Βιβλιο

Έρση Σωτηροπούλου, «Μπορείς;»

Αποσπάσματα ερωτικού cyber επιστολικού λόγου στο νέο (σπόιλερ: υπερσέξι) μυθιστόρημά της

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
353413-732846.jpg

Το «Μπορείς;» μοιάζει σαν επιστολικό μυθιστόρημα, όπως οι «Επικίνδυνες Σχέσεις» του Λακλό. Μόνο που από τον 18ο αιώνα έως τον 21ο συνέβησαν διάφορες «αναβαθμίσεις» επί της φόρμας και του φορμάτ: οι εραστές δεν γράφουν σε χαρτί, τα παιχνίδι της σαγήνης στον καιρό των κοινωνικών δικτύων, του μέιλ και του SMS, η νοσταλγία του άλλου, μα και η κατάκτηση, ο εκμαυλισμός του, το ρομαντικό εξ ου και απελπισμένο κάλεσμα για σμίξιμο ή επανασυγκόλληση, ταξιδάκι, γαμησάκι στο φτερό ή long play, αλλά και μόνο σκέτη συζήτηση, μωρέ, περί ανέμων και υδάτων (στη ρεμπέτικη γνωστό και ως πουτσοχάμπερο), συμβαίνουν μ' ένα send. Modern love is automatic: οι νόμοι του πόθου, του έρωτα, της έλξης και των σχέσεων σχεδόν παραμένουν ίδιοι αιώνες τώρα, δεκτόν. Άντρας, γυναίκα, θέλω, θέλεις, θέλουν, θέλονται, κάποτε, επιτέλους, μαζί. Για καιρό, για λίγο, για πάντα για μία (τι μένει από τη) νύχτα.

Υπό τη συνθήκη της «αναβάθμισης» όμως, οι εραστές στον καιρό του Ζούκενμπεργκ, ακόμα κι όταν η απόσταση είναι τεράστια, η μια στη Σκανδιναβία φερ’ ειπείν, καλεσμένη σε λογοτεχνικό συνέδριο, κι ο άλλος στην Κρήτη, οινοποιός, για να τσεκάρει τον νέο τρύγο, δεν χάνονται. Δεν περιμένουν τον ταχυδρόμο να διανύσει μίλια μέχρι να τους επιδώσει την απάντηση ή την πρόσκληση. Ή να φτάσει το αρωματισμένο γράμμα που έφυγε, όμως δεν θα επιδοθεί, επειδή ληστές χτύπησαν την άμαξα. Μπορεί και να το άνοιξε η περίεργη γειτόνισσα. Ίσως. Το γράμμα με κόνσεπτ «μη με λησμόνει» ή ένα άλλο που, αν το διάβαζαν, θα έλεγε «αχ και να ήμασταν στο κρεβάτι, κι όχι απαραίτητα να κουτουπωνόμασταν σαν κουνέλια, μα να μιλούσαμε για τον Καβάφη, ή εκείνο το σπυράκι που με ταλαιπωρεί».

Πιο εύκολα σήμερα επομένως για τους εραστές. Γιατί ακόμα και σεξ: Tweet me hard, baby, μπορούν να κάνουν οι εραστές. Πλέον. Ακόμα και εξ αποστάσεως. Τίποτα να μην τους «λείπει» - («λύπη»). Δεν μοιάζει βέβαια με το αληθινό, μα και η εικονικότητα καλή είναι όταν νοσταλγείς κάθε λεπτό τον άλλο. Για πόσο όμως; Πόσο πια cyber, για να επιστρέψω στο «Μπορείς;»; Έτσι λειτουργούν κι δυο του ήρωες, οκ, «συνευρίσκονται», μα για πόσο; Για πόσο να (μη) λείπουν ο ένας από τον άλλον; Να (μη) βλέπονται, να (μην) κοιτάζονται ακόμα και μέσω Skype στα μάτια, ακόμα και να χύνουν σε «ταυτοχρονία»; Μη σε ξενίζει η λέξη για τον οργασμό, ναι, το «Μπορείς;» περιέχει και άσεμνες λέξεις. Μιλά περί εκκρίσεων, μα επικεντρώνει στα περί κρίσεων, λογική απόληξη σε τέτοιου είδους σχέσεις. Των εξ αποστάσεως. Γιατί με την ίδια ευκολία που συναντώνται οι δυο τους μέσω τεχνολογίας, ραγίζουν κιόλας. Ματώνουν σκληρά. Αν από τον σκληρό δίσκο που είναι φυλαγμένα τα «γραμματάκια» τους πήγαιναν για τύπωμα στον πρίντερ, κόκκινο θα γινόταν το χαρτί από το πότισμα των λέξεων.

Ξέρεις κι εσύ: τόσο «εγγύς» σε ψηφιακή μορφή δεν φτάνει. Είμαστε προγραμματισμένοι να αγγιζόμαστε. Να κοιμόμαστε σε στάση «κουταλάκι», να μυριζόμαστε, να τρώμε αυγά μάτια παρέα. Οι εραστές. Να ανοίγουμε μπουκάλες κρασί, να βλέπουμε Βέντερς στις ταινιοθήκες ή το blue ray, να αφιερώνουμε λάιβ στίχους του Κάμινγκς ο ένας στον άλλο. Merde, οι εραστές του «Μπορείς» δεν μπορούν. Ούτε να προγραμματίσουν το επόμενο αντάμωμα, ούτε να παρίστανται-συμπαρίστανται ο εις στον άλλο, οπότε εκείνος το έχει ανάγκη. Δεν μπορούν το αληθινό. Θέλουν, θέλονται, μα μόνο μπορούν το ψηφιακό συναπάντημα. Οι συνθήκες ζωής τους το επιβάλλουν.

Έρση Σωτηροπούλου, «Μπορείς»

Έτσι σκρολάρει το «Μπορείς;» της Σωτηροπούλου: ένα μυθιστόρημα - πριντ μιας ψηφιακής αλληλογραφίας πόθου, καύλας, ιδεών, ταξιδιών και ανεκπλήρωτων αγκαλιών. Εκείνος: οινοποιός, παντρεμένος, σε οφίσιαλ «ευλογημένη» σχέση δηλαδή αλλά και «διπλοτσάκα» (όρος χαρτοπαικτικός, εν παραλλήλω) με άλλη μια ψυχή. Εκείνη. Την ερωμένη, το τρίτο πρόσωπο στη σχέση, αλλά το πρώτο στην αφήγηση. Ψηφιακώς. Έτσι «βλέπονται» τις περισσότερες φορές, έτσι «αγαπιούνται», πέραν των κανονικών τσικ του τσικ συνευρέσεων. Η Σωτηροπούλου «παραθέτει»-« καταθέτει» την ψηφιακή αλληλογραφία δυο ανθρώπων που, ενώ καίγονται ο ένας για τον άλλον, εντούτοις το μόνο που καίνε εξαιτίας της απόστασης είναι μονάδες κινητής τηλεφωνίας ή giga. Και τα συκώτια τους καμιά φορά, όταν τον θέλεις τον άλλον δίπλα σου αφόρητα. Αλλά λείπει και νιώθεις να τηγανίζεσαι σαν εντόσθιο πάπιας σε τσουκάλι κυνηγού. Ή και πιο κομψά, καταντάς πατέ από το λιώσιμο και την απώλεια.

Κοστίζει η αγάπη από απόσταση. Δεν είναι μόνο τα αεροπορικά εισιτήρια ή τα ναύλα των πλοίων, το ξόδεμα για οπότε ανταμώνουν οι εραστές του «Μπορείς;». Όχι σε λεφτά, μιας και οι δυο ήρωες τα κουτσοκαταφέρνουν στο οικονομικό, σιγά τώρα, που είναι ο καιρός των φτηνών αεροπορικών εισιτηρίων, των πτήσεων χαμηλού κόστους. Αρκεί να το προγραμματίσεις νωρίς το ζευγάρωμα και θα σου βγει τζάμπα. Όχι. Στο «Μπορείς;» αυτό που κοστίζει, το «ξόδεμα» που πάνω του χτίζεται η ιστορία, είναι η συναισθηματική έλλειψη. Περισσότερο από τη σαρκική. Δεν έχουν χρόνο, γιατί πέρα από την «τεχνική» δυσκολία που σας φανέρωσα - εκείνος είναι σε γάμο κι η «επίσημη» τον κυαλάρει συνεχώς, διόπτρα όπως ο σκοπευτής τον στόχο, έχει και η Έρση τα δικά της. Η Έρση η ηρωίδα, που έχει όμως το όνομα της Έρσης συγγραφέως.

Έρση Σωτηροπούλου, «Μπορείς»

Αληθινή δηλαδή ιστορία, θα αναρωτηθεί ο μέσος αναγνώστης; Απαντώ: Ξεκόλλα, η Σωτηροπούλου αρέσκεται στην ίντριγκα, τη φάρσα, το προβοκάρισμα, μπορεί ναι, μπορεί όχι. Πάντως είτε αλήθεια αυτοβιογραφική είτε συγγραφική αδεία, η «ταυτοπροσωπία» είναι ένα από τα πιο δυνατά εργαλεία του «Μπορείς». Το μυθιστόρημα, (ακόμα και σαν κίτρινη υποψία για πρωϊνάδικα ή κουτσομπολιό στους κύκλους τους φιλαναγνωστικούς) απογειώνεται. Λόγω φόρμας, η λιτότητα, η συμπύκνωση, το subject, κατακτούν μια αφαίρεση που όμοιά της δεν ξαναθυμάμαι στα ελληνικά γράμματα. Δανειζόμενη απευθείας από την ούτως ή άλλως συνοπτική in box συνθήκη επικοινωνίας της πραγματικής ζωής εν τω εικονικώ γίγνεσθαι, το «Μπορείς;» φλερτάρει με τα cut up του Μπάροουζ. Χωρίς καθόλου να απεμπολεί τον βαθύ ρομαντισμό - κυνικό και βυρονικό ταυτοχρόνως, ή τον καβαφικό τρόπο «απέλπιδος» θέασης του κόσμου. Εγκιβωτίζοντας στη ροή του ερωτικού λόγου τους, που είτε ζουζουνίζει είτε πραγματεύεται θέματα «υψηλής» ερωτοραπτικής, αυτούσια κομμάτια-σχέδια ή τελικά κείμενα από το προηγούμενο της βιβλίο για τον Αλεξανδρινό, η Σωτηροπούλου καταφέρνει να δώσει στο βιβλίο της μια δυναμική κινέζικων κουτιών. Το ένα μέσα στο άλλο, ο ένας μέσα στον άλλο: οι εραστές, οι λέξεις, δικές τους ή άλλων. Ο Βερλέν παρέα με ανταποκρίσεις ή κομμάτια επί παραγγελία ξένων εφημερίδων για την Αθήνα στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ.

Άψογη δομή: από το προσωπικό στο πολιτικό, από το «μου λείπεις και σε ήθελα χθες βράδυ, πολύ όμως, όπως έπινα στο Αμπρεβουάρ», μέχρι την απάντηση στο κυρίαρχο ερώτημα των ημερών: «μα καλά, είναι αυτό αριστερά, τώρα;». Ρήξεις, λυρισμός, βάσανα, χιλιόμετρα, νταλγκάδες, λογοτεχνία, οινοποιητική, όνειρα, τέχνη, πραγματικότητα, ερωτισμός, καύλα, πόθος ή φόρα ευγενής γονυπεσία - ικεσία - πρόσκληση για αντάμωμα, είναι αυτά που συνθέτουν το «Μπορείς;». Απουσία, απόλαυση, ρουτίνα, έλλειψη, πένθος, μιας και πέρα από την αριστερά η ηρωίδα χάνει και την αληθινή μαμά, ηδονοβλεψία (εμείς), μπαρόκ μουσικές, ροκ μουσικές, συνθέτουν ένα βιβλίο που μένει πιστό στο σύμπαν της Σωτηροπούλου, όπως το περιέγραφε χρόνια στις συνεντεύξεις της: το ερωτικό ως κίνητρο δημιουργίας. Και το κάνει τόσο ωραία. Και τόσο τσαχπίνικα: τον εραστή δεν το λένε ούτε Αλφόνζο ούτε Ρολάνδο (Μπαρτ, Αποσπάσματα Ερωτικού Λόγου, υποσημείωση, συνομιλούν, κράτα το αυτό) μα Βυζάκι! Άκου εκεί να αποκαλείς τον άνθρωπο σου Βυζάκι! Εντελώς Έρση και μπράβο της...

Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και παρουσιάζεται στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης το Σάββατο 13 Μαΐου, στις 18:00, στο περίπτερο 15, στην Αίθουσα Ιωάννου. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ