Βιβλιο

Η τελευταία νύχτα μιας εποχής στο «Αντίο Βερολίνο» του Κρίστοφερ Ίσεργουντ

Ένα μοντέρνο κλασικό που αξίζει να ξαναδιαβαστεί

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
324185-668185.jpg
Η Imogen Poots στην τηλεταινία «Christopher and His Kind», βασισμένη στο ομώνυμο έργο του συγγραφέα © BBC 2011

Το προχιτλερικό Βερολίνο σε όλη του την αμαρτωλή αίγλη, μέσα από ένα εμβληματικό έργο. Ο Κρίστοφερ Ίσεργουντ μετρά τις ρυτίδες της ιστορίας στο σώμα της μυθικής πόλης, σε ένα βιβλίο που αρνείται να γεράσει 77 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Πλούσιοι και φτωχοί, κοσμοπολίτες και ανέστιοι, μποέμ και απόκληροι, ευγενείς και τραμπούκοι, πόρνες, μπάρμεν, καμπαρετζούδες, ομοφυλόφιλοι, παρενδυτικοί, φρενοβλαβείς, νομάδες παντός είδους και κοινωνοί κάθε παρέκκλισης, οι πρωταγωνιστές του «Αντίο Βερολίνο» συνθέτουν μια ολοζώντανη πινακοθήκη αξιοσημείωτων χαρακτήρων που αναζητούν τον βηματισμό τους σε μια μητρόπολη διαχρονικά δεκτική προς την ιδιορρυθμία. Σε παράλληλο κάδρο, ιχνογραφούνται οι τεκτονικές μετατοπίσεις μιας σεισμικής εποχής, στη διάρκεια της οποίας η γερμανική πρωτεύουσα θα διολισθήσει από τη διονυσιακή ελευθεριότητα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην ολέθρια εκφυλιστική ασθένεια του εθνικοσοσιαλισμού. Το Βερολίνο του Ίσεργουντ είναι μια φλόγα κεριού που τρεμοπαίζει περιμένοντας το δάχτυλο που θα τη σβήσει.

Ένας από τους ζωηρότερους πορτρετίστες της φιλήδονης παρακμής του μεσοπολέμου, ο Κρίστoφερ Ίσεργουντ αποτίναξε το σεπτά βρετανικό μεσοαστικό του υπόβαθρο και ταξίδεψε για πρώτη φορά στο Βερολίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ακολουθώντας τα βήματα του ποιητή W.H. Auden, αποφασισμένος να εισακούσει την υπόσχεση της σεξουαλικής χειραφέτησης που ικανοποιούσε την έλξη του προς το ανδρικό φύλο σε μια περίοδο κατά την οποία η ομοφυλοφιλία βιωνόταν σε καθεστώς παρανομίας. Η προσωπική του συναναστροφή με τον ερωτικό υπόκοσμο της πόλης στάθηκε αρκετή ώστε να τον κρατήσει στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης από το 1930 έως το 1933, ωσότου οι ναζί μολύνουν ανεπανόρθωτα τον αέρα γύρω τους, διάστημα κατά το οποίο κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημιαυτοβιογραφικό τόνο, αποκρυσταλλώνοντας την εποχή του σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε σαν πρωταγωνιστής και ενίοτε σαν παρατηρητής, καταθέτοντας κλασικές σελίδες στα «Αντίο Βερολίνο» και «Ο κύριος Νόρις αλλάζει τρένα» (κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). Όλη του η συγγραφική κοσμοαντίληψη μπορεί να συμπυκνωθεί στην περίφημη αράδα του βιβλίου: «Είμαι μια φωτογραφική μηχανή με το κλείστρο της ανοιχτό, παθητική, καταγράφω, δεν σκέφτομαι».

Σπονδυλωτό μυθιστόρημα, συλλογή διηγημάτων, ημερολόγιο μυθοπλαστικών αποχρώσεων ή αυτοτελές έργο, το «Αντίο Βερολίνο» περιλαμβάνει έξι ιστορίες δεμένες μεταξύ τους σε μια περίπου αδιάσπαστη αφήγηση, η οποία αποτυπώνει ταυτόχρονα τα εξελικτικά στάδια μιας κοινωνίας που φτωχοποιείται και εκπορνεύεται, όσο και τις συνθήκες οι οποίες επέτρεψαν την άνοδο της δράκας κακοποιών του Χίτλερ. Το «Βερολινέζικο ημερολόγιο (Φθινόπωρο 1930)» περιγράφει τα βιώματα του Ίσεργουντ και των υπόλοιπων ενοικιαστών του ξενώνα της φροϊλάιν Σρέντερ στη Νόλεντορφστράσε, ενός περιθωριακού παλμαρέ που αποδίδεται με αφοπλιστική ψυχολογική διεισδυτικότητα σε ένα πολιτικό φόντο υπό το οποίο φαντάζει εξίσου πιθανό ένα πραξικόπημα των ναζί ή μια κομμουνιστική επανάσταση, ενώ στις βίλες των εκατομμυριούχων στο Γκρούνεβαλντ, η νεαρή Χίπι Μπέρνσταϊν δεν τρέφει καμία ανησυχητική υποψία για το μέλλον, στη διάρκεια του οποίου ονειρεύεται να ταξιδέψει, να παντρευτεί και να περάσει χάρμα. Η «Σάλι Μπόουλς» του δεύτερου μέρους θα παρασύρει τον συγγραφέα σε λογής χαριτωμένες κοσμικότητες και ελάσσονες παρανομίες, προμηθεύοντάς του παράλληλα έναν διαχρονικό χαρακτήρα που γνώρισε πολυάριθμες κινηματογραφικές και θεατρικές ενσαρκώσεις, με δημοφιλέστερη εκείνη της Λάιζα Μινέλι στο «Καμπαρέ» του 1972.

Το «Στη νήσο Ρούγκεν (Καλοκαίρι 1931)» διερευνά την ιδιότυπη σχέση εξάρτησης μεταξύ Ότο και Πίτερ, που δοκιμάζεται μέσα από το χρήμα, τη ζήλεια, την κτητικότητα και τους αντικρουόμενους πόθους, ενώ ταυτόχρονα τα πρώτα τυπικά δείγματα ζηλωτών του εθνικοσοσιαλισμού κάνουν τη γνωριμία τους στην αποκαμωμένη πρωσική σοσιαλδημοκρατία, που βιώνει την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και την κλιμάκωση της μεγάλης ύφεσης τον Ιούλιο του 1931. Όπως και στα προηγούμενα εδάφια του έργου, έτσι και εδώ ο Ίσεργουντ υιοθετεί ένα ύφος αποστασιοποιημένης αντικειμενικότητας, διερευνώντας ευγενικά, σατιρίζοντας διακριτικά, «χώνοντας την αετίσια μύτη του παντού και στο καθετί», ενίοτε ενδίδοντας στα ευτελή βίτσια του περιβάλλοντός του. Οι «Νόβακ» θα τον φέρουν εγγύτερα στη λούμπεν φτωχολογιά που κυοφορεί μελλοντικούς φασίστες, με τα πιο εύθραυστα τμήματα της κοινωνίας του Βερολίνου να προσαρμόζονται στις πολιτικές συνθήκες σαν να εγκλιματίζονται στους νόμους της φύσης, όπως το ζώο που αλλάζει γούνα τον χειμώνα. «Στο κάτω κάτω, όποια κυβέρνηση και αν είναι στην εξουσία, εκείνοι είναι καταδικασμένοι να ζήσουν σε τούτη την πόλη». Πράγματι, αρκετοί από τους χαρακτήρες του βιβλίου ανακαλούν μέσα στην ανημπόρια τους να επηρεάσουν αυτό που επέρχεται την ανθρωπογεωγραφία του Χανς Φάλαντα και του Γιόζεφ Ροτ. «Τούτη η βραδιά», άλλωστε, «είναι η γενική πρόβα μιας καταστροφής». Οι «Λαντάουερ» της πέμπτης ιστορίας σκύβουν στον κόσμο των πλούσιων εβραϊκών οικογενειών και των αδέξιων αντιδράσεών τους απέναντι στις πρώιμες εκδηλώσεις του ναζιστικού μίσους.

Ο επίλογος γράφεται στο «Βερολινέζικο Ημερολόγιο (Χειμώνας 1932-1933) και ο τόνος αλλάζει φανερά στις τελευταίες καταχωρήσεις, καθώς υιοθετείται η δραματική επιγραμματικότητα εφημερίδας. Πλέον, το Βερολίνο «είναι ένας σκελετός που πονάει με το κρύο. Όλοι έκλεβαν. Όλοι πουλούσαν ό,τι είχαν προς πώληση –ακόμη και τον εαυτό τους». Εδώ ο Ίσεργουντ πραγματοποιεί τις αποχαιρετιστήριες επισκέψεις του στα καταγώγια, στα οποία η αστυνομία δείχνει ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ενώ εκκαθαρίσεις είναι πλέον γενικευμένες, οι συλλήψεις βέβαιες, τα τάγματα εφόδου ξιπάζονται και επινοούνται φρέσκιες ποικιλίες έσχατης προδοσίας. Στις ύστατες γραμμές του σπουδαίου έργου, ο συγγραφέας περπατά στον ήλιο που λάμπει με τον Χίτλερ άρχων της πόλης ατενίζοντας με πονεμένη επιμονή, για να σφραγίσει την εικόνα στη μνήμη του και να γνέψει αντίο σε μια ολόκληρη εποχή. Το Βερολίνο του Κρίστοφερ Ίσεργουντ δεν θα χαθεί από την αναγνωστική μας μνήμη.  

Κρίστοφερ Ίσεργουντ, «Αντίο Βερολίνο», σελ. 328, εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ