Βιβλιο

Οδός Μουσών: το κέντρο του κόσμου

«Ένα βιβλίο δεν γράφεται με το μυαλό, με την καρδιά γράφεται», είχε πει παλιά ο Αντώνης Σουρούνης που αξιώθηκε να γράψει με την καρδιά το βιβλίο της ζωής του, «Το μονοπάτι στη θάλασσα».

32014-72458.jpg
A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
327889-677795.jpg

Της Νένας Κοκκινάκη 

Το «Μονοπάτι» γράφτηκε το 2006 και εκδόθηκε από τον Καστανιώτη, όπως όλα τα βιβλία του συγγραφέα. Μέσα από το Μονοπάτι ο συγγραφέας είχε αγκαλιάσει όλους τους αγαπημένους νεκρούς του, μαζί με αυτούς ολόκληρη τη γη. Δέκα χρόνια μετά, το βράδυ της Τετάρτης 5 Οκτωβρίου 2016 ο Σουρούνης έφυγε από τη ζωή αφήνοντας στους πιστούς αναγνώστες του μια γλυκιά θύμηση κι ένα πικρό χαμόγελο.

Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του. Ξεχώρισα το αλληγορικό «Μπαστούνι» και διηγήθηκα πολλές φορές την ιστορία του. Η περιπέτεια του δέντρου που κόπηκε, έγινε τραπέζι μέσα σ’ ένα μαραγκούδικο κι έμαθε πως στο εξής θα ζει με τέσσερα πόδια, όπως τα ζώα, χωρίς όμως να μπορεί να περπατάει, όπως εκείνα, είναι μια θαυμάσια ιστορία για παιδιά αλλά και για μεγάλους. Το δέντρο που έγινε τραπέζι δεν περπατούσε γιατί ήταν καρφωμένο. Ο άνθρωπος, βλέπετε, ό,τι χρειάζεται, το καρφώνει για να το έχει κοντά του. Το μόνο ξύλινο πράγμα που κυκλοφορεί στους δρόμους δίχως καρφιά είναι το μπαστούνι. Γι’ αυτό και το κομμένο δέντρο έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει μπαστούνι. Διαβάζοντας χρόνια μετά το «Μονοπάτι», κατάλαβα το γιατί:

«Θα πάμε στο πάρκο παππού;» Σηκώθηκε σιγά και με κόπο, σα να σήκωνε ένα μεγάλο βάρος, ενώ δε σήκωνε τίποτα. «Πιάσε από κει το μπαστούνι…» Το έπιασα. «Θα σε κρατώ εγώ παππού, άσε το μπαστούνι…». «Ξέρω πως θα με κρατάς αλλά το θέλω για παρέα» είπε και μου το πήρε απ’ το χέρι. «Εσύ θα κρατάς εμένα κι εγώ θα κρατάω αυτό». Το σήκωσε λίγο και το κοίταξε σα να μην το είχε ξαναδεί ποτέ του. «Κοίτα το», είπε και δεν ήξερα αν μιλάει σε μένα ή σ’ αυτό, γιατί το έφερε μπρος τα μάτια του και το κοιτούσε. «Σ’ το ’χω ξαναπεί θαρρώ, τούτο δω είναι το μόνο ξύλινο πράγμα που φτιάχνει ο άνθρωπος και δεν του βάζει καρφιά, γι’ αυτό και μπορεί να σεργιανάει μαζί του στους δρόμους και να βλέπει πράματα και θάματα. Οι πιο πολλοί άνθρωποι περπατάν για να φτάσουν με το έτσι θέλω κάπου, γι’ αυτό και δε βλέπουν τίποτα στο δρόμο. Εσύ να γίνεις σαν κι αυτό το μπαστούνι. Να γκιζεράς στον κόσμο για να βλέπεις, ν’ ακούς και να μαθαίνεις. Μην αφήσεις να σε κάνουν καρέκλα οι άλλοι και να σε κλείσουν στην κάμαρα για να κάθονται πάνω σου. Ούτε και τραπέζι για να ντερλικώνουν στην πλάτη σου. Μπαστούνι να γίνεις για να στηρίζεσαι πάνω σου, να στηρίζεις αυτούς που θέλουν να πάνε στο πάρκο να κάνουν τη βόλτα τους κι αυτούς που δεν τους στηρίζουν τα ποδάρια τους».

Με τέτοιες υποθήκες μεγάλωσε ο μικρός Αντώνης που πολύ πριν μπορέσει να πει την αλφαβήτα έχει αντιληφθεί τη στενότητα του χώρου που ζει και τη μικρότητα των πραγμάτων. «Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα ’δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. Ο κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου και μπόρεσα να την αγκαλιάσω…». Οι άνθρωποι λίγοι κι αυτοί κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά που στέλνανε τον Αντώνη να τους τα φέρει. Σ’ αυτό τον λιλιπούτειο κόσμο που έμελλε να μεταμορφωθεί μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι άνθρωποι τύχαινε πάντα να είναι πρώτοι σε κάτι: «Ο μπαμπάς μου στο τάβλι, η μάνα μου στο ράψιμο και την καλοσύνη, η θεία μου, η αδελφή της, στην καπατσοσύνη, ο θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην  ομορφιά, η νονά μου στην τσαχπινιά. Η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και την κουτσαμάρα, ο παππούς μου στη σειρά για να πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σε όλα.  Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτε ένα δεν ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες». Τον Αντώνη δεν τον ένοιαζε που δεν ήταν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Μπορούσε βέβαια να γίνει πρώτος μαθητής –«αυτό το πόστο ήταν άδειο»–, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθεί στο διάβασμα, άσε που θα γινόταν και πρώτος στην ξεφτίλα… Του αρκούσε που ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας, το πρώτο από τα μωρά που περίμεναν τη σειρά τους να κατέβουν από τον ουρανό στην οδό Μουσών, όπου γεννήθηκε.

Ο Αντώνης Σουρούνης γεννήθηκε τον καιρό που οι άντρες επέστρεφαν από το αλβανικό μέτωπο (1942) στην οδό Μουσών, που μοιάζει με ποτάμι ανάποδο. Αντί να χύνεται στη θάλασσα φαίνεται να πηγάζει απ’ αυτήν. Εκεί γεννήθηκαν οι φίλοι του που το όνομά τους θα μπορούσε να είναι Ιάσων, μια που δεξιά του δρόμου ήταν η οδός Ιωλκού. Σήμερα οι περισσότεροι είναι δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, επιχειρηματίες, ονομαστοί πυγμάχοι κι ούτε ένας πολιτικός. «Αυτό δείχνει ότι κάτι αξίζαμε», γράφει.

Στο συγγραφέα έμελλε να επιβληθεί ένα γεγονός διαφορετικής σπουδαιότητας, το οποίο και τον καθόρισε. Πήγαινε στη Δευτέρα δημοτικού. Κατάλαβε τότε ότι αυτό που του άρεζε πιο πολύ απ’ όλα να κάνει ήταν να γράφει εκθέσεις. «Μια μέρα ο δάσκαλος ήρθε και μας διάβασε από την εφημερίδα κάτι που το είπε χρονογράφημα». Μιλούσε για την άνοιξη και μ’ αυτά που έλεγε μοσχοβόλησε όλη η τάξη. Τότε γύρισα στον διπλανό μου και του είπα ότι αυτή τη δουλειά θα κάνω κι εγώ όταν μεγαλώσω». Όσο για τη συγγραφική του καριέρα, εκείνη άρχισε ως εξής: «Κάθε Δευτέρα γράφαμε έκθεση για το πώς περάσαμε την Κυριακή κι ενώ εγώ δεν είχα περάσει καλύτερα απ’ όλους, έγραφα την καλύτερη. Το έλεγε ο δάσκαλος την άλλη μέρα και τη διάβαζε στην τάξη. Δεν ήξερα όμως πώς να φτάνω στην ιστορία μου χωρίς εκείνα τα χαζά που γράφαμε όλοι, ξύπνησα, πλύθηκα, πήγα στο αποχωρητήριο, ντύθηκα, κι αυτό με στενοχωρούσε. Ώσπου μια μέρα έγραψα: Αφού ξύπνησα κι έκανα τα πρωινά μου καθήκοντα… και μπήκα στο θέμα μου. Δεν με πείραξε που την άλλη Δευτέρα όλες οι εκθέσεις άρχιζαν έτσι… Μπορώ να πω ότι μ’ αυτή την πρόταση άρχισε η συγγραφική μου καριέρα».

Το όνειρο του συγγραφέα, ωστόσο, βάδιζε παράλληλα με εκείνο του καπετάνιου: «Εγώ θα γίνω καπετάνιος, το είχα πει από πιτσιρικάς. Από 15 χρονών έκανα τα χαρτιά μου να πάω στη σχολή εμποροπλοιάρχων και δεν υπόγραφε ο πατέρας μου. Φοβόντουσαν οι γονείς μου μήπως φύγω μακριά τους κι έφυγα ακόμα πιο μακριά τους μετά…»

Ο Αντώνης Σουρούνης ξέρει να μεταχειρίζεται ποικιλότροπα το χιούμορ. Η γλώσσα του διανθισμένη σε σημεία με το χαρακτηριστικό ιδίωμα του τόπου του διακρίνεται από υποδόρια ειρωνεία που και μόνη της συντελεί στη χιουμοριστική αίσθηση. Η τεχνική του δεν αποτελεί παρά τη σπουδή της άποψής του για τα ανθρώπινα: «Να λες την αλήθεια σαν ψέμα και το ψέμα σαν αλήθεια. Για να γελάσεις πρώτα εσύ και μετά οι άλλοι». Για το συγγραφέα μας σπουδαία είναι όλα τα πράγματα που ξεκινούν «από πλάκα», ακόμα κι ένα βιβλίο: «Άμα ξεκινήσεις κάτι για πλάκα και αυτό αξίζει», θα πει σε μια του συνέντευξη, «ό, τι κι αν είναι αυτό, αποκτά τη διάστασή του την πραγματική και σου την δείχνει. Αν ξεκινήσεις σοβαρά όμως, δεν θα σου δείξει τίποτα. Γιατί σου λέει, είναι σοβαρός άνθρωπος αυτός, ασ’ τον εκεί να παιδεύεται!»

Το χιούμορ κατά γενική ομολογία σώζει στα δύσκολα. Πριν ακόμα μπει στο Δημοτικό ο συγγραφέας μας, ο καινούργιος πόλεμος είχε αρχίσει. Έλληνες με Έλληνες αυτή τη φορά. «Το δεξί χέρι σηκώθηκε και τα ’βαλε με τ’ αριστερό» έλεγε η γιαγιά που πίστευε πως τελικά θα νικήσει το δεξί, το δυνατότερο. «Ο άνθρωπος όλες τις βρωμιές με το δεξί τις κάνει κι ύστερα με το ίδιο χέρι κάνει το σταυρό του». Οι αριστεροί στο μεταξύ όλο και λιγόστευαν. Όσους δεν σκότωναν οι δεξιοί οι χωροφύλακες τους έκλειναν στο Γεντί Κουλέ πάνω από τη Μουσών, ή τους ξαπόστελναν στις ερημιές για το καλό τους. «Ο μόνος αριστερός που έμεινε στη θέση του ήταν ο αριστερός ψάλτης κι αυτό επειδή δεν τον μαρτύρησε ο αντικρινός του, ο δεξιός ψάλτης».

Αμερόληπτος μάρτυρας και παρατηρητής ο συγγραφέας μας. Ποτέ δικαστής. Επειδή, όπως θα έλεγε ο Τσέχωφ, «ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι δικαστής των προσώπων και των λόγων τους».

Εκεί όμως που πραγματικά ξεχώρισε ο Σουρούνης ήταν στην ψυχογραφία. Γεννημένος παραμυθάς, μπορούσε να εκφράζεται με δραματική ενάργεια και να αποδίδει μέσα από τους ήρωές του την αντίληψή του για τον κόσμο που εμφανίζεται  άλλοτε σοβαροφανής και ματαιόσπουδος, άλλοτε φαντασιόπληκτος, πολλές φορές γελοίος. Παράδειγμα ο Νούσης του Χορού των ρόδων (1994), άνθρωπος της ρουλέτας και του καζίνο, του οποίου οι περιπέτειες συνυφασμένες με το χιούμορ εξασφαλίζουν την αναγνωστική απόλαυση. Το βιβλίο επάξια τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.

«Ο Σουρούνης ξέρει να παίζει καλά με τις ευκολίες και τις δυσκολίες της αφήγησής του, όπως οι ήρωες του βιβλίου του παίζουν ρουλέτα. Κρατώντας σταθερά το σπάγκο της διήγησης στο χέρι, τον αμολά ή τον τραβά κι όχι μονάχα εκεί που το περιμένεις» έγραψε ο Μίμης Μαρωνίτης.

Τον Αντώνη Σουρούνη τον γνώρισα ελάχιστα. Κάπου στη δεκαετία του ’90 στο διάδρομο των εκδόσεων Καστανιώτη, μπροστά στο γραφείο του εκδότη. Δεν είχα ακόμα διαβάσει όλα τα βιβλία του. Θα θυμάμαι πάντα το χαμόγελό του που θα μου θυμίζει τα λόγια του: «Ακόμα κι αν δεν ξαναδείς αυτόν τον άνθρωπο ποτέ ξανά στη ζωή σου, τον θυμάσαι»…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ