κάνει κύκλους εσωστρέφειας, κι αντιδρά σπασμωδικά, επειδή δεν θέλει να παραδεχτεί ότι έχει καταρρεύσει».

Άκουγε τον συνομιλητή του και έκανε νοήματα δείχνοντάς στον Γιώργο το ψυγείο, ότι κάτι έχει, ν’ ανοίξει και να πάρει.  Εκείνος δεν είχε όρεξη για φαγητό. Ανυπομονούσε να πάρει τα μπαστούνια περιπάτου και να πάει στο σπίτι του να ετοιμαστεί, αλλά ο πατέρας του δεν έδινε σημασία στη βιασύνη του.

«Μας κατέστρεψε ο γελοίος, μας κατέστρεψε. Λες και δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος που το ’14 μας είχε συνεπάρει με τις υποσχέσεις του και τα σχέδια για το μέλλον».

Του έκανε νόημα να τελειώνει, αλλά εκείνος δεν τον πρόσεχε.

«Αν θυμάμαι, λέει… Τόσοι άξιοι άνθρωποι πέρασαν, κι όμως αυτός ήταν ο μόνος που τον σηκώσαμε στα χέρια. Σ’ αυτή την ηλικία πήγαμε να τον υποδεχτούμε στο αεροδρόμιο… Πώς δεν τα θυμάμαι… Τα λέω και ντρέπομαι».

Κάποτε κατάλαβε την ανυπομονησία του Γιώργου και έδειξε ότι τα μπαστούνια είναι στην κρεβατοκάμαρά του. Πήγε και τα πήρε. Τον χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα, εκείνος ανταπέδωσε το χαιρετισμό και επιτέλους κατέβασε το ακουστικό, το έκλεισε με την παλάμη του και του είπε φεύγοντας να πετάξει τα σκουπίδια. Μετά συνέχισε.

«Ναι, οι παλινωδίες του δεν αντέχονται. Ξεπέρασε κάθε όριο. Κάτι πρέπει να γίνει. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Να συνεννοηθούμε και να κάνουμε κάτι».

3.

Χάθηκε. Σκοτείνιασε το δάσος μαζί με τη συνείδησή του. Χάθηκε. Μα από την αρχή του αγώνα το κατάλαβε ότι η σήμανση δεν ήταν επαρκής. Εκεί, στη διχάλα του μονοπατιού μετά το πλάτωμα, εκεί τον έχασε τον δρόμο. Όφειλε να περιμένει κάποιον απ’ τους δρομείς που ακολουθούσαν, όμως ούτε καν έκοψε ταχύτητα επιδιώκοντας έναν καλό χρόνο. Η ματαιοδοξία του… Λέει στους άλλους για τη χαρά που δίνει το τρέξιμο, για το αίσθημα ευτυχίας που προκαλούν με την έκκρισή τους οι ενδορφίνες, αλλά του ίδιου δεν του αρκεί. Επιδιώκει να ξεπεράσει όσους περισσότερους μπορεί, να πετύχει καλύτερη επίδοση. Καθαρή ματαιοδοξία. Αυτή η ματαιοδοξία που σε κάνει να χάνεις τη συνάφεια με τη ζωή. Και τη συνάφεια με τον δρόμο. Είχε στρίψει αριστερά, μετά δεξιά  εκεί που ήταν ένας μεγάλος βράχος, ύστερα κάτι θάμνοι και τα ψηλά δέντρα… Πώς θα γυρίσει πίσω; Το δάσος ασχημίζει, αγριεύει από τη μια στιγμή στην άλλη και ξεγελάει. Τα μονοπάτια σβήνουν. Φαντάσματα προβάλλουν. Με μια χλαίνη βαριά απ’ αυτές που βλέπεις μόνο σε μουσεία. Κρατάει τουφέκι, το ίδιο παλιό. Πλησιάζει με αβέβαιο βήμα. Ρυτίδες… Πόσες ρυτίδες μπορεί να χωρέσει ένα πρόσωπο!

«Δεν θα παραδοθώ», λέει. «Ποτέ δεν παραδόθηκα. Πάω να πεθάνω».

Θα ήθελε να το βάλει στα πόδια, αλλά έμεινε καθηλωμένος.

«Με αποκόψανε απ’ την ομάδα μου, αλλά εγώ τους ξέφυγα. Έζησα ελεύθερος. Ελεύθερος αντάρτης στα βουνά. Δεν παραδόθηκα. Ήρθε όμως η ώρα να πεθάνω, γι’ αυτό κατεβαίνω».

Είχε μπροστά του ένα ιστορικό απολίθωμα, έναν αντάρτη που ζούσε εξηντατόσα χρόνια κρυμμένος στο βουνό. Δεν το χωρούσε ο νους του. Ήξερε για ιάπωνες στρατιώτες που είχαν μείνει κρυμμένοι από την εποχή του πολέμου σε ζούγκλες νησιών του Ειρηνικού περιμένοντας διαταγές, αλλά ήταν κάτι μακρινό. Τώρα μια παρόμοια κατάσταση εδώ μπροστά του… Του ψέλλισε ότι άργησε να πάρει την απόφαση να κατεβεί στην πόλη, ότι τώρα στην εξουσία είναι οι δικοί τους. Εκείνος τον κοίταξε με περιφρόνηση.

«Οι δικοί μας ε; Οι δικοί μας, όχι οι δικοί σου. Κατάλαβα τι φάρα είσαι. Κανένας γερμανοτσολιάς θα ήταν ο πατέρας σου».

Του γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε με μια προσπάθεια να επιταχύνει. Ο Γιώργος συνέχισε το τρέξιμο ακολουθώντας ένα μονοπάτι που αποδείχτηκε σωστό. Σε λίγο είχε μπροστά μου πάλι τη σήμανση του αγώνα.

4.

Παίζει το πιρούνι στο χέρι του. Είναι αυτό που κράτησε ενθύμιο από το ταξίδι στην Στοκχόλμη με τη Χριστίνα, όταν έκανε την έκθεση που την καθιέρωσε. Πέρασαν τόσα χρόνια αλλά το κρατά πάντα με την ίδια συγκίνηση. Η ζωή βιώνεται μέσα από σχέσεις. Κ’ είναι τόσο καθημερινή η λειτουργία τους, ώστε λίγο συνειδητοποιούμε τη βαθύτερη σημασία τους για τη ζωή. Είναι οι σχέσεις που σ’ ανοίγουν και σε στρέφουν προς το άλλο, είτε είναι άνθρωπος είτε ζώο ή αντικείμενο. Βυθίζει το πιρούνι στη σάρκα του νεραντζιού και σπάζει η απόσταση και καταργείται το μέτρο. Όμως, όταν πια το φέρνει στο στόμα του, αναιρείται αναφανδόν ο λόγος υπέρ της γεύσης. Καταπίνοντας ανοίγει τα μάτια. Αργά αργά. Να μην τυφλωθούν μπροστά στον κώλο της Νίκης που άπλωσε τη γύμνια της στον απέναντι καναπέ. Τι λάμψη! Τόσο λείος, τόσο σφαιρικός, διδάσκει στερεομετρία. Και είναι αυτός ο μετασχηματισμός της αδρανούς φυσικής ύλης σε δρώσα ισχυρή παρουσία που παράγει μια πληθώρα νοημάτων, ικανών να διασχίσουν κάθε σύστημα αξιών. Του αρκεί η εσωτερική πνευματική εμπειρία της δέσμευσης. Η δέσμευση τον ενεργοποιεί, θα μπορούσε να χαϊδεύει για ώρες αυτόν τον κώλο. Και το κάνει. Μέχρι που ακούγεται ο ήχος κλήσης του σκάιπ.

Έστρεψε το λάπτοπ ώστε να βγάλει τη Νίκη απ’ το οπτικό πεδίο της κάμερας.

«Τι κάνεις, κορίτσι μου;»

«Α μπαμπά, είμαι ενθουσιασμένη! Βρήκα το θέμα της εργασίας μου και μ’ αρέσει πολύ. Άκου τίτλο: Μεταφράζοντας στερεότυπα και προκαταλήψεις. Δεν είναι φανταστικός;»

«Ωραίος, βέβαια, αλλά ασαφής ως προς το θέμα. Οι μεταπτυχιακές διατριβές είναι μια επιδεικτική διαδικασία αναλυτικού επιστημονικού λόγου, ακόμη κι όταν αναφέρονται στην ποίηση ή την τέχνη. Ο ωραίος τίτλος σου είναι, θα έλεγα, αρκετά ποιητικός. Δεν είναι σαφής όμως. Ποιους αφορούν τα στερεότυπα; Τους μετανάστες;»

« Πριν μερικά χρόνια προβλήθηκε μια δανοσουηδική τηλεοπτική σειρά με τίτλο Η Γέφυρα. Ένα πτώμα στη γέφυρα που ενώνει τις δύο χώρες αναγκάζει αστυνομικούς κι απ’ τις δυο πλευρές να συνεργαστούν αναδεικνύοντας τις προκαταλήψεις που υπάρχουν ανάμεσά τους».

«Κάνεις μεταπτυχιακό στην Ιταλία, κι αντί ν’ ασχοληθείς με τους πρόσφυγες όπως όλοι, θα αναλύσεις σκανδιναβικές σειρές;»

«Στάσου, η σκανδιναβική σειρά ήταν η αρχή. Επειδή ήταν πετυχημένη, η σειρά ξαναγυρίστηκε από Αμερικανούς προσαρμοσμένη σε άλλα δεδομένα. Εδώ οι προκαταλήψεις αφορούν τους Μεξικάνους. Και μετά η σειρά γυρίστηκε ξανά σε αγγλογαλλική παραγωγή… Κατάλαβες; Το θέμα δεν είναι απλώς τα στερεότυπα μεταξύ Σουηδών και Δανών, αλλά κυρίως πώς μεταφέρονται αυτά τα στερεότυπα μεταξύ Αμερικανών και Μεξικανών ή μεταξύ Άγγλων και Γάλλων».

«Έξυπνο θέμα, δεν λέω… Αλλά, αν είχες επιλέξει τους πρόσφυγες, θα σου ήταν πολύ πιο εύκολο».

«Και τόσο τετριμμένο…»

«Θα ήθελες να μου αναφέρεις κάποιο παράδειγμα; Κάποιες από τις προκαταλήψεις που ήδη εντόπισες;»

«Ούτε μία ούτε δύο. Κι έχω δουλέψει λίγο μόνο πάνω στο πρώτο επεισόδιο. Άκου τι ιδιότητα διαλέγουν για το πρώτο θύμα σε κάθε σειρά και τι χαρακτηριστικά έχει. Στο σκανδιναβικό, λοιπόν, το πρώτο θύμα ήταν η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Μάλμε, και αυτό που την έκανε αντιπαθή ήταν ότι ήθελε να εισαχθούν τέλη χρήσης των βιβλιοθηκών. Όταν η αστυνομία ρωτά τον σύζυγό της αν δεχόταν απειλές, εκείνος απάντησε “Όχι ιδιαίτερα. Ήταν πολιτικός” σαν να είναι φυσικό οι πολιτικοί να δέχονται απειλές. Στην αμερικάνικη εκδοχή ήταν δικαστής, κατά των μεταναστών, οπαδός του φυλετικού διαχωρισμού. Δεν της άρεσαν οι Μεξικάνοι. Πίστευε ότι έπρεπε να μείνουν στο Μεξικό. Έβγαλε μια απόφαση ενάντια σε κάποιους Μεξικάνους που τους εμποδίζει να στέκονται στις γωνίες ψάχνοντας δουλειά. Κι ο δικός της σύζυγος απαντάει παρόμοια για τις απειλές, ότι οι δικαστές απειλούνται συχνά. Στο αγγλογαλλικό ήταν βουλεύτρια με θέσεις που παραπέμπουν στη Λεπέν. Κατηγορούσε τους αντίπαλους πολιτικούς πως θέλουν να πουλήσουν τη Γαλλία, πως θέλουν οι μετανάστες να έχουν πιο πολλά δικαιώματα από τους Γάλλους, και δέχονται την ηγεμονία της Ε.Ε.»

Μία μύγα τράβηξε την προσοχή του Γιώργου. Πέταξε πάνω απ’ το κεφάλι του και, αφού απέσπασε το βλέμμα του απ’ την οθόνη, πήγε και κάθησε στον κώλο της Νίκης που σκίρτησε συγκινητικά.

«Ναι, οι σκανδιναβοί έχουν αναπτυγμένη αυτοδιοίκηση» είπε αφηρημένα.

Η Δήμητρα χωρίς να αντιληφθεί την περίσπαση του πατέρα της συνέχισε με ορμή.

«Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το δεύτερο θύμα και η αντιμετώπισή του. Στο σκανδιναβικό και το αγγλογαλλικό είναι πόρνη. Κατηγορεί η σουηδή αστυνομικός τον δανό συνάδελφό της για την ανεπάρκεια της έρευνάς τους, κι εκείνος παραδέχεται γελώντας ότι ήταν οικτρή.  Αντίθετα, όταν η γαλλίδα αστυνομικός ψέγει τον Άγγλο “Λαμβάνοντας υπόψη το επάγγελμά της, δεν μπήκατε στον κόπο να ψάξετε”, εκείνος αντιστέκεται “Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν και γαλλίδες πόρνες που ούτε εσείς αναζητήσατε”, και η Γαλλίδα το αποδέχεται. Η σκηνή αυτή παίρνει άλλες διαστάσεις στην αμερικάνικη εκδοχή. Εκεί το δεύτερο θύμα ήταν 19χρονη μεξικανή εργάτρια βιοτεχνίας. Θα σου διαβάσω το διάλογο απ’ τις σημειώσεις μου».

Η μύγα ανάγκασε τη Νίκη ν’ αλλάξει στάση για να την διώξει αναδεικνύοντας την προέλευση του κόσμου.

«Λέει ο μεξικάνος αστυνομικός “Τα εναπομείναντα μέλη της βρέθηκαν σε σπίτι θανάτου μαζί με άλλων 22”.

Απορεί η αμερικανίδα συνάδελφός του “Σπίτι θανάτου;”

Ο Μεξικάνος “Ναι, παλιά κτήρια όπου οι πληρωμένοι δολοφόνοι πετούν πτώματα. Γεμίζει το ένα, βρίσκουν άλλο”.

Και παρακάτω, η Αμερικανίδα “Τα στοιχεία έχουν συλλεχθεί, αλλά ποτέ δεν τα επεξεργάστηκαν”.

O Μεξικάνος παραδέχεται και προσπερνά το σχόλιο “Ναι. Ναι”.

“Πώς σκοτώθηκε;”

“Δεν ξέρω”.

“Το όνομά σου είναι στην αναφορά”.

“Το όνομά μου είναι σε πολλές αναφορές”.

“Δεν υπάρχουν συνεντεύξεις ούτε καν από τους γονείς της”.

“Υπάρχει ένα ρητό στο Χουάρες: Από το πιάτο στο στόμα η σούπα πέφτει”.

“Τι σχέση έχει αυτό;”

“Η Κριστίνα Φουέντες είναι μόνο ένα απ’ τα 250 κορίτσια που εξαφανίστηκαν πέρυσι”.

“Οπότε έχετε έναν κατά συρροή δολοφόνο”.

“Κανείς δε γνωρίζει”.

“ Και κανείς δεν προσπαθεί να μάθει;”

“Είναι…  πάρα πολλοί. Και οι αρχηγοί δεν θέλουν να ερευνούμε στην πραγματικότητα. Είναι πιο απλό έτσι”.

“Πιο απλό, πώς;” αναρωτιέται η Αμερικανίδα».

 O Γιώργος ένοιωθε δυσφορία. Σε πρώτο επίπεδο η ενθουσιώδης κόρη του απ’ την οθόνη του υπολογιστή του μιλούσε για τη διαφθορά στο Μεξικό όπως την παρουσίαζαν κάποιοι αμερικανοί σεναριογράφοι, κι απέναντι η Νίκη τον καλούσε κοντά της, ένα χαμόγελο όλο της το κορμί, υπαινιγμός και μυστήριο.

«Μπράβο σου, Δήμητρα! Πράγματι φαίνεται να έχει πολύ ζουμί το θέμα σου. Θα μου πεις όμως περισσότερα μια άλλη φορά. Είμαι πτώμα τώρα. Λίγο πριν γύρισα από την Καστοριά, είχα πάει για έναν αγώνα ορεινού δρόμου».

«Καλά, να σου πω για τον δολοφόνο και τα κίνητρά του, και σ’ αφήνω να ξεκουραστείς. Στην σκανδιναβική και στην αγγλογαλλική εκδοχή αιτιολογεί το έγκλημα λέγοντας ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Στην αμερικάνικη διαφοροποιείται “Στο Ελ Πάσο γίνονται 5 φόνοι το χρόνο. Στο Χουάρες χιλιάδες. Γιατί μια λευκή γυναίκα είναι πιο σημαντική από τόσους νεκρούς στην άλλη άκρη της γέφυρας; Πόσον καιρό το Ελ Πάσο θα στρέφει αλλού το βλέμμα;”».

Έκλεισε το λάπτοπ και στράφηκε στη Νίκη. Έσκυψε ευλαβικά ανάμεσα στα πόδια της γιατί ήρθε πια η ώρα να αφιερωθεί στο άρρητο. Και χτύπησε το τηλέφωνο. Ένας άγνωστος αριθμός απ’ την Αθήνα.

«Εγώ είμαι, αδελφέ μου!»

«Χριστίνα; Πότε ήρθες απ’ την Στοκχόλμη; Πώς έτσι; Δεν ειδοποίησες πιο μπροστά».

«Είχα κάνει μια πρόταση για μια περφόρμανς και περίμενα την έγκριση χρηματοδότησης. Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα εγκριθεί, έχουν γίνει αρκετές περικοπές των πολιτιστικών επιχορηγήσεων τελευταία στη Σουηδία. Χθες εγκρίθηκε και ήρθα αμέσως. Θα είναι παράλληλη εκδήλωση προς την έκθεση Ντοκουμέντα που γίνεται στην Αθήνα αρχικά, και μετά θα την επαναλάβω στο Κάσελ».

«Και σε τι θα αναφέρεται η περφόρμανς που θα παρουσιάσεις; Άσε με να μαντέψω… Μήπως στους πρόσφυγες;»

Η Χριστίνα σιώπησε καταφατικά.

«Τηλεφώνησα και στον μπαμπά. Δεν απάντησε. Είναι καλά; Πάρε του ένα κινητό τηλέφωνο για να τον βρίσκουμε».

«Ξέρεις ότι δεν θέλει κινητό. Είναι αρνητικός προς τις νέες τεχνολογίες. Τον είδα χθες, που πήγα να πάρω τα μπαστούνια του για πεζοπορία. Μια χαρά φαινόταν».

«Τον πεθύμησα. Όλους σας πεθύμησα. Τι σου είπε;»

«Να κατεβάσω τα σκουπίδια».

5.

Σήμανε μισή ο κούκος, αλλά ποιας ώρας; Μέχρι ν’ αποφασίσει, ο Γιώργος άλλαξε πλευρό να συνεχίσει τον ύπνο του. Ατύχησε, το τηλέφωνο πρόλαβε τον κούκο. Άνοιξε τα μάτια με δυσκολία, η Νίκη δεν ήταν δίπλα του. Στο τηλέφωνο η αδελφή του ήταν ανήσυχη, δεν είχε ακόμα επικοινωνήσει με τον πατέρα τους παρά τα επανειλημμένα τηλεφωνήματά της από το πρωί, κ’ είχε μεσημεριάσει. Ας πήγαινε μια βόλτα από το σπίτι του να δει πώς είναι. Κλειδί έχει. Μην αδιαφορεί, μπορεί να πάθει κάτι από τη μια στιγμή στην άλλη σ’ αυτή την ηλικία. Την ειρωνεύτηκε ότι ξύπνησαν τα θυγατρικά της συναισθήματα με το που πάτησε στην Ελλάδα. Η Χριστίνα ψευτοθύμωσε. Του είπε ότι αντιμετωπίζει προβλήματα, και δεν μπορεί να είναι συγκεντρωμένη με τον πατέρα τους εξαφανισμένο. Τι προβλήματα; Στην περφόρμανς που θα παρουσιάσει χρησιμοποιεί δυο-τρεις μολότοφ, όμως η ασφαλιστική εταιρεία που είχε αναλάβει τις εκδηλώσεις αρνείται να την καλύψει. Προέχουν λόγοι ασφαλείας, είπαν, και τα γνωστά. Ο Γιώργος ξύπνησε για τα καλά. Η επίκληση σε λόγους ασφαλείας φαίνεται τεχνικό ζήτημα, αλλά δεν παύει να αφορά τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου. Με κοινή προσπάθεια των διοργανωτών και των καλλιτεχνών τέτοια ζητήματα λύνονται. Αρκεί να υπάρχει βούληση να λυθούν. Αν η ασφαλιστική απλώς ανακοινώνει ότι δεν εγκρίνει ένα έργο, τότε οι λόγοι ασφαλείας δεν αποτελούν τεχνικό πρόβλημα πλέον, στην πραγματικότητα ανακαλούν πλήθος θεμάτων που σχετίζονται με τον πυρήνα της κριτικής που ασκεί η τέχνη. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική φάση κατά την οποία η ασφάλεια έχει καταστεί νεύρωση.  Δεν μπορούμε να μένουμε αδιάφοροι απέναντί της. Είναι μια νεύρωση η οποία διαπερνά το πολιτικό σώμα. Οι λόγοι ασφαλείας ορίζουν τι μπορεί να ειπωθεί, επειδή το πολιτικό σώμα, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα, αισθάνεται ότι απειλείται. Είναι αποφασισμένος ο Γιώργος να γράψει κάποιο άρθρο και να καταγγείλει τη λογοκρισία που χαϊδεύει το βόλεμα και τον συναισθηματικό εφησυχασμό του κοινού. Η Χριστίνα προσπαθεί να τον καθησυχάσει. Ας μην αρπάζεται, αυτός ούτε καν ξέρει τι είχε στο νου της να παρουσιάσει. Είναι καλλιτέχνιδα με διεθνή αναγνώριση και δεν μπορούν να την απαξιώνουν έτσι, επιμένει εκείνος. Καλύτερα ας πάει στο σπίτι του μπαμπά, να δει αν είναι καλά, κι ας αφήσει στην ίδια τους χειρισμούς για την πραγματοποίηση της περφόρμανς.

6.

Ήταν λαμπρή μέρα! Μια διαύγεια, που προκαλούσε έκπληξη κι ας την προσφέρει συχνά ο βοριάς της προηγούμενης νύχτας, άφηνε τον χιονισμένο Όλυμπο να θεραπεύσει την καρδιά σου, λευκός, καθαρός, δίπλα σου.

Ξεκλείδωσε. Μέσα στο σπίτι έβρεχε καταρρακτωδώς. Στο καθιστικό τα σανίδια είχαν φουσκώσει. Σάρωσε με το βλέμμα του το χώρο. Όλα ήταν στη θέση τους με την τάξη και τη φροντίδα που χαρακτήριζε τον πατέρα. Τίποτα δεν πρόδιδε μια βιαστική αναχώρηση, τίποτα δεν μαρτυρούσε κάποια αιφνίδια αναστάτωση. Άφησε τα μπαστούνια στο υπνοδωμάτιο, κι έμεινε για λίγο να παρατηρεί στο κομοδίνο τη φωτογραφία του με τη Χριστίνα να την κρατά απ’ το χέρι. Ήταν από την εποχή που έκανε το μεταπτυχιακό του, μάλλον το ’87, οπότε η Χριστίνα ήταν έξι χρονώ αφού γεννήθηκε το 1981. Τριγύρισε όλο το σπίτι και ήταν έτοιμος να φύγει όταν πρόσεξε ν’ αναβοσβήνει το φωτάκι του αυτόματου τηλεφωνητή. Δεν ήξερε καν ότι ο πατέρας του είχε βάλει τηλεφωνητή. Του άρεσε να δηλώνει ότι αντιπαθεί τις νέες τεχνολογίες. «Μην ξεχάσεις τη λίστα», άκουσε το ηχογραφημένο μήνυμα.

Βγήκε από την πολυκατοικία κι αναγκάστηκε να περάσει πάνω απ’ τα σκουπίδια που ένας Ρομά από τη Βουλγαρία σκόρπιζε από τον κάδο ψάχνοντας ανακυκλώσιμα υλικά. Έριξε μια ματιά στη «Μικρή Περσία», ένα τόσοδα παντοπωλείο που πρόσφατα είχε ανοίξει στη Γούναρη, προχώρησε προς την Αρμενοπούλου και προσπέρασε τους Αλβανούς πωλητές ναρκωτικών που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους στους διερχόμενους φοιτητές. Από τη νότια πλευρά της Ροτόντας οι Πακιστανοί είχαν παρατάξει μια σειρά από αθλητικά παπούτσια καλύπτοντας όλο το χρωματικό φάσμα. Αγόρασε έναν μυρωδάτο ανανά από το αραβικό μίνι μάρκετ «Αλαμέιρα». Κάθισε στο «Μικρό Μπλε Καφέ», και, περιμένοντας τον σερβιτόρο, διάβασε στο τζάμι την αφίσα για τη διάλεξη «Αναπολώντας την πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα».

«Πάντα υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Πάντα κάτι μας διαφεύγει» σκέφτηκε πίνοντας μια γουλιά απ’ τον αμερικάνο του, και δυσανασχέτησε επειδή του διέφευγε πώς του γεννήθηκε αυτή η σκέψη.

7.

«Πάω να σκάσω, είπα να σου τηλεφωνήσω, να τo μοιραστώ μ’ ένα φίλο, να μου φύγει το βάρος. Με εκβιάζει ο Παπαγεωργίου, ναι ο πρύτανης, για να ψηφίσω το γιο του. Είναι υποψήφιος επίκουρος μ’ ένα διδακτορικό για τον ΠΑΟΚ. Ό,τι πρέπει για να διδάσκει ιστορία της Τέχνης. Απειλεί ότι θα με καταγγείλει για σεξουαλική παρενόχληση. Ε όχι, ρε Γιώργο, αστειεύεσαι; Όχι παρενόχληση του ίδιου, βέβαια. Μιας φοιτήτριας. Δεν ξέρω, δεν έδωσε στοιχεία, δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες. Ίσως μπλοφάρει. Μια φορά μόνο. Να μην τα λέω απ’ το τηλέφωνο τώρα. Μ’ έχουν φάει οι τύψεις. Μόνο μία. Από προχθές που μ’ έπιασε ο Παπαγεωργίου άρχισε να πονάει το στομάχι μου, και τώρα ο πόνος ανέβηκε στο στήθος. Θα μπορούσαμε να βρεθούμε να τα πούμε από κοντά; Τι; Χάσατε τον πατέρα σας; Συλλυπητήρια, Γιώργο! Αα δεν πέθανε, τον χάσατε κυριολεκτικά. Πόσο είναι; Το ’24 γεννημένος… Έχει αλτσχάιμερ; Άνοια; Πήγες στην αστυνομία; Τους δήλωσες ότι δεν έχει άνοια, αλλά εξέδωσαν δελτίο εξαφάνισης λόγω άνοιας; Ωραία! Τι να πω; Εκεί που ένοιωθα χάλια, μού έφτιαξες το κέφι. Ελπίζω να τον βρείτε γρήγορα. Μπορεί να πήγε εκδρομή με το ΚΑΠΗ. Τα λέμε, Γιώργο. Τα λέμε».

8.

Ακούστηκε η κλήση του σκάιπ.

«Μην πεις τίποτα στη Δήμητρα. Δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τον παππού της εκεί που είναι. Η απόσταση μεγεθύνει τα πράγματα και τα παραμορφώνει». Η Χριστίνα πρόβαλε τις εμπειρίες της στο πρόσωπο της ανιψιάς της.

«Επιστρέφει ο Δανός αστυνομικός αργά στο σπίτι και βρίσκει τον γιο του να είναι ξύπνιος μπροστά στον υπολογιστή. Η σύζυγός του παραπονείται πως υποσχέθηκε ότι θα του μιλήσει για τα βιντεοπαιχνίδια. Ότι έγινε νυχτοπούλι, ώστε φτάνει να ξυπνάει στις 3 το μεσημέρι. Και η σύζυγος του Άγγλου αστυνομικού επίσης διαμαρτύρεται να κάνει υποδείξεις στο γιο τους να βοηθάει περισσότερο. Αντίθετα ο Μεξικανός αστυνομικός λέει ότι μυρίζει τη φούντα που ο γιος του είχε καπνίσει, και  τον προειδοποιεί για τα μπλεξίματα που θα έχει. Η σύζυγος, που δεν έχει αντιληφθεί τίποτε, παραπονείται επειδή ο γιος γύρισε αργά».

«Ταρατατά», η Χριστίνα έκανε θριαμβευτική είσοδο στο οπτικό πεδίο της κάμερας εκπλήσσοντας τη Δήμητρα. Της εξήγησε ότι αναβλήθηκε η περφόρμανς που θα παρουσίαζε στην Αθήνα κι έτσι είχε την ευκαιρία να περάσει μερικές μέρες με τον πατέρα και τον παππού της Δήμητρας. Εκείνη πάλι της εξήγησε τα σχέδιά της για τη μεταπτυχιακή εργασία της.

«Άκου πώς παρουσιάζεται η διαφθορά και η δωροδοκία. Στη σουηδοδανέζικη σειρά ένας υποψήφιος για μεταμόσχευση θα δωρίσει τομογράφο στο νοσοκομείο που θα του βρει καρδιά, και, επιτέλους η δωροδοκία έφερε αποτέλεσμα. Πρόσκαιρα μόνο, επειδή μια νοσοκόμα βλέποντας τι έχει συμβεί μίλησε στον πατέρα του νεκρού δότη κι αυτός αλλάζει γνώμη. Οπότε η δωροδοκία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Στην αγγλογαλλική σειρά αναφορές στη διαφθορά δεν γίνονται, τουλάχιστον στο πρώτο επεισόδιο που έλεγξα. Αντίθετα, στην αμερικάνικη υπάρχουν και με το παραπάνω. Μια Αμερικανίδα που ο σύζυγός της έπαθε έμφραγμα προτείνει στους Μεξικάνους τελωνειακούς να τους δωροδοκήσει για να τους αφήσουν να περάσουν από τη γέφυρα που έκλεισε επειδή είναι σκηνή εγκλήματος. Όταν Μεξικάνος αστυνομικός παρεμβαίνει για να περάσουν, η Αμερικανίδα συνάδελφός του τον ρωτάει αν δωροδοκήθηκε. Εκείνος αρνείται κι εκείνη εξηγεί ότι λένε πως όλη η αστυνομία στο Μεξικό είναι διεφθαρμένη, ότι όλοι δωροδοκούνται. Όχι όλοι, απαντά ο Μεξικάνος. Τα καρτέλ απειλούν τους πάντες και μερικές φορές, για κάποιους ανθρώπους, είναι ευκολότερο να κοιτάξουν από την άλλη μεριά. Επειδή τους απειλούν να επιλέξουν ανάμεσα στο ασήμι τους ή το μολύβι τους. Κι ο ίδιος λέει πάλι πως οι αρχηγοί της αστυνομίας στην πραγματικότητα δεν θέλουν να ερευνούνται τα εγκλήματα. Ότι είναι πιο απλό έτσι. Άλλωστε σε μια σκηνή δείχνουν τον Μεξικάνο αρχηγό να παίζει χαρτιά, όταν του ανακοινώνεται εύρεση πτωμάτων. Η αντίδρασή του είναι να παρακινήσει τον αστυνομικό που φέρνει το μήνυμα να πάρει ένα ποτό και να παίξει χαρτιά».

Η Χριστίνα άκουγε το μονόλογο της ανιψιάς της ανήμπορη να παρέμβει. Την καμάρωνε κιόλας. Γύρισε προς τον αδελφό της που αφηρημένος κοιτούσε έξω απ’ το παράθυρο. Μία γειτόνισσα απέναντι άπλωνε ρούχα αφήνοντας γυμνά τα πόδια της κάθε φορά που τεντωνόταν προς τα πάνω.

«Η πρωταγωνίστρια αστυνομικός έχει σύνδρομο Άσπεργκερ. Συναντώντας την για πρώτη φορά οι συνάδελφοί της απ’ την άλλη χώρα δεν γνωρίζουν την περίπτωσή της κι αντιμετωπίζουν τη συμπεριφορά της με συγκαταβατικότητα κι αμήχανο χαμόγελο. Αυτό στη σουηδοδανέζικη και στην αμερικάνικη σειρά. Στην αγγλογαλλική περνούν σε γενικεύσεις. Δεν έχουν τρόπους οι Γάλλοι, λέει ο ένας Άγγλος αστυνομικός. Είναι ευθείς, και μου αρέσει αυτό, απαντά ένας άλλος. Μιλώντας με την ίδια όμως, κάποια άλλη στιγμή, κάνει αναγωγή σε ιστορικό πρότυπο, αποκαλώντας την Ζαν ντ’ Αρκ. Α ξέχασα να σου πω, ο Μεξικάνος αστυνομικός συζητώντας με τη γυναίκα του σχολιάζει τη συμπεριφορά της συναδέλφου του λέγοντας ότι δεν ξέρει αν είναι παλαβή ή αν είναι έτσι απλά επειδή είναι λευκή».

9.

«Πού είσαστε σ’ αυτή τη φωτογραφία; Είσαστε τόσο χαρούμενοι!»

«Στην Αθήνα, το ‘76. Η μητέρα σου δεν ενδιαφερόταν για το ποδόσφαιρο, αλλά για το χατίρι του μπαμπά κατεβήκαμε και οι τρεις μαζί για τον τελικό του κυπέλου. Στη φωτογραφία ο αγώνας είχε μόλις τελειώσει, ο Ηρακλής κέρδισε, και ο Χατζηπαναγής ανάγκασε ακόμη και τους αντιπάλους να τον χειροκροτήσουν. Ήμασταν ξετρελαμένοι».

«Κι εδώ;»

«Στην Κοζάνη, στο νοσοκομείο, τον Ιούνιο του ’78. Έγινε ο μεγάλος σεισμός στη Θεσσαλονίκη, και ξενυχτήσαμε στον ανοιχτό χώρο έξω από το Καυταντζόγλειο. Τις πρωινές ώρες πήραμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για να πάμε στο θείο, αλλά ο μπαμπάς αποκοιμήθηκε στο τιμόνι και τουμπάραμε έξω από τη Σιάτιστα. Ευτυχώς δεν τραυματιστήκαμε σοβαρά. Βλέπεις η μαμά σου κρατάει τον μπανταρισμένο μου ώμο… Νοιώθω περίεργα να σου μιλώ για τη μαμά σου που δεν γνώρισες ποτέ, ενώ για μένα στάθηκε πραγματική μάνα».

«Ε κι εσύ μήπως θυμάσαι τη δική σου; Πόσο ήσουν, όταν σκοτώθηκε; Τεσσάρων; Πέντε;»

«Τριών χρονών».

Είχαν πάει στο σπίτι του πατέρα τους να ψάξουν στα συρτάρια μήπως βρουν κάποιο στοιχείο.

«Δεν είχα δει ποτέ αυτό το άλμπουμ. Μου το έκρυβε; Για ποιο λόγο;»

«Ίσως δεν ήθελε να σε μπερδέψει όσο ήσουν μικρή. Φωτογραφίες με δύο συζύγους που καμιά τους δεν γνώρισες. Δεν είναι κι εύκολες οι εξηγήσεις σ’ ένα παιδί. Έπειτα εσύ δεν ήσουν οποιοδήποτε παιδί, δημιουργούσες ταραχή απ’ το τίποτα».

«Εδώ είναι μαζί με τον κυρ-Νίκο, τον φίλο του. Αυτός, αν ζει, θα είναι πάνω από 100 πια. Ζει άραγε;»

«Τον είχα δει πριν μερικούς μήνες από μακριά».

«Πρόσεξε τι γράφει η πινακίδα πίσω τους».

«Τμήμα μεταγωγών».

«Έτσι περάσαμε όλα τα χρόνια της δικτατορίας. Κάθε λίγο και λιγάκι τον ανέκριναν επί ώρες και μετά τον άφηναν. Ξανά και ξανά το ίδιο. Φυλακίστηκε δύο φορές για μερικές βδομάδες. Αλλά κάθε τόσο τον συνελάμβαναν, ολοένα έρχονταν κι έψαχναν στο σπίτι».

«Όπως κάνουμε κι εμείς τώρα».

«Εμείς δεν αναστατώνουμε το σύμπαν»

«Θα πάω να βρω τον κυρ-Νίκο. Ίσως έχει να μου πει κάτι».

«Δεν μένει μακριά. Στην Αρριανού».

10.

«Κύριε καθηγητά, εσείς έχετε εμπειρία από τη συναναστροφή σας με τους φοιτητές. Καταλαβαίνετε ότι στην ηλικία τους οι μολότοφ είναι μια τελετουργία. Ρίχνουν μολότοφ μέχρι να ρίξουν γκόμενα. Πάντα, βέβαια, βρίσκεται και κάποιος ανοργασμικός και πάει παραπέρα, όμως αυτοί είναι ελάχιστοι. Δεν προχωρεί εύκολα κανείς σε τρομοκρατικές ενέργειες. Ο Τύπος αντίθετα διογκώνει τα πράγματα και δυσκολεύει τη δουλειά μας. Γίνεται ό,τι γίνεται με τους ισλαμιστές στις άλλες χώρες, κι αυτοί προκαλούν υστερία για δυο-τρεις μολότοφ. Είδατε τι συνέβη στο γήπεδο, που ποδοπατήθηκαν επειδή έσκασε μια κροτίδα και νόμισαν ότι γίνεται τρομοκρατική επίθεση… Καταλαβαίνετε, η αντιτρομοκρατική φρενίτιδα μπορεί, από μόνη της, να σκοτώσει».

«Και με καλέσατε στην ασφάλεια για να μου παραπονεθείτε για τις τοποθετήσεις των δημοσιογράφων; Νόμιζα ότι θα υπήρχε κάποιο νέο για τον πατέρα μου. Ξέρετε χάσαμε τα ίχνη του από το Σάββατο».

«Κύριε καθηγητά, μήπως έχετε ακουστά την οργάνωση ΦΥ.ΓΕ.;»

«Μόνο τον Ε.Λ.Α. ξέρω»

«Μην αστειεύεστε. ΦΥ.ΓΕ. σημαίνει Φυγόκεντρη Γερουσία, και αποτελείται από γέροντες που έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί έκανα την αντιδιαστολή προς τους νέους; Οι νέοι αποκτώντας μια φιλενάδα αναπτύσσουν προοπτικές, κάνουν σχέδια, μ’ άλλα λόγια, δένονται με τη ζωή. Τι εμποδίζει όμως έναν ενενηντάρη να τινάξει τον κόσμο στον αέρα;»

«Και τι τρομακτικό έχει κάνει αυτή η ΦΥ.ΓΕ. που σας φοβίζει τόσο;»

«Προς το παρόν τίποτα το σπουδαίο. Στέλνει δέματα με σκατά στο γραφείο του πρωθυπουργού κάθε φορά που έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Τα συνοδεύει με απειλητικές επιστολές, ποτέ όμως με διακηρύξεις και ανακοινώσεις στον Τύπο. Έτσι καταφέραμε να το κρατήσουμε μυστικό. Αυτό όμως είναι που μας κάνει να φοβόμαστε για χειρότερα. Δεν ενδιαφέρονται να γίνουν γνωστοί, να ηρωοποιηθούν, να αποκτήσουν οπαδούς και υστεροφημία. Καταλαβαίνετε πόσο επικίνδυνοι είναι;».

«Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι για ποιο λόγο με καλέσατε και μου λέτε όλα αυτά».

«Παρακολουθώ τα άρθρα σας κατά καιρούς στις εφημερίδες, και θαυμάζω τη νηφαλιότητα με την οποία αντιμετωπίζετε τα διάφορα φαινόμενα. Σας κάλεσα πιστεύοντας ότι αν γνωρίζετε κάτι για τις σχέσεις του πατέρα σας με τη ΦΥ.ΓΕ. …»

«Δεν έχει καμία σχέση με καμία ΦΥ.ΓΕ.»

«Εντάξει, διορθώνω: αν γνωρίζετε κάτι για ενδεχόμενες σχέσεις του πατέρα σας με τη ΦΥ.ΓΕ., θα θέλατε να συνεργαστείτε μαζί μας».

«Ο πατέρας μου, αγαπητέ κύριε, ήταν πάντα ενάντια στη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Αντί, λοιπόν, να ασχολείστε με αστείες εικασίες, καλό θα ήταν να κάνετε κάτι για να τον βρούμε».

«Μακάρι να είναι έτσι. Τελευταία πάντως παρουσιάζει μία ύποπτη κινητικότητα».

«Δηλαδή παρακολουθείτε τον πατέρα μου; Αν είναι δυνατό! Δεν έχετε σοβαρή δουλειά να κάνετε;»

«Μήπως ξέρετε για ποια λίστα τού άφησαν μήνυμα στον τηλεφωνητή;»

«Δεν έχω ιδέα».

«Ποιος άφησε το μήνυμα, μήπως ξέρετε;»

«Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάτε».

«Εντάξει. Ελπίζω να τον βρούμε σύντομα. Τότε θα έχουμε την ευκαιρία να τα πούμε χωρίς να εκνευρίζεσθε».

11.

Η απουσία απτών στοιχείων εισάγει ολοένα ως πιθανότητες νέους παράγοντες δράσης: ο φίλος, ο γείτονας, ο καθαριστής της πολυκατοικίας, το πρεζάκι του πάνω ορόφου, αυτός, εκείνος, ο άλλος…

«Να υποπτεύονται τον πατέρα σου για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση είναι ό,τι πιο γελοίο άκουσα τελευταία. Να φανταστείς, Γιώργο μου, το 2009 που αποστασιοποιήθηκε από τον Συνασπισμό, μάς κατηγόρησε για διολίσθηση από την Αριστερά των συναινέσεων στην κινηματική του μίσους και της βίας. Αυτές τις λέξεις χρησιμοποίησε, το θυμάμαι σαν τώρα. Ξεκόψαμε τότε, εμείς που ήμασταν κολλητοί. Κάναμε χρόνια να ξαναμιλήσουμε».

Όλα θα ήταν διαφορετικά, αν… Ίσως ήταν καλύτερα τα πράγματα, αν… Δεν θα φτάναμε σ’ αυτό το σημείο, αν… Εύπλαστες αποδόσεις για χαμένες υποθέσεις. Καταλαβαίνεις πως η ταξινόμηση της εμπειρίας είναι ελλιπής. Οι χαμένες υποθέσεις καθορίζουν το είδωλο του κόσμου μας σ’ ένα αμήχανο παρόν που στοίχειωσε από ένα παρελθόν νεκρό αντίκρυ σ’ αβέβαιο μέλλον. Θα μπορούσαμε να υπερβούμε το περιστασιακό, αν… Ίσως καταφέρναμε να μετρήσουμε τις δυνατότητές μας, αν…

Μια άλλη θεωρία είναι εφικτή. Και καθώς είναι αναγκαίο να έχεις άποψη για όλα, μια θεωρία εύπλαστη κι ευπροσάρμοστη στην πολυπλοκότητα της καθημερινότητας θα μας έλυνε τα χέρια. Ένα σύστημα συντεταγμένων που επιτρέπει να τοποθετήσουμε και   να καθορίσουμε μια σκέψη σε οποιοδήποτε τομέα κι αν  αναφέρεται από την ηθική μέχρι την πολιτική οικονομία, κι από την ιστορία ως τη μαγειρική.

«Μας αυταπάτησαν προώρως, Γιώργο, το κατάλαβες;»

12.

Επί της Γούναρη ένας κύριος τον πλησίασε κάνοντας κάποιο νόημα.

«Να σας κάνω μία ερώτηση;»

Το ήξερε αυτό το κόλπο, ισχυρίζονται ότι θέλουν κάποια πληροφορία, κι όταν σταματάς, σου ζητούν βοήθεια. Δεν έμοιαζε βέβαια ζητιάνος, αλλά αυτά τα χρόνια της κρίσης αναγκάστηκαν να ζητούν βοήθεια κάθε είδους άνθρωποι.

«Τι θα θέλατε;»

«Είμαστε δυστυχισμένοι από πεποίθηση ή από ανάγκη;»

13.

«Ο Τσίπρας είναι εξωγήινος».

«Ναι, πράγματι. Τον ακούς που μιλάει και είναι φανερό ότι είναι εκτός πραγματικότητας».

«Δεν είπα αυτό, ότι είναι εκτός πραγματικότητας. Είπα ότι είναι εξωγήινος».

«Κυριολεκτείτε;»

«Φυσικά. Είναι εξωγήινος».

«Όχι. Αποκλείεται».

«Ο Τσίπρας είναι εξωγήινος, και μην με πιέζεις, δεν πρόκειται να σου αποκαλύψω τις πηγές μου».

«Ας σκεφτούμε λογικά. Αν μπόρεσαν οι εξωγήινοι να έλθουν στη Γη κάνοντας αυτό το τεράστιο ταξίδι στο διάστημα, θα πρέπει να είναι πολύ εξελιγμένοι, πολύ πιο έξυπνοι από εμάς. Επομένως δεν μπορεί να είναι εξωγήινος ο Τσίπρας».

«Κι επειδή είναι πιο εξελιγμένοι, πώς τους φαντάζεσαι τους εξωγήινους; Τι θα περίμενες απ’ αυτούς;»

«Θα περίμενα να επιβάλουν την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στη Γη».

«Πιο έξυπνοι είναι, δεν σημαίνει όμως ότι είναι και πιο ηθικοί. Μήπως και οι Ισπανοί δεν ήταν πιο εξελιγμένοι από τους λαούς που συνάντησαν πηγαίνοντας στην Αμερική; Αυτό που συμβαίνει με τους εξωγήινους είναι ότι έχουν μετατρέψει τη Γη σ’ ένα τεράστιο θεματικό πάρκο. Έρχονται και με ανθρώπινη μορφή παίρνουν ρόλους. Ο Τσίπρας είναι εξωγήινος και παίζει αδιαφορώντας για μας τους αναλώσιμους».

«Και τι ευχαρίστηση μπορεί να βρίσκει παίζοντας με μας;»

«Οι εξωγήινοι δεν παίζουν με μας. Εμείς είμαστε μόνο πιόνια. Παίζουν μεταξύ τους κατέχοντας διάφορες θέσεις, σημαντικές ή ασήμαντες ανάλογα με τις διαθέσεις και τις φαντασιώσεις τους. Ή μήπως πιστεύεις ότι οι εξωγήινοι δεν έχουν φαντασιώσεις; Είναι παιχνίδι ρόλων».

Ο κυρ-Νίκος δεν είχε τίποτα να πει στη Χριστίνα για τον πατέρα τους, οι σκέψεις του είχαν αφιερωθεί στα παιχνίδια των εξωγήινων.

14.

«Έλα, ο Φάνης είμαι. Τα έμαθες; Χτύπησαν τον Παπαγεωργίου, τον πρύτανη. Έξω απ’ το γραφείο του στο Πανεπιστήμιο. Ναι, σοβαρά. Του άνοιξαν το κεφάλι, και τον έχουν στην εντατική. Με κοροϊδεύεις τώρα; Τι ανάμειξη να έχω εγώ; Μ’ έχεις για τραμπούκο, ρε Γιώργο; Ελπίζω ν’ αστειεύεσαι. Αστειεύεσαι, έτσι δεν είναι; Επειδή με παρακάλεσε να ψηφίσω το γιο του, θα έφτανα σε τέτοια κατάντια; Το ξέρω ότι δεν το εννοούσες. Τρομερή αθλιότητα, Γιώργο μου, αθλιότητα. Αν υπήρχε ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα δεν θα συνέβαιναν τέτοια πράγματα. Μου τηλεφώνησαν ο Θεοχάρης κι ο Τιμόθεος, συμφωνούμε όλοι ότι τώρα είναι επιτακτική ανάγκη να υπερψηφιστεί ο γιος του πρύτανη ως ένδειξη συμπαράστασης προς τον συνάδελφο και αποφασιστικής στάσης απέναντι στους τραμπουκισμούς. Αλήθεια, με τον πατέρα σου τι έγινε; Τον βρήκατε; Οι φίλοι του δεν ξέρουν κάτι; Η λίστα κατάλαβες σε τι αναφερόταν; Τι εννοείς για ποια λίστα μιλώ; Εσύ δεν μου είπες ότι ψάχνετε κάποια λίστα που είχε ο πατέρας σου;».

15.

Αν χρειάζεστε μία περιγραφή του χώρου, ας εστιάσουμε στη θάλασσα που έγινε καφεκίτρινο χωράφι από φυτοπλαγκτόν.

16.

Μετά τόσα τηλεφωνήματα στη Νίκη, τηλεφωνήματα που δεν απαντήθηκαν, μετά τόσα μηνύματα, μηνύματα που δεν διαβάστηκαν, ο Γιώργος πέρασε απ’ το σπίτι της. Το βρήκε κλειστό. Καμία απάντηση. Έπρεπε να της είχε ζητήσει κλειδί, δυο μήνες είχαν σχέση, αλλά δεν είχε πια νόημα να κάνει τέτοιες σκέψεις. Δεν χωρούσε στο μυαλό του πώς ήταν δυνατό, ενώ ψάχνουν τον πατέρα τους, να έχει εξαφανιστεί και η Νίκη. Χρειάζεται ψυχραιμία. Ψυχραιμία και ευέλικτη σκέψη. Να σκεφτεί τι μπορεί να έχει διαδραματιστεί και γιατί, πηγαίνοντας πίσω όσο μπορούσε, να ανακαλέσει ό,τι είχε συμβεί, ό,τι είχε ειπωθεί με τον πατέρα του αλλά, τώρα πια, και με τη Νίκη. Αν εξαιρέσει την ολιγόλεπτη συνάντησή τους για τα μπαστούνια πεζοπορίας, είχε περάσει ένα δεκαήμερο από την τελευταία φορά που είχαν βρεθεί. Πήγαινε στο πανεπιστήμιο και τον πέτυχε να πίνει το τσάι του στο Μικρό Μπλε Καφέ. Έμεινε λίγη ώρα μαζί του. Του μιλούσε για ένα άρθρο που είχε διαβάσει, άρθρο με έντονα επικριτικό χαρακτήρα. Ο συντάκτης αναρωτιόταν αν οποιαδήποτε πράξη μπορεί να ονομάζεται περφόρμανς, και αν έχει νόημα αυτή η ονοματοδοσία. Δεν ήταν το μέλλον της περφόρμανς που προβλημάτιζε τον πατέρα του, αλλά η θέση της Χριστίνας στον καλλιτεχνικό χώρο. Ήταν πάντα ενθουσιώδης με τις τέχνες και παρακολουθούσε όσο μπορούσε αυτά που συνέβαιναν, αλλά η επαγγελματική πορεία της Χριστίνας του γεννούσε αμηχανία, επειδή θα προτιμούσε για την κόρη του κάτι που να παρουσιάζει μεγαλύτερη σταθερότητα και σιγουριά. Αυτά. Δεν είχαν πει κάτι άλλο που θα μπορούσε να προοιωνίσει την εξαφάνισή του.

Τη Νίκη την έβλεπε κάθε μέρα, τη μια στο σπίτι του την άλλη στο δικό της. Την Πέμπτη ήταν που του είχε ξεσχίσει με τα νύχια την πλάτη. Την Τρίτη του είχε ζητήσει να την δέσει. Δευτέρα γιόρτασαν δυο μήνες σχέσης όλη τη μέρα στο κρεβάτι. Τίποτε παράξενο, κανένα υπονοούμενο, δεν υπήρξε κάτι που να προκαλεί υποψίες.

Μόνο ένα γερό τρέξιμο θα του επέτρεπε να ανασυγκροτηθεί. Φόρεσε τα αθλητικά του.

Ζήτησε από τον ταξιτζή να τον πάει στη γέφυρα Περραιβού, ώστε να περάσει τον περιφερειακό και να τρέξει στο δάσος γλιτώνοντας τα καυσαέρια της διαδρομής μέχρι εκεί. Χαλάρωσε στο κάθισμα κι αφαιρέθηκε τελείως. Συνήλθε συνειδητοποιώντας ότι έχουν καθηλωθεί.

«Πορεία στην Λαμπράκη; Αυτό είναι παράδοξο», μονολόγησε.

«Δεν είναι πορεία>», τον πληροφόρησε ο ταξιτζής. «Είναι λιτανεία. Έφεραν για προσκύνημα το εσώρουχο του αγίου». Του έδειξε μια εικονίτσα που είχε κολλημένη δίπλα στο τιμόνι. Με κοστούμι χωρίς γραβάτα ο άγιος σε βυζαντινή τεχνοτροπία πλαισιωμένος από πλήθος πιστών ξεχώριζε απ’ το φωτοστέφανο.

«Ο Φαϊτάκης τον ζωγράφισε;»

«Αχ! Δεν ξέρω τον αγιογράφο». Ο ταξιτζής εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις του Γιώργου ένοιωθε ενοχές για την αδυναμία του να απαντήσει. «Πάντως το εσώρουχό του είναι θαυματουργό! Το προσκυνούν άνδρες με ολιγοσπερμία, και σύντομα αποκτούν παιδιά». Έκανε μια μεγάλη παύση αλλάζοντας δρόμους παρακάμπτοντας τους πιστούς. «Μεγάλο πρόβλημα πια η ολιγοσπερμία… Αλλά τα είχαν πει οι προφήτες. Όλα τα είχαν πει».

Τον άφησε καμιά τριανταριά μέτρα από τη γέφυρα, εκεί που μπορούσε να κάνει μανούβρα για να γυρίσει στην πόλη. Πριν φύγει, μαζί με τα ρέστα, του έβαλε στο χέρι μια εικονίτσα σαν κι αυτή δίπλα στο τιμόνι. Κοίταξε τον Γιώργο στα μάτια και του κούνησε ενθαρρυντικά το κεφάλι υπολογίζοντάς τον ως ομοϊδεάτη. «Όλα τα είπαν οι προφήτες. Έρχεται το ξανθό γένος».

Ο Γιώργος δεν είχε κουράγιο ν’ αντιδράσει στα λεγόμενα του ταξιτζή. Στο μυαλό του στροβιλίζονταν τα εσώρουχα της Νίκης, όσα είχε σχίσει στις περιπτύξεις τους κι όσα κατόρθωσαν να σωθούν.

Προχώρησε στη γέφυρα και είδε τρεις νεαρούς να κρεμούν ένα πανό “Εθνική είναι η ενότητα των αφεντικών”. Ο ένας τους ήταν παλιός φοιτητής του.

«Mα τι λέτε, βρε παιδιά; Σ’ έναν κόσμο που οι πολυεθνικές τείνουν να υποκαταστήσουν τα κράτη;» πέταξε με την οικειότητα του δάσκαλου.

Η οικειότητα προϋποθέτει και κάποια αμοιβαιότητα. Στην προκειμένη περίπτωση ο παλιός φοιτητής δεν επέδειξε οικειότητα αλλά προσόντα ποδοσφαιριστή ο οποίος, ρίχνοντας το βάρος στο ένα πόδι με ταυτόχρονη κάμψη της μέσης, στρέφεται ταχύτατα γύρω απ’ τον εαυτό του εκτινάσσοντας με δύναμη το άλλο πόδι προς την κατεύθυνση του στόχου που δεν ήταν παρά το υπογάστριο του παλιού του διδάσκοντα. Και η ικανότητα αντανακλαστικής αντίδρασης του Γιώργου όμως οφείλει να σημειωθεί τόσο για την αποτελεσματικότητά της, αφού απέφυγε το αστραπιαίο κτύπημα, όσο και για την αυθεντικότητά της, διότι δεν της έλειπε χορευτική χάρη.

«Κωλοσυριζαίε» του φώναξε ο αποτυχών ποδοσφαιριστής και έκανε να κινηθεί προς το μέρος του, αλλά δεν διακινδύνευσε να χάσει τον έλεγχο του πανό που δεν είχαν ακόμη στηρίξει.

Το επεισόδιο σήμανε για τον Γιώργο εκκίνηση του τρεξίματος του ήδη από τη γέφυρα. Έβαλε το κεφάλι κάτω και τινάχτηκε μπροστά σαν να βρισκόταν σε καλοστρωμένο διάδρομο σταδίου κι όχι μπροστά σε κακοτράχαλους δρόμους και μονοπάτια του δάσους. Διάλεξε την πιο ανηφορική διαδρομή χωρίς να κόψει ταχύτητα. Σύντομα οι τετρακέφαλοί του είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται, ακολούθησαν τα γόνατα και οι γάμπες. Δεν σκεφτόταν τους πόνους, προσπαθούσε να βάλει κάτω όλα τα δεδομένα, όλες τις υποθέσεις: Η αστυνομία υπολογίζει τον πατέρα τους εξαφανισμένο λόγω άνοιας. Ο ίδιος, αλλά και η Χριστίνα, φοβούνται μήπως έπεσε ή χτύπησε κάπου, σε κάποιο μέρος απόμερο, και δεν τον αντιλήφθηκε κανείς. Η εξαφάνιση της Νίκης περιέπλεξε τα πράγματα. Έχει σχέση με την εξαφάνιση του πατέρα τους; Η Χριστίνα σκέφτηκε απαγωγή, αλλά για ποιο λόγο να προχωρήσει κάποιος σε απαγωγή δεύτερου προσώπου ενώ δεν ζήτησε τίποτε για το πρώτο;

Ανέβαινε τον διάδρομο πυρόσβεσης με την απότομη κλίση, όταν ένας σφάχτης στο στομάχι τον έκανε να παραπατήσει, να χάσει την ισορροπία του, να γδάρει το δεξί του χέρι στην προσπάθεια να κρατηθεί. Προσπέρασε το ξενοδοχείο Φιλίππειο και κατηφόρησε προς το Ασβεστοχώρι. Κινήθηκε προς την Εξοχή και σκέφτηκε να φτάσει στον Χορτιάτη, αλλά ένας οξύς πόνος στο δεξί πέλμα τον επανέφερε σε τάξη. Συνέχιζε στον ίδιο γρήγορο ρυθμό, κάτι που ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να κάνει. Πήρε το τελευταίο ενεργειακό ζελεδάκι συνοδεύοντάς το με τις τελευταίες γουλιές νερό. Συνάντησαν τους φίλους και γνωστούς του πατέρα τους, αλλά δεν είχαν βρει όλους τους συγκάτοικούς του στην πολυκατοικία. Θα έπρεπε να ξαναπάνε μήπως έχουν περισσότερη τύχη. Υπήρχαν άραγε κάποια μέρη όπου σύχναζε ο πατέρας τους; Θα μπορούσαν να ρωτήσουν τους φίλους του. Το ίδιο ισχύει και για τη Νίκη, αν και δεν μπορεί να σκεφτεί σοβαρά ότι κάτι κακό της συνέβη. Ελπίζει πώς είναι κάποιου είδους ερωτικό παιχνίδι η εξαφάνισή της. Ξαφνικά θα παρουσιαστεί και θα θελήσει να τον τιμωρήσει που δεν την βρήκε, άρα δεν την έψαξε αρκετά, άρα η απουσία της δεν του ήταν ανυπόφορη, άρα δεν την αγαπά παθιασμένα, άρα πρέπει να τιμωρηθεί. Ή μήπως, αντίστροφα, θα θελήσει να την τιμωρήσει αυτός επειδή ήταν άτακτη, επειδή τον παράτησε, επειδή τον άφησε να υποφέρει… Έτρεχε δίπλα σ’ ένα μικρό αγριογούρουνο! Όπου υπάρχουν μικρά ζώα, συνήθως εκεί είναι και οι μάνες τους. Επιτάχυνε κι άλλο. Το στήθος του πονούσε αφόρητα, σχίζονταν τα πνευμόνια, δυσκόλευε η αναπνοή. Θα καταλάβαινε η μάνα του αγριογούρουνου ότι δεν απειλεί το μικρό της; Ο Αριστοτέλης δεχόταν ότι πολλά ζώα έχουν φαντασία αλλά όχι κρίση. Τα αγριογούρουνα συγκαταλέγονται άραγε σ’ αυτά τα ζώα; Η φαντασία, όταν αναφέρεται στο παρελθόν, εκφράζεται ως μνήμη, σε αντιδιαστολή προς τη φαντασία που αναφέρεται στο μέλλον και εκφράζεται ως ελπίδα. Σε τι ελπίζει ένα αγριογούρουνο; Κι ο ίδιος; Πόσο ακόμη ελπίζει ότι θ’ αντέξει; Αναπάντεχα εμφανίστηκε η Θεσσαλονίκη ανάμεσα στα δέντρα. Επιτέλους. Σε λίγο σωριάστηκε στο κάθισμα ενός ταξί.

17.

«Φεύγοντας από του πατέρα σήμερα το πρωί είδα τον Άγγελο Ακανέ, τον πρεζάκια, τον ανιψιό του κυρ Παύλου. Τον θυμάσαι;»

«Τον συνάντησα κι εγώ χθες».

«Είπατε τίποτε;»

«Χαιρετηθήκαμε… Τι να πούμε; Ήταν σε μαύρο χάλι».

«Λοιπόν είναι παράξενο, με ρώτησε αν έχω ακόμα πάρε-δώσε μ’ εκείνον τον τύπο που έβαλε να χτυπήσουν τον πρύτανη. Ακριβώς αυτά τα λόγια χρησιμοποίησε, αν έχω ακόμα πάρε-δώσε».

«Ποιον τύπο εννοούσε;»

«Υποθέτω τον Φάνη, τον συνάδελφό μου. Είχε κάτι ιστορίες με τον πρύτανη».

«Έβαλε να χτυπήσουν τον πρύτανη ο Φάνης;»

«Και για μένα ήταν έκπληξη. Τι λες, του είπα, εγώ δεν κάνω παρέα με τραμπούκους. Κι αυτός γέλασε και είπε πως στο Πανεπιστήμιο τριγυρίζει όλη τη μέρα, εκεί είναι η πελατεία του, και ξέρει πρόσωπα και πράματα».

«Δεν ανέφερε όμως το όνομα του Φάνη».

«Ποιον άλλον θα μπορούσε να εννοεί, αυτός ήταν ο παλιότερός μου φίλος ήδη πριν γίνουμε πανεπιστημιακοί».

«Παράξενη συζήτηση».

«Δεν κατάλαβα αν ήθελε να ψαρέψει πληροφορίες ή να δώσει».

18.

Την κυρίευσε ξαφνικά το αίσθημα της απώλειας. Ως τώρα ανησυχούσε, αλλά αρνούνταν να δεχτεί ότι κάτι κακό μπορεί να έχει συμβεί. Τώρα συγχέονται η λύπη κι ο θυμός, εικόνες απ’ το βαθύ παρελθόν και απωθημένα αισθήματα, λόγια και πράξεις. Τίποτα δεν συγκρίνεται μ’ αυτήν την ερημιά. Όπως, μικρή, που ξύπνησε από εφιάλτη ότι τυφλώθηκε και όλη τη μέρα μετά προχωρούσε με χέρια τεντωμένα μπροστά μην σκοντάψει. Ανήμπορη, αδύναμη. Όμως κι εκεί, στην πιο πικρή στιγμή κι απελπισία, ο πατέρας της ήταν παρών να την στηρίξει. Ακόμη κι όποτε απουσίαζε, ήταν παρών ως προσδοκία. Κι απουσίαζε συχνά, είναι αλήθεια. Τότε που γιόρταζε τα γενέθλιά της και ήρθε η είδηση ότι ένα τανκς πάτησε διαδηλωτή στην Κίνα, κι έφυγε, πριν κόψουν την τούρτα, να βρει τους συντρόφους του να συζητήσουν. Ή την άλλη που πήγαν για διακοπές στη Χαλκιδική, και τους παράτησε μόλις έμαθε ότι τρομοκράτες σκότωσαν έναν περαστικό στην Αθήνα. Κι όμως, λίγα χρόνια μετά που η Χριστίνα μπήκε στην εφηβεία, την συμβούλευε να μη δίνει σημασία μόνο σε στόχους μακρινούς και δυσπροσπέλαστους. Έτσι χαλιναγωγείται η καθημερινότητα, της έλεγε, ενώ έχει βαρύτητα και πλούτο. Δεν του έδινε σημασία. Πόσο της στάθηκε όταν, μετά την άτυχη σχέση της με τον Οδυσσέα, είχε πέσει σε κατάθλιψη. Τώρα ενοχές. Μουδιάζει η ψυχή της και στεγνώνει. Δεν είπαν τίποτα απ’ όσα θα ήθελε να πουν.

19.

«Θα πρέπει να συστηματοποιήσω τις αναφορές που γίνονται σε υποτιθέμενα εθνικά χαρακτηριστικά. Στη σουηδοδανέζικη Γέφυρα o Δανός αστυνομικός κάνει μια υπαινικτική αναφορά στην ιδιοσυγκρασία των Σουηδών λέγοντας ότι δεν είναι τυχαίο ότι η Σουηδία είναι πατρίδα των Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Λαρς Νορέν. Στη γαλλοαγγλική σειρά οι Γάλλοι αστυνομικοί υποδέχονται τους Άγγλους συναδέλφους τους χαμoγελώντας με υπονοούμενα “Έρχονται οι Άγγλοι”. Ένας Άγγλος μαύρος αστυνομικός αντιδρώντας στη συμπεριφορά της αστυνομικού με Άσπεργκερ γενικεύει ότι οι Γάλλοι δεν έχουν τρόπους.  Η Γαλλίδα αστυνομικός κρίνει ότι οι Βρετανοί δίνουν μεγάλη αξία στο χιούμορ. Και εκτιμά ότι αυτό κάποιες φορές σε κάνει να ξεχνάς πιο σημαντικά πράγματα. Ο Άγγλος συνάδελφός της απαντά ότι θα της εκθέσει αργότερα τη γνώμη του για τα ελαττώματα των Γάλλων. Στο σπίτι η σύζυγός του τον ρωτάει για τη συνάδελφό του αν έχει πολύ γαλλικό στυλ, δηλαδή αν είναι συγκρατημένη αλλά σέξι».

«Περιμένω ν’ ακούσω τι γίνεται από αμερικάνικα στερεότυπα για τους Μεξικάνους. Οι άλλες δύο σειρές είναι διεθνείς παραγωγές, και απευθύνονται σε διεθνές κοινό, επομένως καταβάλλεται κάποια προσπάθεια ισορροπημένης αντιμετώπισης. Αντίθετα η αμερικάνικη εκδοχή στοχεύει πρωτίστως σε εσωτερική κατανάλωση».

«Ήδη από την αρχή του επεισοδίου ένας Μεξικάνος αστυνομικός απευθυνόμενος σε Αμερικανίδα που ζητά να περάσει από το μπλόκο στη γέφυρα επειδή μεταφέρει τον άρρωστο σύζυγό της την ρωτάει τι έκαναν στο Χουάρες, την κατηγορεί για μη επίγνωση του κινδύνου. Όμως αυτά που λέει δεν δικαιολογούνται απ’ όσα έχουν προηγηθεί. Προβάλλεται η επικινδυνότητα απλώς για να δημιουργηθεί ένα κλίμα. Στο ίδιο μήκος κύματος από την αμερικανική πλευρά ο τελωνιακός δεν ελέγχει, όπως θα όφειλε, Αμερικανό που έρχεται από το Μεξικό, όταν του λέει ότι πήγε για γυναίκες. Λέει όμως ότι έχει κι εκείνος ένα φίλο στο Χουάρες που έχει να τον δει έξι χρόνια, επειδή δεν αξίζει να σκοτωθεί πηγαίνοντας εκεί. Η Αμερικανίδα αστυνομικός με Άσπεργκερ φαίνεται να αγνοεί την ύπαρξη προκαταλήψεων. Όταν ο Μεξικάνος αστυνομικός αφήνει το αυτοκίνητο με τον άρρωστο να περάσει τα σύνορα, του ζητά το λόγο αφού νοσοκομεία υπάρχουν και στο Μεξικό. “Είναι Αμερικάνοι και ήθελαν αμερικάνικο νοσοκομείο”, της εξηγεί αλλά εκείνη δεν καταλαβαίνει τη διαφορά. “Έχει σημασία”, της λέει. “Τους Μεξικανούς κι αν τους βάψεις, τζάμπα θα πάει η μπογιά”, δηλώνει άλλος Αμερικανός αστυνομικός. Σε συζήτηση σε δημοσιογραφικό γραφείο ο Αμερικανός δημοσιογράφος ειρωνεύεται τη Μεξικάνα συνάδελφό του μήπως σκοπεύει να καλύψει κάποιο φόνο μεταξύ Μεξικάνων. Εκείνη απαντά ότι θα συναντούσε μία γυναίκα που βοηθάει εγκύους εκτός συνόρων και μωρά λαθρομεταναστών. Ο Αμερικάνος δημοσιογράφος συνεχίζει να ειρωνεύεται ότι δεν τον ενδιαφέρει το θέμα και κρίνει ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους λιγοστούς αναγνώστες της εφημερίδας».

«Αυτή η γέφυρα, τέλος πάντων, δεν φαίνεται να φέρνει κοντά τους ανθρώπους», κάγχασε πικρά ο Γιώργος.

«Είσαι καλά, μπαμπά; Δεν είσαι καλοδιάθετος».

«Κουρασμένος, κορίτσι μου. Κάνω σκληρή προπόνηση, επειδή σκέφτομαι να τρέξω 80 χιλιόμετρα στο Ζαγόρι».

«Μοιάζεις θλιμμένος».

20.

Στο μήνυμα της Νίκης η λιτότητα συναγωνιζόταν τον κυνισμό. Επέστρεψε στον πρύτανη, λέει, επειδή τον κτύπησαν και αηδίες…

«Νίκη, Νίκη, αναρωτιέμαι αν θυμάσαι τι παράφορους όρκους έδινες την ώρα που γλείφαμε ο ένας το φύλο του άλλου. Όμως η εξίσωση του έρωτα είναι πολυπαραγοντική, με πολλούς αγνώστους και ακόμη περισσότερες παραμέτρους, δεν είναι εύκολη, ούτε αυτονόητη η προσέγγιση των αποτελεσμάτων της. Επιπλέον, οι απόπειρες μετατροπής των αποτελεσμάτων σε πρότυπα έχουν πάμπολλες φορές προδοθεί επειδή ακριβώς υποτιμήθηκαν συνθήκες ή υπερτιμήθηκαν παράγοντες που επιδρούν στην ερωτική δραστηριότητα και συμπεριφορά. Εντούτοις δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο ο πρύτανης έχει ηθικό πλεονέκτημα απέναντί μου. Εκείνου του άνοιξαν το κεφάλι, αλλά κι εμένα χάθηκε ο πατέρας μου. Σφίχτηκε το στήθος μου, δύσπνοια μ’ έχει καταλάβει, τα χέρια μου μουδιάζουν, καθόλου να συγκεντρωθώ δεν κατορθώνω, να βάλω στο μυαλό μου τάξη. Και μέσα σ’ όλη αυτή την ταραχή και την ανησυχία, μ’ εγκαταλείπεις ξαφνικά. Άφησε αυτή την επιχειρηματολογία για το ηθικό πλεονέκτημα, εξάλλου ξέρεις πόσο με εκνεύριζαν πάντα οι εκφράσεις που γίνονται μόδα. Και μην ξεχνάς, Νίκη, ότι πριν το ηθικό πλεονέκτημα προηγήθηκε ο ηθικός κίνδυνος. Ξέρεις τι είναι ο ηθικός κίνδυνος; Είναι εκείνες οι καταστάσεις όταν ένα πρόσωπο αναλαμβάνει υπέρμετρους κινδύνους, ακόμα και παρανομώντας, επειδή δεν έχει κίνητρο να πάρει στα σοβαρά τις συνέπειες των πράξεών του. Για τον πρύτανή σου μιλάω. Εντάξει, το παραδέχομαι, ποτέ δεν μπόρεσα να σε κατουρήσω στο πρόσωπο όπως έκανε εκείνος, αλλά, θυμήσου, τον είχες παρατήσει κ’ ήρθες σε μένα, επειδή, όταν έμπαινα μέσα σου, ένοιωθες πως συνομιλείς με την ιστορία».

Μουτζούρωσε όσα είχε γράψει, τσαλάκωσε το χαρτί και το πέταξε στα σκουπίδια.

21.

Αναμένω ανάκαμψη των προσδοκιών μου.

22.

Έμεινε έκπληκτος ο πατέρας τους με την έκπληξή τους. Αν ήταν να πεθάνει, θα τους ειδοποιούσε, αστειεύτηκε με τους φόβους και τις ανησυχίες τους. Είχε πάει πάντως σε μια κηδεία, στην Καβάλα. Πέθανε ο φίλος του ο Ευθύμης, αν τον θυμούνται, ο χοντρούλης με το μουστάκι. Πολύ νεότερος του βέβαια, μόλις είχε πατήσει τα εβδομήντα. Μαζεύτηκαν εκεί όλοι οι φίλοι του, όλοι ηρακλειδείς με παρελθόν, κανείς δεν έλειπε από τη λίστα. Αποχαιρέτησαν τον παλιό τους φίλο και συζήτησαν μήπως έπρεπε να αποχαιρετήσουν και τον παλιό Ηρακλή. Είναι μοναδική ευκαιρία να βρουν τον Ηρακλή χάνοντάς τον. Πρέπει κάποτε να κόψουν τα δεσμά για να ξαναρχίσουν. Εισπνέουμε αυθεντικότητα, εκπνέουμε αποτελεσματικότητα. Αυτοί είναι ο κόσμος του Ηρακλή, ενώ ο Παπαθανασάκης έχει μόνο την σφραγίδα της ομάδας. Εκείνος δεν σέβεται την ιστορία της, ενώ αυτοί την τιμούν. Τι είναι τελικά ο Ηρακλής του Παπαθανασάκη, τι παραπάνω από ένα κέλυφος αδειανό; Ας τον αφήσουν στην απελπισία που οδηγεί η απομόνωση από τον κόσμο και την ιστορία. Ας επανιδρύσουν τον Ηρακλή ξεκινώντας από την τελευταία ερασιτεχνική κατηγορία. Αν θέλουν να κτίσουν, θα πρέπει να θυσιάσουν. Δεν θα είναι εύκολη η επιλογή. Ποτέ δεν είναι εύκολη. Τους περιμένει αγώνας μακρύς και επίπονος για να υψώσουν αυτό που γκρέμισε αυτός ο γελοίος ψεύτης, o αφερέγγυος, που ποτέ δεν είχε σχέδιο και προοπτική.

Ώστε για τον Παπαθανασάκη, τον πρόεδρο του Ηρακλή, μιλούσε τις προάλλες στο τηλέφωνο, όταν ήρθε ο Γιώργος να πάρει τα μπαστούνια... Ο πατέρας τους πήρε ανάσα, τους κοίταξε βαθιά στα μάτια και συνέχισε κουνώντας το κεφάλι.

«Ο Ευθύμης πέθανε από δυσκοιλιότητα. Σφιγγόταν, σφιγγόταν, ξανασφιγγόταν, μέχρι που ένα αγγείο στον εγκέφαλο δεν άντεξε. Ανεύρυσμα, αιμορραγία, θάνατος… Μετά το θάνατο, φυσικά, το έντερο χαλαρώνει και η κουράδα παίρνει το δρόμο της, αλλά, τι τα θέλετε, πρέπει να αποβάλλουμε έγκαιρα τα σκατά, όσο υπάρχει καιρός».

23.

Χτύπησε το κουδούνι, αλλά ο πατέρας της δεν της άνοιξε, αν και από μέσα ακουγόταν η τηλεόραση. Έδιωξε τη φευγαλέα σκέψη μήπως έπαθε κάτι, μήπως εξαφανίστηκε πάλι, και ξαναχτύπησε. Τίποτε. Έβγαλε με νευρικότητα τα κλειδιά της και άνοιξε. Ήταν καθισμένος μπροστά στην οθόνη και έκλαιγε γοερά.

«Μπαμπά, ήρθα να σε χαιρετήσω. Φεύγω για την Αθήνα, κι έπειτα για το Κάσελ».

Κούνησε το κεφάλι του για να δείξει ότι την άκουσε χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια του από τη λέαινα που αφού έπιασε και ξέσκισε μια ελαφίνα, όταν άρχισε να την καταβροχθίζει, διαπίστωσε ότι είχε ένα έμβρυο μέσα της, αμέσως σταμάτησε να τρώει, προσεκτικά μετακίνησε με τη μουσούδα της το έμβρυο και κατάλαβε πως δεν ζει πια, έστρεψε το κεφάλι ανήσυχη κοιτάζοντας δεξιά-αριστερά, έσκυψε και σήκωσε το νεκρό σώμα πιάνοντάς το από τον σβέρκο, κατευθύνθηκε πίσω από ένα θάμνο και το απόθεσε σε μια λακκούβα, έσπρωξε μερικές πέτρες με το πόδι της και το σκέπασε, στάθηκε πάλι πάνω από την ελαφίνα, μια ματιά ολόγυρα κι αποσύρθηκε με βαριά βήματα χωρίς να συνεχίσει το φαγητό της.

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2017

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ