Βιβλιο

Generation... αραχτοί

Ο Μικέλε Σέρα συνομιλεί με τη Δήμητρα Δότση και λέει πολλά για τη φυλή που χώνεται σε έναν καναπέ και φτιάχνει το δικό της κόσμο μέσα από οθόνες και πληκτρολόγια

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 575
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
322349-650694.jpg

Ο Μικέλε Σέρα συνομιλεί με τη Δήμητρα Δότση, τη μεταφράστριά του στην Ελλάδα («Οι αραχτοί», εκδ. Ίκαρος) και λέει πολλά για τη φυλή που χώνεται σε έναν καναπέ και φτιάχνει το δικό της κόσμο μέσα από οθόνες και πληκτρολόγια. Που δημιουργεί την εικόνα της πλήρους αδράνειας, μιας αδράνειας που μπορεί τελικά να είναι φαινομενική. Και απαντά στο μεγάλο ερώτημα: Γεφυρώνεται το χάος;

«Ήσουν αραγμένος στον καναπέ, μέσα σε ένα χιλιοτσαλακωμένο κουβάρι από μαξιλάρια γεμάτα ψίχουλα. Καταγράφω με επιστημονικό ζήλο και ουδεμία λογοτεχνική φιοριτούρα. Πάνω στην κοιλιά σου είχες τον αναμμένο υπολογιστή. Με το δεξί έγραφες κάτι στο smartphone σου. Το αριστερό, μισοαδρανές, κρατούσε από τη μία άκρη, με δύο δάχτυλα, ένα σκονισμένο βιβλίο χημείας, αποφεύγοντας να βυθιστεί για πάντα στο ζοφερό μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ράχη του καναπέ και στα μαξιλάρια, εκεί όπου κάποτε βρήκα ένα ωμό λουκάνικο, μία από τις αγαπημένες σου τροφές. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή στη διαπασών, σε μια αμερικάνικη σειρά όπου δύο παχύσαρκα αδέρφια, με υποτυπώδες λεξιλόγιο, εξηγούσαν πως καθαρίζεις μια μονοκατοικία από τα ποντίκια. Στ’ αυτιά σου είχες τα ακουστικά, συνδεδεμένα με το iPod, καταχωνιασμένο σε κάποια χαράδρα του καναπέ. Επομένως, ήταν πολύ πιθανόν να άκουγες μουσική».

Ο διάσημος Ιταλός δημοσιογράφος Μικέλε Σέρα, συγγραφέας του βιβλίου «Οι Αραχτοί» (εκδ. Ίκαρος) είναι σήμερα 62 ετών. Έχει ζήσει όλες τις μεταλλάξεις που έχουν υποστεί τουλάχιστον δύο γενιές: η δική του και η επόμενη, που μπήκε έτοιμη στον κόσμο της διαδικτυωμένης πληροφορίας. Η δική του ήταν, λένε οι ειδικοί, μετανάστρια στο χώρο της πληροφορικής και των δικτύων. Αλλιώς ξεκίνησε να μαθαίνει και αλλιώς εξελίχθηκε. Η επόμενη γενιά, αυτή του γιου του ήρωα του βιβλίου του, είναι η ιθαγενής των Mbps. Και καθώς δεν είναι τα κουμπιά και τα καλώδια αυτά που χωρίζουν τις δύο γενιές αλλά μια ολόκληρη αντίληψη, μια τελείως διαφορετική ζωτική συνθήκη, το σίγουρο είναι πως πατέρας και γιος έχουν πολλά να πουν. Αρκεί να μπορέσει ο ένας να βρει τον κώδικα του άλλου.

Το πρώτο πράγμα που με κέντρισε στο βιβλίο σας ήταν ο τίτλος και στη συνέχεια η εισαγωγή που με παρέσυρε από την πρώτη κιόλας στιγμή στην ιστορία. Πώς επιλέξατε τον τίτλο; Τον διαλέξατε πριν ή μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου σας;

Τον επέλεξα πριν· μπορώ να πω ότι το μυθιστόρημα αυτό ξεκίνησε από τον τίτλο. Και ο τίτλος αυτός δεν είχε σκοπό να αποτελέσει μια ηθική άποψη, ήταν απλώς μια αντικειμενική περιγραφή. Πολύ συχνά τύχαινε να βλέπω τους δύο γιους της συζύγου μου, το δικό μου γιο και τους φίλους τους αραχτούς. Κι ήταν όλοι τους πολύ απασχολημένοι με διαφορετικά πράγματα, όντας αραχτοί. Στη συνέχεια, γράφοντας, συνειδητοποίησα ότι το βιβλίο μιλούσε πολύ περισσότερο για τους πατεράδες παρά για τα παιδιά τους. Νομίζω ότι είναι κυρίως ένα βιβλίο για τη σύγχυση των πατεράδων. Πάντως αυτό που ξέρω και που μπορώ να αντιπροσωπεύσω είναι η άποψη ενός πατέρα. Τα παιδιά θα πάρουν στη συνέχεια μόνα τους το λόγο, όταν και εάν θα έχουν τη διάθεση να το κάνουν.

Οφείλω να ομολογήσω ότι για να μεταφράσω τους «Αραχτούς», ένα βιβλίο 120 σελίδων, μου πήρε τόσο χρόνο όσο θα χρειαζόμουν για ένα βιβλίο 500 σελίδων. Πυκνό σε νοήματα, δομημένο από λέξεις επιλεγμένες με απόλυτη ακρίβεια, παρασέρνει τον αναγνώστη χάρη στο ύφος, τη γλώσσα και τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων που προκαλεί στη διάρκεια της ανάγνωσης. Πόσο χρόνο χρειαστήκατε να το γράψετε και πόσο κουραστική ήταν η συγγραφή;

Μου πήρε πάρα πολύ καιρό. Χρόνια ολόκληρα, βάζοντας στην άκρη σημειώσεις, σύντομα κεφάλαια, επιπλήξεις, μελαγχολίες. Δεν ήθελα να το εκδώσω, μου φαινόταν αποσπασματικό, ασύνδετο… Στη συνέχεια βρήκα τον κεντρικό άξονα, την εκδρομή στο διάσελο της Νάσκα, και είχα την αίσθηση ότι γύρω από αυτή τη σύντομη υπόθεση μπορούσα να κολλήσω όλα τα άλλα. Θα έλεγα πως πήγε καλά. Για να γίνει κάποιος καλλιτέχνης χρειάζεται πολλή δουλειά μα και τύχη.

Υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία;

Πολλά, προφανώς, όμως όλα είναι μεταπλασμένα. Αυτό άλλωστε δεν είναι και η λογοτεχνία; Να μιλάς για πράγματα αληθινά με οδηγό τη φαντασία. Ο διανοούμενος, ο δοκιμιογράφος, δεσμεύεται να λέει «την αλήθεια». Για το συγγραφέα δεν ισχύει αυτό. Πληρώνεται για να την παραποιεί, για να την προσαρμόζει στους σκοπούς του.

Ο πατέρας της ιστορίας σας επικρίνει το γιο του λέγοντας ότι είναι «ο απόλυτος καταναλωτής. Το όνειρο κάθε ιεράρχη ή λειτουργού της σημερινής δικτατορίας, που για να κρατήσει όρθια τα μανιασμένα του τείχη, αυτό που χρειάζεται είναι να καίει ο καθένας μας περισσότερο απ’ ό,τι τον ζεσταίνει, να τρώει περισσότερο απ’ ό,τι τον θρέφει, να φωτίζει περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να δει, να καπνίζει περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί να καπνίσει, να αγοράζει περισσότερο απ’ ό,τι τον ικανοποιεί». Πώς είναι δυνατόν οι νέοι, ενώ τα πάντα γύρω μας καταρρέουν, να κλείνουν τα μάτια μπροστά στο φαινόμενο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που έχει πλήξει όλες τις τάξεις;

Δεν πιστεύω ότι κλείνουν τα μάτια. Νομίζω ότι πολλοί από αυτούς καταλαβαίνουν ή τουλάχιστον διαισθάνονται, αλλά δεν έχουν, για την ώρα, τα πολιτικά εργαλεία για να μετατρέψουν τη δυσαρέσκειά τους σε εξέγερση ή σε αλλαγή. Έχω την αίσθηση ότι η μοναξιά είναι η ηγεμονική κατάσταση της εποχής μας και δεν νομίζω, για την ώρα τουλάχιστον, ότι ο μύθος του δικτύου φτάνει για να επαναδημιουργηθεί ένας ενωτικός ιστός μεταξύ των ανθρώπων. Μπροστά σε ένα βίντεο είμαστε μόνοι. Η πολιτική είναι ύλη, είναι σώμα, ένα σύνολο σωμάτων.

Διαβάζοντας το βιβλίο καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια μονογονεϊκή οικογένεια. Υπάρχει ένας πατέρας κι ένας γιος, αλλά απουσιάζει εντελώς η μητέρα. Μια μητέρα θα βίωνε κατά τον ίδιο τρόπο την αραχτή στάση του γιου της;

Το βιβλίο είναι αποκλειστικά αντρικό. Δεν υπάρχει μητέρα, είναι μια μονομαχία μεταξύ πατέρα και γιου, ο ένας εναντίον του άλλου, ο ένας απέναντι στον άλλο. Προφανώς και πιστεύω πως μια μητέρα θα έγραφε ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο. Το μοναδικό πράγμα που θεωρώ πως ενώνει πατεράδες και μητέρες είναι το άγχος απέναντι στο παιδί τους, αυτή η φοβερή ερώτηση –θα τα καταφέρει;– που κουβαλάει κάθε γονιός. Αυτό είναι το κοινό τους στοιχείο.

Η ιστορία θα ήταν ίδια εάν στη θέση του δεκαοκτάχρονου γιου υπήρχε μια δεκαοκτάχρονη κόρη;

Όχι, δεν θα ήταν ίδια. Η κόρη μου, όταν διάβασε το βιβλίο, μου είπε γελώντας: «Έχεις απόλυτο δίκιο, τα αγόρια είναι σιχαμένα και τεμπέληδες». Ένιωσε εντελώς ξένη απέναντι σε αυτή την τόσο αντρική διαλεκτική, αλλά και πολύ ανταγωνιστική (ποιος θα φτάσει πρώτος στη Νάσκα, ο πατέρας ή ο γιος;). Οι γυναίκες έχουν άλλους μηχανισμούς. Εμείς οι άμοιροι οι άντρες είμαστε συνυφασμένοι με το ανταγωνιστικό πνεύμα και χωρίς αυτό θα ήμασταν πολύ λίγοι.

Ο ρόλος του πατέρα ήταν ανέκαθεν δύσκολος, ειδικά όταν τα παιδιά φτάνουν στην εφηβεία. Ο ρόλος αυτός έχει δυσκολέψει στις μέρες μας;

Ο Πατήρ με το Π κεφαλαίο είχε στα χέρια του τις δέκα εντολές. Πίστευε σε αυτές. Αυτό διευκόλυνε το έργο του. Σήμερα πώς μπορεί ένας πατέρας, εάν είναι ειλικρινής απέναντι στον εαυτό του, να μιλάει εξ ονόματος του νόμου; Εκείνος πρώτος από όλους δεν πιστεύει σε αυτές τις εντολές. Ένα πράγμα μπορεί να κάνει μόνο: να μεταδώσει αγάπη για τη ζωή και σεβασμό για τους ανθρώπους. Πρόκειται για έννοιες υπέροχες αλλά αρκετά αόριστες. Είναι σαν να χαρίζεις ένα αυτοκίνητο που δεν έχει τιμόνι…

Οι «Αραχτοί» είναι ένα βιβλίο το οποίο σελίδα τη σελίδα δημιουργεί στον αναγνώστη διαφορετικά συναισθήματα, είναι όμως κι ένα βιβλίο αγάπης και μίσους ενός πατέρα απέναντι στο γιο του και, αν μου επιτρέπετε, απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Συμφωνώ απόλυτα. Θεωρώ όμως πως στο τέλος υπερισχύει η αγάπη. Πρόκειται όμως για μια αγάπη που έχει κερδηθεί με κόπο. Μια πολύμοχθη αγάπη. Και ίσως γι’ αυτό να είναι πιο αυθεντική.

Αποδέκτες του βιβλίου είναι οι γονείς ή τα παιδιά τους;

Το έχουν διαβάσει χιλιάδες γονείς, τόσο στην Ιταλία όσο και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (στη Γερμανία σημείωσε μεγάλη επιτυχία). Όπως το έχουν διαβάσει επίσης και πολλά παιδιά. Άλλα το μίσησαν και κάποια το εκτίμησαν. Ένα αγόρι μάλιστα μου έγραψε: «Σας οφείλω ένα ευχαριστώ γιατί διαβάζοντας το βιβλίο σας κατάλαβα επιτέλους τον πατέρα μου. Κατάλαβα γιατί βρίσκεται σε τέτοια σύγχυση». Αυτό είναι μεγάλο κομπλιμέντο, όχι φυσικά για εμένα αλλά για το βιβλίο μου.

image

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ