Βιβλιο

«Ρώτα τη σκόνη» στο κλασικό μυθιστόρημα του John Fante που θα σε κάνει να χάσεις τον ύπνο σου

Έρωτας, όνειρα και απόγνωση στην Πόλη των Αγγέλων του μεγάλου κραχ

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
380263-784307.jpg
© Caitlyn Hastings / Unsplash

Αν αγαπάς τον Μπουκόβσκι, ψάξε να το βρεις: «Ο Φάντε ήταν ο θεός μου». Ο πιο άγρια ιδιοφυής και εγκληματικά παραμελημένος συγγραφέας της Αμερικής του εικοστού αιώνα σε περιμένει να τον ανακαλύψεις. John Fante, ένας παράδοξος αστέρας του ρεαλιστικού μυθιστορήματος, ο οποίος εξαπέλυσε σε έναν ανύποπτο κόσμο έργα σπάνιας ομορφιάς που δεν παύουν να λάμπουν στο χαρτί. Η άτυπη τετραλογία Μπαντίνι διδάσκεται πλέον σε πανεπιστήμια, ενώ το «Ρώτα τη σκόνη», το οποίο κυκλοφόρησε το 1939 κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, θεωρείται ευρέως ως το πιο αξιόλογο βιβλίο που γράφτηκε με φόντο την πόλη του Λος Άντζελες. Ας μιλήσει ξανά ο Μπουκόβσκι: «Μια μέρα τράβηξα ένα βιβλίο και το άνοιξα, και αυτό ήταν… Λες και ήμουν κάποιος που είχε ανακαλύψει χρυσό ανάμεσα στα σκουπίδια, πήρα το βιβλίο… Επιτέλους, βρέθηκε κάποιος συγγραφέας που δε φοβόταν το συναίσθημα. Το χιούμορ και ο πόνος αναμειγνύονταν με τρομερή απλότητα. Το ξεκίνημα εκείνου του βιβλίου ήταν για μένα ένα ατίθασο και ασύλληπτο όνειρο… Έμελλε να επηρεάσει τη γραφή μου για μια ολόκληρη ζωή».


© Wikipedia Commons / Afag Azizova

Όμοια με τον μέθυσο υμνωδό του, ο Fante έχει τον δικό του Χανκ Τσινάσκι να πηγαινοέρχεται στις σελίδες, ένα λογοτεχνικό alter ego ονόματι Αρτούρο Μπαντίνι. Αντλώντας από πραγματικά περιστατικά, ο Fante αυτοβιογραφείται ως απένταρος και εσωστρεφής νεαρός  συγγραφέας οποίος καταφθάνει στη μεγάλη πόλη με το λεωφορείο από το Κολοράντο με λίγα δολάρια στην τσέπη και ένα κεφάλι γεμάτο μεγαλεπήβολα όνειρα, αποφασισμένος να αγαπά «εξίσου τους ανθρώπους και τα ζώα». Ο Μπαντίνι ζει παρέα με τα ποντίκια οκτώ ορόφους κάτω από το ισόγειο. Ψωμολυσσά τρεφόμενος με πορτοκάλια, πέντε σεντς η δωδεκάδα. Περιφέρεται άσκοπα, διασκεδάζει παιδεύοντας τη γραφομηχανή, παραχωρεί υποθετικές συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους, φαντασιώνεται τον εαυτό του ως νέο Φόκνερ, κουβεντιάζει νοερά με τον εκδότη του, Τζέι Σι Χάκμουθ, του οποίου το πορτρέτο έχει καδράρει ευλαβικά καταμεσής στο δωμάτιό του, γράφει επιστολές στη μητέρα του στο Κολοράντο, αλισβερίζεται με την πινακοθήκη παρακατιανών που τον περιτριγυρίζουν, από τον αλκοολικό συνταξιούχο Χέλφρικ και την οδυνηρά ανέραστη Βέρα Ρίβκεν ως τις αρπακτικές πόρνες των καμπαρέ και τους μπάρμεν που συναντά στα καταγώγια, αυτοοικτίρεται και αναθαρρεί σε ένα Λος Άντζελες ακραίων ανισοτήτων, στο οποίο απευθύνει τη λατρευτική επίκληση: «Λος Άντζελες, χάρισέ μου κάτι δικό σου! Λος Άντζελες, έλα σ’ εμένα όπως εγώ ήρθα σ’ εσένα, περπάτησα κάθε δρόμο σου, πόλη όμορφη, σ’ αγάπησα τόσο πολύ, εσένα, θλιμμένο λουλούδι της ερήμου, εσένα, πόλη όμορφη».


Salma Hayek και Colin Farrell στην κινηματογραφική μεταφορά του «Ρώτα τη σκόνη» © 2005 Paramount Classics

Η γενναιόδωρη όσο και σφιχτοχέρα αυτή Μέκκα του John Fante είναι φτιαγμένη από φώτα νέον και απαλή ομίχλη, λαϊκά ποτάδικα, λιγδιασμένα μοτέλ και διανυκτερεύοντες κινηματογράφους, αιφνίδιες εικόνες πλούτου που παρατηρεί με δέος από την κλειδαρότρυπα ενόσω συναναστρέφεται με τους καταφρονημένους έχοντας, στις χειρότερες στιγμές του, πικρή επίγνωση του δικού του πεπρωμένου: «Θα ζεις σε σκονισμένα γεμάτα ποντικούς διαμερίσματα και ξενοδοχεία, όμως κάθε πρωί θα αντικρίζεις τον ολόλαμπρο ήλιο, τον ατέρμονο γαλάζιο ουρανό, και οι δρόμοι θα σφύζουν από λαμπερές γυναίκες τις οποίες ποτέ δεν θα κατακτήσεις, και οι ζεστές ημιτροπικές νύχτες θα ξεχειλίζουν από έρωτες που ποτέ δεν θα ζήσεις, κι όμως θα βρίσκεσαι στον παράδεισο, φίλε, στη χώρα που ο ήλιος λάμπει».

Στον πυρήνα του, το «Ρώτα τη σκόνη» είναι μια απλή ιστορία: Τα άσχημα παιχνίδια που παίζει η ζωή στον Αρτούρο Μπαντίνι επειδή αγάπησε την Καμίγια Λόπεζ. Ο Μπαντίνι μπαίνει μια μέρα στο Κολούμπια Μπουφέ, ένα σαλούν για γέρους με πριονίδι στο πάτωμα και μπίρα φτηνή και ξινισμένη και παρακολουθεί την Καμίγια, μια όμορφη Μεξικάνα με κλασική κατατομή Ινδιάνας να σερβίρει μπίρες χορεύοντας με τον δίσκο στο χέρι.  Αυτομάτως το μπαρ γίνεται για τον ήρωα ένας ιερός τόπος. «Ήταν μια πριγκίπισσα των Μάγια κι αυτό ήταν το ανάκτορό της». Ο έρωτας του Μπαντίνι ωστόσο δεν θα έχει ρομαντικό φινάλε και ο πρώιμος σλάκερ θα απομείνει να βλαστημά θεούς και δαίμονες: «Ο Θεός ήταν ένας βρομερός απατεώνας, ένα ανάξιο ρεμάλι, αυτό ήταν… Κατέβα κάτω, Θεέ, κατέβα από τον ουρανό και υπόσχομαι να σε δέρνω σε κάθε γωνία του Λος Άντζελες, εσένα, άθλιε ασυγχώρητε τσαρλατάνε». Δεν υπάρχουν χάπι εντ στην Πόλη των Αγγέλων. Ρώτα τη σκόνη.

John Fante, «Ρώτα τη σκόνη», 360 σελίδες, μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς, εκδόσεις Μεταίχμιο

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ