Βιβλιο

Δέκα σημεία για τη σπουδαία «Εκουατόρια» του Μιχάλη Μοδινού

Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που βγήκαν την προηγούμενη χρονιά

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 605
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
343119-713456.jpg

Η «Εκουατόρια» του Μιχάλη Μοδινού είναι το άριστο ή έστω ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που βγήκαν την προηγούμενη χρονιά (Καστανιώτης, Νοέμβρης 2016) από χέρια Έλληνα πεζογράφου.

Κι αυτό γιατί:

Α. Δεν είναι «ελληνικό» πεζογράφημα. Ο συγγραφέας είναι Έλληνας, το βιβλία γράφτηκε στα ελληνικά, ο αφηγητής είναι Έλληνας, μα η «Εκουατόρια» δεν είναι ελληνική, δεν είναι ελληνοκεντρική, δεν είναι καν ελληνίζουσα. Αυτό και μόνο την κάνει να κείται στο 1% ή και λιγότερο της σύγχρονης πεζογραφίας μας και κάνει την αφετηρία της ξεχωριστή.

Β. Είναι (και ταυτόχρονα δεν είναι) η ιστορία μιας ουτοπίας. Πρόκειται για την ίδρυση και διατήρηση για ικανό χρονικό διάστημα μιας περίεργης κοινωνίας που εμφανίστηκε μικτή αδεία (ιστορική αλλά και συγγραφική, οι δοτικές δίχως υπογεγραμμένες, παρακαλώ) «στην καρδιά της Αφρικής» στα χρόνια της B'  Βιομηχανικής Επανάστασης, έζησε ικανό χρονικό διάστημα και τελικά διαλύθηκε από εσωτερικές και ιδίως εξωτερικές αιτίες.

Γ. Είπα «είναι και δεν είναι», γιατί υπάρχουν ουτοπίες και ουτοπίες – και μαζί τους δυστοπίες, ετεροτοπίες και ατοπίες. «Ο παραλογισμός των ουτοπιών συνίσταται» μεταξύ άλλων, όπως γράφει ο Μάρκος Δραγούμης στο μείζον έργο του «Πορεία προς το φιλελευθερισμό», στο ότι σε όλες τις ερωτήσεις «που θέτουν ο άνθρωποι υπάρχει μια και μόνη ορθή απάντηση. Όλες οι άλλες είναι εσφαλμένες». Άλλο όμως μια πραγματωμένη ουτοπία που οδηγεί κατ’ ανάγκη σε καταπίεση των ατόμων κι άλλο μια λογοτεχνική, έστω κι αν έχει ιστορική βάση. Εννοώ ότι είναι άλλο πράμα όσα τέτοιου είδους συστήματα εφαρμόστηκαν ή αξίωσαν εφαρμογή, όπως οι μονοθεϊστικoί και μη Παράδεισοι, ο κομμουνισμός, τα μοναστήρια, η αναρχία, το τολστοϊκό σύστημα, η καλβινιστική Γενεύη, οι πυθαγορικές εφαρμογές σε διακυβερνήσεις, το καθεστώς των Ζηλωτών στη μεσαιωνική Θεσσαλονίκη, οι ποικίλες ανά τον κόσμο Ικαρίες, «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Λαφάργκ, η πλατωνική «Πολιτεία», η παρισινή Κομμούνα, το «λαϊκό κράτος» του Χίτλερ, η «Ουτοπία» του Τόμας Μορ που ονόμασε μια για πάντα όλες τις ουτοπίες (ου + τόπος, έστω κι αν η αρχική πρόθεση ήταν να την ονομάσει «Nusquam», δηλαδή «Πουθενά». Η αλλαγή ονομασίας έγινε από τον πρώτο εκδότη, έναν Ολλανδό, ίσως και με παρέμβαση του Έρασμου), η ΕΑΜοκρατία, τα χίπικα κοινόβια κ.λπ. και άλλο πράμα τα παραμύθια ή η λογοτεχνία, όπως ο «Αναρχικός τραπεζίτης» του Πεσόα (η απόλυτη ουτοπία του ενός!), η «Ουτοπία» της Λεγκέν, το «1984» του Όργουελ, το «Χαμένο νησί» του Καραγάτση, το τρίτο ταξίδι του Γκάλιβερ στη χώρα των Χουίν, «Το τέλος της αιωνιότητας» του Άσιμοφ, τα «φευγάτα» κεφάλαια στο τέλος του «Πένθιμου Εμβατήριου του Πατατζή, «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» του Ντικ, «Η καρδιά του σκότους» του Κόνραντ, οι βερνικές ουτοπίες («Η μυστηριώδης νήσος» και ειδικά «Οι ναυαγοί του “Ιωνάθαν”», αυτό που νομίζω πως πιο πολύ συγγενεύει με το βιβλίο του Μοδινού), για να μην πιάσω τις ταινίες: σε όλες αυτές τις περιπτώσεις της δεύτερης ομάδας, μιλάμε για τέχνη.  

Δ. Δίνεται πάρα πολύ ωραία το ότι η Εκουατόρια, όπως και κάθε (ημι)πραγματωμένη ουτοπία, συγκρούστηκε με το μη ουτοπικό έξω κόσμο, την ατελή ανθρώπινη φύση, τα επιμέρους «εγώ» των ουτοπιστών κ.λπ. Η εντροπική ισορροπία ήταν πρόσκαιρη και ναι μεν οι Εκουατοριανοί «δε θέλουν να σωθούν» αλλά η Ευρώπη σπεύδει να τους σώσει. 

Ε. Μπλέκει πολύ όμορφα ιστορικά (21 τον αριθμό) και μη πρόσωπα, γεωγραφικά, χαρτογραφικά και οικολογικά ζητήματα, την Αφρική (ο συγγραφέας έχει ζήσει πολύ εκεί), το ζήτημα της δουλείας, το φρικτό ρόλο των θρησκειών, τις –και ανθρωπιστικές– ελπίδες από την επιστημονική πρόοδο της Β΄ Βιομηχανικής Επανάστασης, τον τζιχαντισμό της εποχής με τη γνωστή εξέγερση του Μάχντι, το αναγκαίο ερωτικό στοιχείο, την επιστημονική εμμονή (ο κεντρικός ήρωας Σνίτσερ/ Εμίν πασάς θυμίζει την παράδοση για τον Αρχιμήδη και το «μη μου τους κύκλους τάραττε»), τη διεθνή πολιτική και οικονομική συγκυρία (διώρυγα Σουέζ κ.λπ.) και πολλά άλλα, σ’ ένα χορταστικό μυθιστόρημα πάνω στις καλύτερες παραδόσεις της παλιάς (αλλά όχι παλιομοδίτικης) πεζογραφίας, με αρχή μέση και τέλος, σε ορισμένους χώρους και χρόνους.

ΣΤ. Διαθέτει χιούμορ, με κορυφαίο το ότι ο αφηγητής είναι ένας Έλληνας Αλεξανδρινός μπαμπακέμπορος που ο Μιχάλης Μοδινός τον έχει βγάλει Μιχαήλ Μοδινό του Όθωνος –αλήθεια το λέω.   

Ζ. Διαθέτει εξαιρετική εικονογράφηση.

Η. Δίνει όχι μόνο τέρψη, αλλά και πολλή, μα πάρα πολλή συμπυκνωμένη εγκυκλοπαιδική γνώση, καθώς και αξιόλογες κοινωνικές - φιλοσοφικές σκέψεις, χωρίς όμως να ξεπέφτει στη δοκιμιακότητα. Θέλω να πω, ο Μοδινός έχει μελετήσει πολύ για να γράψει, αλλά το αποτέλεσμα είναι πεζογραφία, δεν είναι ούτε διδακτισμός ούτε γουίκι πίντια. 

Θ. Ο Μοδινός πήγε εδώ ένα βήμα πιο πέρα από το «Ο μεγάλος Αμπάι» και το «Tελευταία έξοδος: Στυμφαλία», δηλαδή εξέλιξε την αυτοαναφορικότητα του θετικά (ναι, εξέλιξε σα μεταβατικό ρήμα). 

Ι. Δε θα εκπλαγώ καθόλου, αν, μετά απ’ όλα αυτά, ο Μοδινός διεκδικήσει και πάλι το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το 2016 (όπως ήταν και στην κορυφαία πεντάδα για το 2014).  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ