Βιβλιο

Εγώ, ο John le Carré

Επιτέλους κυκλοφορεί η αυτοβιογραφία του σπουδαίου συγγραφέα με τίτλο «Η σήραγγα των περιστεριών» από τις εκδόσεις Bell. Διαβάστε την προδημοσίευση που εξασφάλισε η A.V. και δείτε τις ταινίες και τις σειρές που βασίστηκαν σε βιβλία του.

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 592
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
331477-686918.jpg

Όλα σχεδόν τα βιβλία μου είχαν κάποια στιγμή τον προσωρινό τίτ­λο «Η Σήραγγα των Περιστεριών». Η εξήγηση είναι εύκολη. Ήμουν στα μέσα της εφηβείας μου όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να με πάρει μαζί του σε μια από τις εξορμήσεις αναψυχής του στον κόσμο των τυχερών παιχνιδιών στο Μόντε Κάρλο. Κοντά στο κα­ζίνο ήταν το κτίριο της αθλητικής λέσχης και μπροστά του απλω­νόταν μια έκταση με γκαζόν και ένα ανοιχτό σκοπευτήριο με θέα στη θάλασσα. Κάτω από τη φυτεμένη με γκαζόν έκταση υπήρχαν μικρές παράλληλες σήραγγες που κατέληγαν όλες στη σειρά στην άκρη της θάλασσας. Μέσα σ’ αυτές τις σήραγγες έβαζαν ζωντανά περιστέρια που είχαν εκκολαφθεί και παγιδευτεί στη στέγη του καζίνου. Ο σκοπός ήταν τα πουλιά να διασχίζουν φτεροκοπώντας τις κατασκότεινες σήραγγες και, βγαίνοντας από τα στόμια στην άλλη άκρη τους, με φόντο τον μεσογειακό ουρανό, να χρησιμεύ­ουν ως στόχοι για τους χορτάτους και καλοζωισμένους σπόρτσμεν που περίμεναν όρθιοι ή ξαπλωμένοι με τα κυνηγετικά τους όπλα προτεταμένα. Τα περιστέρια που γλίτωναν ή τραυματίζονταν απλώς ελαφρά στα φτερά έκαναν αυτό που κάνουν πάντα τα περι­στέρια: επέστρεφαν στο μέρος που είχαν γεννηθεί, στη σκεπή του καζίνου, όπου τα περίμεναν οι ίδιες παγίδες.

Το γιατί ακριβώς η εικόνα αυτή με στοιχειώνει τόσα χρόνια τώρα είναι κάτι που ίσως ο αναγνώστης μπορέσει να κρίνει καλύ­τερα απ’ ό,τι εγώ.

Τζον λε Καρέ, Ιανουάριος 2016


Η πρώτη ταινία που γυρίστηκε βασισμένη σε βιβλίο του Λε Καρέ. «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», 1965. Με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στο ρόλο του Βρετανού πράκτορα Αλεκ Λίμας.  (To βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Bell)

Εισαγωγή

Κάθομαι στο γραφείο μου, στο υπόγειο του μικρού ελβετικού σα­λέ που έχτισα με τα κέρδη μου από το βιβλίο μου «Ο Κατάσκοπος που Γύρισε από το Κρύο» σε ένα ορεινό χωριό ενενήντα λεπτά με το τρένο από τη Βέρνη, την πόλη όπου είχα καταφύγει σε ηλικία δεκαέξι ετών για να ξεφύγω από το αγγλικό ιδιωτικό σχολείο μου και όπου είχα γραφτεί στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. Τα Σαββα­τοκύριακα, μια μεγάλη φοιτητική παρέα, αγόρια και κορίτσια, κυ­ρίως από τη Βέρνη, συρρέαμε στο Όμπερλαντ για να μείνουμε σε ορεινά καταφύγια και να διασκεδάσουμε κάνοντας σκι μέχρι τελι­κής πτώσεως. Απ’ όσο ήξερα και έμαθα ποτέ, ήμασταν η προσωποποίηση της ηθικής ακεραιότητας: τα αγόρια από τη μια πλευρά, τα κορίτσια από την άλλη, και, όπως λέει ο ποιητής, «ποτέ αυτά τα δύο δε θα σμίξουν». Ή, αν έσμιγαν, εγώ πάντως δεν ήμουν ποτέ από εκείνους που το έκαναν.

Το σαλέ βρίσκεται πάνω από το χωριό. Από το παράθυρό μου, αν κοιτάξω ολόισια προς τα πάνω, μπορώ να διακρίνω τις κορυ­φές του Έιγκερ, του Μενχ και του Γιούνγκφραου, και τις ωραι­ότερες απ’ όλες, το Ζίλμπερχορν και το Κλάινες Ζίλμπερχορν λίγο πιο κάτω: δύο κώνους πάγου με απαλές κορυφές που κατά καιρούς τυλίγονται στη μουντάδα υποκύπτοντας στη θερμή πνοή του νότιου ανέμου, του Φεν, για να επανεμφανιστούν λίγες μέρες αργότερα με όλη την απαστράπτουσα λευκότητά τους.


«The deadly affair», 1967.  Tου Σίντνεϊ Λιούμετ με τον Τζέιμς Μέισον στο ρόλο του Τζορτζ Σμάιλι. (Το βιβλίο που σύστησε στο κοινό τον Τζορτζ Σμάιλι κυκλοφορεί με τον τίτλο «Η τελευταία κλήση» από τις εκδ. Καστανιώτη)

The Deadly Affair - Trailer

Στους προστάτες αγίους μας συμπεριλαμβάνονται ο ευρύτατα γνωστός συνθέτης Μέντελσον –ακολουθήστε τα βελάκια για τη διαδρομή περιπάτου του Μέντελσον–, ο ποιητής Γκαίτε, παρότι φαίνεται ότι δεν κατάφερε να φτάσει παρά μόνο μέχρι τους κα­ταρράκτες του Λαουτερμπρουνεντάλ, και ο ποιητής Μπάιρον, που έφτασε μέχρι το Βένγκερναλπ και το μίσησε, διαμαρτυρόμενος ότι το θέαμα των ρημαγμένων από τις θύελλες δασών μας του θύμιζε «τον εαυτό του και την οικογένειά του».

Όμως ο προστάτης και πολιούχος άγιος που τιμούμε περισ­σότερο είναι αναμφισβήτητα κάποιος Ερνστ Γκερτς, που έφερε φήμη και τύχη στο χωριό εγκαινιάζοντας το 1930 τους Αγώνες Σκι του Λάουμπερχορν, στους οποίους, μάλιστα, ο ίδιος νίκησε στο σλάλομ. Κάποτε ήμουν αρκετά τρελός για να συμμετάσχω κι εγώ στους αγώνες αυτούς, αλλά ένας συνδυασμός ανικανότη­τας και τυφλού φόβου οδήγησε στην αναμενόμενη αποτυχία μου. Σύμφωνα με τις έρευνές μου, για τον Ερνστ δεν ήταν αρκετό το ότι έγινε ο πατέρας του αγωνιστικού σκι αλλά, συνεχίζοντας, μας πρόσφερε τις ατσάλινες άκρες για τα σκι μας και τις ατσάλινες πλατφόρμες για τις δέστρες μας, για τις οποίες του είμαστε όλοι ευγνώμονες.


«The Looking Glass War», 1969. Με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς στο ρόλο του Avery.(Το βιβλίο κυκλοφορεί με τον τίτλο «Η ώρα των κατασκόπων» από τις εκδ. Καστανιώτη).

[….]

Στα ογδόντα τέσσερα χρόνια της ζωής μου, αυτό το σαλέ έχει μια θέση εντελώς δυσανάλογη με το μέγεθός του. Πριν το χτίσω, ερχόμουν σ’ ετούτο το χωριό νεαρός ακόμα, αρχικά για να κάνω σκι με πέδιλα από ξύλο φράξου ή άσπρης καρυδιάς, χρησιμοποι­ώντας κομμάτια από τομάρι φώκιας για ν’ ανεβαίνω στην πλαγιά και δερμάτινες δέστρες για να ξανακατεβαίνω, κι έπειτα για να περιδιαβαίνω τα βουνά το καλοκαίρι με τον σοφό μου οξφορδια­νό μέντορα, τον Βίβιαν Γκριν, μετέπειτα πρύτανη του Κολεγίου Λίνκολν, που μου πρόσφερε με το παράδειγμά του την εσωτερική ζωή του Τζορτζ Σμάιλι.

Δεν είναι σύμπτωση που ο Σμάιλι, όπως ο Βίβιαν, αγαπούσε τις Ελβετικές Άλπεις του ή, και πάλι όπως ο Βίβιαν, έβρισκε πα­ρηγοριά στα τοπία ή, όπως εγώ, είχε μια ισόβια, ασυμφιλίωτη σχέ­ση με τη γερμανική μούσα.

Ο Βίβιαν ήταν εκείνος που υπέμενε τις ανόητες, ατελείωτες φλυαρίες μου για τον αλλοπρόσαλλο πατέρα μου, τον Ρόνι. Και ο Βίβιαν ήταν επίσης εκείνος που, έπειτα από μια από τις πιο θε­αματικές χρεοκοπίες του Ρόνι, βρήκε το απαιτούμενο ρευστό και με έσυρε πίσω να ολοκληρώσω τις σπουδές μου.

Στη Βέρνη είχε χρειαστεί να γνωρίσω το γόνο της παλαιότερης οικογένειας ιδιοκτητών ξενοδοχείων στο Όμπερλαντ. Χωρίς τη μετέπειτα επιρροή του, δε θα μου είχε επιτραπεί ποτέ να χτίσω το σαλέ, επειδή και τότε, όπως και τώρα, δεν επιτρέπεται σε κανέναν αλλοδαπό να κατέχει ούτε μία σπιθαμή γης του χωριού.


«Tinker Tailor Soldier Spy», μίνι σειρά του BBC με τον Άλεκ Γκίνες στον ρόλο του Σμάιλι. (To βιβλίο με τίτλο «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη).

Κατά την παραμονή μου στη Βέρνη επίσης ήταν που έκανα τα πρώτα μου δειλά βήματα για λογαριασμό των βρετανικών μυστι­κών υπηρεσιών, παραδίδοντας πράγματα που δεν ήξερα τι ήταν σε ανθρώπους που δεν ήξερα ποιοι ήταν. Πέρασα πολλές παρά­ξενες στιγμές εκείνες τις μέρες διερωτώμενος πώς θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα φύγει τρέχοντας από το ιδιωτικό μου σχολείο ή αν, φεύγοντας, είχα ακολουθήσει διαφορετική κατεύθυνση. Σήμερα πλέον έχω την εντύπωση πως ό,τι συνέβη αργότερα στη ζωή μου ήταν απόρροια εκείνης της παρορμητικής εφηβικής απόφασης να φύγω από την Αγγλία το ταχύτερο δυνατόν και να αποδεχτώ τη γερμανική μούσα ως υποκατάστατη μητέρα.

Δεν ήμουν αποτυχημένος στο σχολείο· κάθε άλλο: ήμουν επι­κεφαλής διαφόρων ομάδων, κέρδιζα σχολικά βραβεία, ήμουν ένα πιθανό μελλοντικό χρυσό αγόρι. Και η φυγή μου ήταν πολύ δια­κριτική. Δεν ούρλιαξα και δε φώναξα. Είπα απλώς, «Πατέρα, κάνε μου ό,τι θέλεις, αλλά εγώ δεν ξαναγυρίζω εκεί». Και πιθανότατα θεωρούσα το σχολείο υπεύθυνο για τα δεινά μου –και μαζί μ’ αυτό και την Αγγλία–, ενώ το πραγματικό μου κίνητρο ήταν να ξεφύ­γω με κάθε κόστος από τον έλεγχο του πατέρα μου, κάτι που δεν μπορούσα φυσικά να του πω. Αργότερα, βέβαια, είδα και τα δικά μου παιδιά να κάνουν το ίδιο, αν και με πιο κομψό τρόπο και πολύ λιγότερη φασαρία.

Τίποτε απ’ όλα αυτά όμως δεν απαντά στο βασικό ερώτημα, που είναι ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να είχε πάρει διαφορετι­κά η ζωή μου. Χωρίς τη Βέρνη, θα είχα στρατολογηθεί άραγε ως παιδί για τα θελήματα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, κά­νοντας αυτό που θα λέγαμε λαϊκά λίγο απ’ όλα; Τότε δεν είχα δια­βάσει ακόμα τον Άσεντεν του Μομ, αλλά είχα σίγουρα διαβάσει τον Κιμ του Κίπλινγκ και κάμποσες σοβινιστικές περιπέτειες του Τζ. Α. Χέντι και των ομοίων του. Τα βιβλία του Ντόρνφορντ Γέ­ιτς, του Τζον Μπάκαν και του Ράιντερ Χάγκαρντ ήταν ό,τι έπρεπε.


«Smiley's People», 1982. Mίνι σειρά του BBC πάλι με τον Άλεκ Γκίνες πρωταγωνιστή. (Το βιβλίο με τίτλο «Οι άνθρωποι του Σμάιλι» κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη)

Και φυσικά, μόλις τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ήμουν ο μεγαλύτερος Βρετανός πατριώτης στο ημισφαίριο. Στο προπαρασκευαστικό μου σχολείο εμείς τα αγόρια είχαμε γίνει εξ­πέρ στην αναγνώριση των Γερμανών κατασκόπων ανάμεσά μας, και εμένα με θεωρούσαν έναν από τους καλύτερούς μας μυστι­κούς πράκτορες της αντικατασκοπείας. Στο ιδιωτικό σχολείο μου, ο υπερεθνικιστικός μας ζήλος δεν είχε όρια. Δύο φορές την εβδο­μάδα κάναμε στρατιωτική εκπαίδευση, με κανονική στρατιωτική στολή. Οι νεαροί καθηγητές μας είχαν επιστρέψει μαυρισμένοι από τον πόλεμο, και τις ημέρες της στρατιωτικής εκπαίδευσης επεδείκνυαν με καμάρι τα παράσημά τους. Ο καθηγητής των Γερ­μανικών μου είχε συμμετάσχει σε έναν θαυμαστά μυστηριώδη πόλεμο. Οι σύμβουλοι σταδιοδρομίας μας μάς προετοίμασαν για ισόβια υπηρεσία σε απομακρυσμένες μονάδες προφυλακής της αυτοκρατορίας. Στο αββαείο στην καρδιά της μικρής μας πόλης κρέμονταν σημαίες συνταγμάτων κουρελιασμένες από τις σφαί­ρες που είχαν δεχτεί σε αποικιακούς πολέμους στην Ινδία, τη Νό­τια Αφρική και το Σουδάν και ξαναραμμένες πάνω σε δίχτυ από στοργικά γυναικεία χέρια για ν’ ανεμίζουν με όλη την πρωτινή μεγαλοπρέπειά τους.


«Η μικρή τυμπανίστρια», 1984. Ίσως η πιο αποτυχημένη μεταφορά στον κινηματογράφο βιβλίου του Λε Καρέ. (Κυκλοφορεί από τις εκδ. Bell)

Δεν είναι καθόλου περίεργο, λοιπόν, που το Μεγάλο Κάλε­σμα σ’ εμένα έγινε αυτοπροσώπως από μια μητριαρχική φιγούρα, μια κυρία άνω των τριάντα ονόματι Γουέντι από το τμήμα θεω­ρήσεων εισόδου της βρετανικής πρεσβείας στη Βέρνη, μπροστά στην οποία το δεκαεφτάχρονο Εγγλεζόπουλο που προσπαθούσε να υπερβεί τις δυνατότητές του φοιτώντας σ’ ένα ξένο πανεπιστή­μιο θα έπρεπε να είχε σταθεί προσοχή λέγοντας, «Στις υπηρεσίες σας, κυρία!»

Είναι πιο δύσκολο να εξηγήσω γιατί αποδέχτηκα ολοκληρωτι­κά και ανεπιφύλακτα τη γερμανική λογοτεχνία μια εποχή που για πολλούς η λέξη γερμανικό ήταν συνώνυμη με το απόλυτο κακό. Ωστόσο, όπως και η φυγή μου στη Βέρνη, αυτή η αποδοχή καθό­ρισε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της ζωής μου. Χωρίς αυτήν, δε θα είχα επισκεφτεί ποτέ τη Γερμανία το 1944 μετά τις επίμονες παροτρύνσεις του Εβραίου πρόσφυγα καθηγητή Γερμανικών μου, δε θα είχα δει ποτέ τις ισοπεδωμένες πόλεις του Ρουρ ούτε θα είχα πλαγιάσει με το στομάχι μου άνω κάτω σ’ ένα παλιό στρώμα της Βέρμαχτ σε κάποιο πρόχειρο γερμανικό νοσοκομείο εκστρατείας στον υπόγειο του Βερολίνου. Ούτε θα είχα επισκεφτεί τα στρατό­πεδα συγκέντρωσης του Νταχάου και του Μπέργκεν-Μπέλσεν, με τη δυσοσμία του θανάτου να πλανιέται ακόμα στα παραπήγματα, για να επιστρέψω από εκεί στην αδιατάρακτη γαλήνη της Βέρνης, στον Τόμας Μαν και στον Έρμαν Έσσε μου. Οπωσδήποτε δε θα μου είχαν ανατεθεί ποτέ καθήκοντα συλλογής πληροφοριών στην κατεχόμενη Αυστρία στο διάστημα της θητείας μου ούτε θα είχα σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία και Γλώσσα στην Οξφόρδη. Και στη συνέχεια δε θα είχα διδάξει τα μαθήματα αυτά στο Ίτον ούτε θα είχα τοποθετηθεί στη βρετανική πρεσβεία στη Βόννη, με την κάλυψη της ιδιότητας του κατώτερου διπλωμάτη, ούτε θα είχα γράψει μυθιστορήματα με γερμανική θεματολογία.


«Ρωσική εστία», 1990. Με Σον Κόνερι και Μισέφ Φάιφερ να ζουν έναν παρολίγο έρωτα στη Ρωσία της Περεστρόικα.

Τώρα πλέον βλέπω πολύ καθαρά τι μου κληροδότησε εκείνη η πρώιμη εμβάπτισή μου στη γερμανική κουλτούρα. Μου έδωσε το δικό μου μικρό κομμάτι εκλεκτικού ζωτικού χώρου. Έθρεψε τον αθεράπευτο ρομαντισμό μου και την αγάπη μου για το λυρισμό. Μου ενστάλαξε την αντίληψη ότι η διαδρομή ενός ανθρώπου από τη γέννηση ως το θάνατο είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι μάθησης –μια έννοια καθόλου πρωτότυπη και ίσως αμφισβητήσιμη, αλλά τέλος πάντων. Και όταν μελέτησα τελικά τα έργα του Γκαίτε, του Λεντς, του Σίλερ, του Κλάιστ και του Μπίχνερ, ανακάλυψα ότι ήμουν εξίσου καλά συντονισμένος στην κλασική τους λιτότητα και στις νευρωτικές τους υπερβολές. Το κόλπο, όπως μου φαινόταν, ήταν να συγκαλύπτεις το ένα με το άλλο.


Η τηλεταινία «Α murder of quality», 1991. (Το βιβλίο κυκλοφορεί με τίτλο «Ο ποιοτικός φόνος» από τις εκδ. Καστανιώτη)

Το σαλέ κοντεύει να συμπληρώσει πενήντα χρόνια ζωής. Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, έρχονταν εδώ κάθε χειμερινή σεζόν για σκι και αυτές ήταν οι καλύτερες στιγμές μας μαζί. Μερικές φορές ερχόμασταν και την άνοιξη. Εδώ ήταν που για τέσσερις φαιδρές εβδομάδες, το χειμώνα του 1967 νομίζω, απομονώθηκα με τον Σίντνεϊ Πόλακ, το σκηνοθέτη των ταινιών Τούτσι, Πέρα από την Αφρική και –της αγαπημένης μου– Σκοτώνουν τα Άλογα όταν Γε­ράσουν, για να δουλέψουμε πάνω σε ένα κινηματογραφικό σενά­ριο του μυθιστορήματός μου Μια Μικρή Γερμανική Πόλη.

Το χιόνι εκείνον το χειμώνα ήταν τέλειο. Ο Σίντνεϊ δεν είχε κάνει ποτέ σκι, ούτε είχε ξανάρθει στην Ελβετία. Το θέαμα των χαρούμενων σκιέρ που περνούσαν άνετοι με ταχύτητα αστραπής μπροστά από το μπαλκόνι μας τον εντυπωσίασε βαθιά. Έπρεπε να γίνει ένας από αυτούς· και αμέσως, μάλιστα. Ήθελε να του μάθω να κάνει σκι, αλλά, δόξα τω Θεώ, είχα τη σύνεση να καλέσω γι’ αυτή τη δουλειά τον Μάρτιν Επ: δάσκαλο του σκι, φημισμένο οδηγό του βουνού κι έναν από τους ελάχιστους που είχαν καταφέ­ρει να αναρριχηθούν μόνοι τους στη βόρεια πλευρά του Έιγκερ.


«Ο ράφτης του Παναμά, 2001. Με έναν εξαιρετικό Τζέφρι Ρας στον ρόλο του ράφτη. (To βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Bell).

Ο κορυφαίος σκηνοθέτης από το Σάουθ Μπεντ της Ιντιάνα και ο κορυφαίος ορειβάτης από την Αρόζα ταίριαξαν αμέσως. Ο Σί­ντνεϊ δεν έκανε ποτέ μισές δουλειές, έτσι μέσα σε λίγες μέρες είχε γίνει ικανός σκιέρ. Κυριεύτηκε επίσης από μια τόσο σφοδρή επι­θυμία να κάνει μια ταινία για τον Μάρτιν Επ, που σύντομα ξέχασε τα σχέδιά του για το Μια Μικρή Γερμανική Πόλη. Το Έιγκερ θα έπαιζε το ρόλο του Ντέστινι. Εγώ θα έγραφα το σενάριο, ο Μάρτιν θα έπαιζε τον εαυτό του και ο Σίντνεϊ, δεμένος με ιμάντες ασφα­λείας στα μισά της διαδρομής προς την κορυφή του Έιγκερ, θα τον κινηματογραφούσε. Τηλεφώνησε στον ατζέντη του και του μίλησε για τον Μάρτιν. Τηλεφώνησε στον ψυχαναλυτή του και του μίλη­σε για τον Μάρτιν. Το χιόνι παρέμεινε τέλειο, απορροφώντας όλη την ενέργεια του Σίντνεϊ. Αποφασίσαμε ότι η καλύτερη ώρα για γράψιμο ήταν το βραδάκι, μετά από ένα ωραίο μπάνιο. Είτε ίσχυε αυτό είτε όχι, τελικά δε γυρίστηκε καμία από τις δύο ταινίες.

Αργότερα, έμαθα με κάποια έκπληξη ότι ο Σίντνεϊ είχε παρα­χωρήσει το σαλέ στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ για να κάνει αναγνώ­ριση της περιοχής όπου θα γύριζε την ταινία του Ο Πρωταθλη­τής του Ιλίγγου. Αλίμονο, εγώ δεν τον συνάντησα ποτέ, αλλά για χρόνια μετά, όποτε πήγαινα στο χωριό, με συνόδευε η αίγλη του φίλου του Ρόμπερτ Ρέντφορντ.


Ο «Επίμονος κηπουρός», 2005. Κέρδισε κοινό και κριτική δίνοντας την ευκαιρία στη Ρέιτσελ Γουάιζ να κερδίσει το  Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου. (To βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Bell)

Αυτές είναι αληθινές ιστορίες που μπορώ να διηγηθώ από μνήμης –και στο σημείο αυτό έχετε κάθε δικαίωμα να αναρωτηθείτε τι είναι αλήθεια και τι είναι ανάμνηση για έναν δημιουργικό συγγρα­φέα που βρίσκεται, για να το θέσουμε κομψά, στη δύση της ζωής του. Για το δικηγόρο, αλήθεια είναι τα γεγονότα, σκέτα και χωρίς σάλτσες. Άλλο αν μπορεί κανείς να βρει τέτοια γεγονότα. Για τον δημιουργικό συγγραφέα, τα γεγονότα αποτελούν πρώτη ύλη, όχι το δυνάστη του, μα το εργαλείο του, και καθήκον του είναι να τα κάνει να «τραγουδήσουν». Η πραγματική αλήθεια, αν υπάρχει, βρίσκεται στις λεπτές αποχρώσεις και όχι στα πεζά γεγονότα.

Υπήρξε άραγε ποτέ αυτό που λέγεται αμιγής ανάμνηση; Αμ­φιβάλλω. Ακόμα κι όταν πείθουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε αντικειμενικοί και ότι περιοριζόμαστε στα γυμνά γεγονότα, χωρίς ιδιοτελείς προσθήκες ή παραλείψεις, η αμιγής ανάμνηση εξακο­λουθεί να είναι άπιαστη, ξεγλιστρώντας μέσα απ’ τα χέρια μας σαν βρεγμένο σαπούνι. Αυτό συμβαίνει μ’ εμένα τουλάχιστον, μετά από μια ολόκληρη ζωή ανάμειξης πραγματικών εμπειριών και φαντασίας.

 [….]

Αν είσαι αρκετά τυχερός για να κάνεις μια επιτυχία νωρίς ως συγ­γραφέας, όπως συνέβη σ’ εμένα με το βιβλίο μου «Ο Κατάσκοπος που Γύρισε από το Κρύο», σε όλη την υπόλοιπη ζωή σου υπάρχει ένα πριν και ένα μετά από αυτό το ορόσημο. Ξαναδιαβάζεις τα βιβλία που έγραψες πριν πέσουν επάνω σου οι προβολείς της δη­μοσιότητας και μοιάζουν με τα βιβλία της αθωότητάς σου, ενώ τα βιβλία που έγραψες μετά, στις κακές στιγμές σου, μοιάζουν με τις αγωνιώδεις προσπάθειες ενός ανθρώπου σε δοκιμασία. «Προ­σπαθεί παραπάνω απ’ όσο πρέπει», φωνάζουν οι κριτικοί. Ποτέ δε θεώρησα ότι προσπαθούσα υπερβολικά. Πίστευα ότι το όφειλα στην επιτυχία μου να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου και, σε γενικές γραμμές, όσο καλός ή κακός κι αν ήταν εκείνος ο εαυτός, αυτό ακριβώς έκανα.

Και λατρεύω το γράψιμο. Μ’ αρέσει να κάνω αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή, να γράφω στο πόδι, σαν να είμαι κρυμμένος σ’ ένα στενό γραφείο ένα σκοτεινό, συννεφιασμένο μαγιάτικο πρω­ινό, με τη βροχή που έχει κατέβει από το βουνό να μαστιγώνει το παράθυρο, χωρίς να έχω καμία δικαιολογία να κατέβω με το πάσο μου στον σιδηροδρομικό σταθμό, προστατευμένος κάτω από την ομπρέλα μου, επειδή η διεθνής έκδοση των New York Times δεν έρχεται πριν από την ώρα του μεσημεριανού.


«Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι», 2011. Από τις πιο επιτυχημένες μεταφορές μυθιστορήματος του Λε Καρέ, με τον Γκάρι Όλντμαν στον ρόλο του Σμάιλι. (To βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη).

Στα ταξίδια έρευνας είμαι εν μέρει προστατευμένος επειδή έχω διαφορετικό όνομα στην πραγματική ζωή. Μπορώ να υπογράφω σε ξενοδοχεία χωρίς να αναρωτιέμαι εναγωνίως μήπως αναγνω­ριστεί το όνομά μου. Έπειτα όμως, όταν οι άλλοι δεν το αναγνω­ρίζουν, αναρωτιέμαι με την ίδια αγωνία γιατί. Όταν είμαι υποχρε­ωμένος να είμαι ειλικρινής με τους ανθρώπους από τις εμπειρίες των οποίων θέλω να αντλήσω στοιχεία, τα αποτελέσματα ποικίλ­λουν. Άλλοι αρνούνται να μου εμπιστευτούν πλέον και την πα­ραμικρή λεπτομέρεια κι άλλοι μου δίνουν προαγωγή σε αρχηγό της Μυστικής Υπηρεσίας και, στις διαμαρτυρίες μου ότι ποτέ δεν ήμουν παρά ένας από τους πιο χαμηλόβαθμους υπαλλήλους, απα­ντούν ότι αυτό θα έλεγα φυσικά, έτσι δεν είναι; Κι έπειτα αρχί­ζουν να με βομβαρδίζουν με εμπιστευτικές πληροφορίες που δε θέλω, δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω και δεν πρόκειται να θυμά­μαι, υποθέτοντας εσφαλμένα ότι θα τις μεταβιβάσω Ξέρουμε σε Ποιον. Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα αυτού του σοβαρού και ταυτόχρονα κωμικού διλήμματος.

 Όμως οι περισσότερες από τις άτυχες ψυχές που έχω πλευρίσει μ’ αυτό τον τρόπο τα τελευταία πενήντα χρόνια –από μεσόβαθ­μα διοικητικά στελέχη φαρμακευτικών εταιρειών μέχρι τραπεζί­τες, μισθοφόρους και κατασκόπους κάθε είδους και κατηγορίας– έχουν δείξει ανεκτικότητα και γενναιοδωρία. Οι πιο γενναιόδωροι ήταν οι πολεμικοί ρεπόρτερ και ανταποκριτές που έπαιρναν υπό την προστασία τους το μυθιστοριογράφο-παράσιτο, του απέδιδαν ένα θάρρος που δε διέθετε και του επέτρεπαν να τους ακολουθεί.


«Ο Νο1 καταζητούμενος», 2014. Θα είναι η τελευταία ταινία του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. (Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell)

Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς θα ξεκινούσα για τις αποστολές μου στη Νοτιοανατολική Ασία και στη Μέση Ανατολή χωρίς τις συμβουλές και τη συντροφικότητα του Ντέιβιντ Γκρίνγουεϊ, του παρασημοφορημένου ανταποκριτή στη Νοτιοανατολική Ασία του περιοδικού Time και των εφημερίδων Washington Post και Boston Globe. Κανένας άτολμος πρωτάρης δε θα μπορούσε ποτέ να ονει­ρευτεί ότι θα ήταν δυνατόν να προσδέσει το άρμα του σε ένα τέ­τοιο σταθερά λαμπερό αστέρι. Ένα χιονισμένο πρωί του 1975, καθόταν στο τραπέζι που παίρναμε πρωινό εδώ, στο σαλέ, απο­λαμβάνοντας μια σύντομη ανάπαυλα από τα μέτωπα του πολέ­μου, όταν το γραφείο του στην Ουάσινγκτον τον ειδοποίησε ότι η πολιορκημένη πόλη της Πνομ Πενχ θα έπεφτε από ώρα σε ώρα στα χέρια των Ερυθρών Χμερ. Δεν υπάρχει δρόμος από το χωριό μας ως την κοιλάδα παρά μονάχα ένα τρενάκι που σε μεταφέρει σε ένα μεγαλύτερο τρένο και στη συνέχεια σε ένα ακόμα μεγαλύ­τερο τρένο, για να καταλήξεις στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Μέσα σε μια στιγμή είχε αντικαταστήσει την αλπική του περιβολή με το φτηνό ντρίλινο παντελόνι και τα παλιά καστόρινα παπούτσια του πολεμικού ανταποκριτή, είχε αποχαιρετήσει μ’ ένα φιλί τη σύζυγό του και την κόρη του και κατηφόριζε βιαστικά το δρόμο προς το σταθμό. Κι εγώ έτρεχα ξοπίσω του κρατώντας το διαβατήριό του, που το είχε ξεχάσει.

Ευτυχώς, ο Γκρίνγουεϊ ήταν ένας από τους τελευταίους Αμε­ρικανούς δημοσιογράφους που φυγαδεύτηκαν από αέρος από τη στέγη της πολιορκημένης αμερικανικής πρεσβείας στην Πνομ Πενχ. Το 1981, όταν με έπιασε δυσεντερία στη γέφυρα Άλενμπι, που συνδέει τη Δυτική Όχθη με την Ιορδανία, ο Γκρίνγουεϊ με τράβηξε με το ζόρι μέσα από τη μάζα των ανυπόμονων ταξιδιω­τών που περίμεναν να περάσουν από έλεγχο, κατάφερε με μόνο όπλο την αποφασιστικότητά του να πείσει τους φρουρούς στο ση­μείο ελέγχου να μας επιτρέψουν τη διέλευση και με πέρασε στην απέναντι πλευρά της γέφυρας.

Ξαναδιαβάζοντας μερικά από τα επεισόδια που έχω περιγρά­ψει, συνειδητοποιώ ότι, είτε από εγωκεντρισμό είτε προς χάριν του ρυθμού της αφήγησης, έχω παραλείψει να αναφέρω ποιοι άλ­λοι ήταν μαζί μου εκείνη τη στιγμή.

Αναλογίζομαι τη συνομιλία μου με το Ρώσο φυσικό και πο­λιτικό κρατούμενο Αντρέι Ζαχάροφ και τη σύζυγό του Γελιένα Μπόνερ, που έλαβε χώρα σε ένα εστιατόριο στην πόλη που έφε­ρε ακόμα το όνομα Λένινγκραντ, υπό την αιγίδα του Παρατηρη­τηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τρία από τα μέλη του οποίου κάθονταν στο τραπέζι μαζί μας και υπέστησαν τις ίδιες παιδιάστι­κες παρεμβολές από την ομάδα των ψεύτικων φωτορεπόρτερ της Κα-Γκε-Μπε που παρέλαυναν ασφυκτικά ολόγυρά μας τυφλώνο­ντάς μας με τα φλας των παλιομοδίτικων φωτογραφικών μηχανών τους. Αλλού, ελπίζω οι υπόλοιποι που ήταν παρόντες να έχουν γράψει τις δικές τους περιγραφές εκείνης της ιστορικής μέρας.


 «Ένας προδότης ανάμεσά μας», 2016. (Κυκλοφορεί από τις εκδ. Bell με τον τίτλο «Ένας προδότης στα μέτρα μας»)

[…]

Η κατασκοπεία μού επιβλήθηκε από τη στιγμή που γεννήθη­κα, σε μεγάλο βαθμό υποθέτω όπως επιβλήθηκε η θάλασσα στον Σ. Σ. Φόρεστερ ή η Ινδία στον Πολ Σκοτ. Από τον μυστικό κόσμο που γνώρισα κάποτε προσπάθησα να φτιάξω ένα θέατρο για τους ευρύτερους κόσμους που κατοικούμε. Πρώτα έρχεται η φαντα­σία και μετά η έρευνα για την πραγματικότητα. Και ακολουθεί η επιστροφή στη φαντασία και στο γραφείο όπου κάθομαι αυτή τη στιγμή.

[Μετάφραση: Βεατρίκη Καντζόλα Σαμπατάκου]


Η τηλεοπτική σειρά «Τhe night manager», 2016. (Από τις εκδόσεις Bell το βιβλίο κυκλοφορεί με τον τίτλο «Νυχτερινή βάρδια»)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ