Βιβλιο

Αύγουστος Κορτώ

Ο ταξιτζής των ουρανών

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
ΤΕΥΧΟΣ 413
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
29712-66878.jpg

Ο αστείρευτος Αύγουστος Κορτώ καταπιάνεται με την ποίηση («Ο ταξιτζής των ουρανών», εκδ. Οδός Πανός) και ως συνήθως διαπρέπει.

n

Πέτρος Χατζόπουλος, κατά κόσμον Αύγουστος Κορτώ. Από το 1999, με 13 τίτλους υπό το όνομά σου και την υπογραφή σου να φιγουράρει σε πλήθος μεταφράσεων, κριτικογραφιών, συμμετοχών σε συλλογικά έργα. Τι σε κάνει τόσο ακόρεστο δημιουργικά;

Μόνον όταν γράφω νιώθω πλήρης. Και η πιο σύντομη αποχή από τη συγγραφική διαδικασία μού προκαλεί δυσθυμία και πλήρη διάσπαση προσοχής. Έτσι που αναγκάζομαι να γράφω συνεχώς, για να παραμένω σε μια κατάσταση σχετικής, έστω, ψυχικής ισορροπίας.

Παρότι έχεις καταπιαστεί σχεδόν με κάθε διαθέσιμη εκφραστική φόρμα, ο «Ταξιτζής των ουρανών» είναι το πρώτο στιχοπλοκικό σου εγχείρημα. Γιατί, λοιπόν, ποίηση;

Κατ’ αρχάς σέβομαι και αγαπώ υπερβολικά την ποιητική τέχνη για να χαρακτηρίσω εαυτόν ποιητή. Η ποίηση –η καλή ποίηση– είναι ο βασιλικός πολτός της ανθρώπινης ευαισθησίας. Εγώ, δυστυχώς, δεν διαθέτω το δώρο αυτής της τόσο δύσκολης, σπαραχτικής συμπύκνωσης σε λίγες μόνο λέξεις. Ως πεζογράφος, είμαι επιρρεπής στη φλυαρία. Ωστόσο, επειδή διαβάζω ποίηση, και σε ορισμένες περιόδους κατ’ αποκλειστικότητα, όπως τα τελευταία δέκα χρόνια, κάθε τόσο, τσουπ, ένα στιχούργημα ξεπηδούσε απ’ το θυμικό. Στίχοι ακατέργαστοι κι απλοϊκοί, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντάς τους. Όμως κάποια στιγμή θέλησα να τους περιμαζέψω, όσο αδύναμοι κι αν είναι, και να τους εκθέσω – κι εμένα μαζί. Κι έτσι προέκυψε τούτο το βιβλιαράκι, μικρός, σεμνός καρπός πολλών ετών κρυφής κι αμήχανης στιχοπλοκής.

Ποια εμπόδια απαιτήθηκε να προσπελαστούν από μέρους σου για να εκφραστούν εύγλωττα τα όσα θέλησες να μας πεις με τα 32 αυτά ποιήματα;

Οι στίχοι αυτοί ξεπήδησαν αυτούσιοι. Εγώ απλώς τους κατέγραψα, με μιαν ελάχιστη επιμέλεια στη μορφή. Κι όσο για τη δημιουργική διαδικασία, όποιο κι αν είναι το υλικό, σε μένα είναι πάντοτε παιγνιώδης – εξού και οι αδυναμίες μου, οι «παιδικές ασθένειες» που τυραννούν πολλά μου βιβλία.

 

Κρέας, σάρκα, πληγή, πρήξιμο, αποφορά, αποσύνθεση, ανοιγμένες μύτες, τσίμπλα, μύξα, ουρλιαχτό, δάκρυ, σκοτάδι, βρόμα, σιωπή, άνθρωποι κατάμονοι, βυθισμένοι στο «Τραγούδι του καημού των αποκάτω». Το σώμα, οι εκκρίσεις του και η αδιατάρακτη, σχεδόν ζοφερή μοναξιά που το μαστίζει, διαπερνά το σύνολο της συλλογής αυτής. Μα γιατί;

Ας όψεται η Ιατρική, και η ευεργεσία της. Βρέθηκα ενώπιος ενωπίω με το ανθρώπινο σώμα και τη φθορά του σε τρυφερή ηλικία, και η εμπειρία αυτή στιγμάτισε ανεξίτηλα τη γραφή μου. Το σώμα είναι παρόν σε τούτα τα στιχάκια, όπως και στα μυθιστορήματά μου. Και σε κάποια –όπως ο «Παύλος», που γράφτηκε τελευταίος– είναι παντοδύναμο, υπερβαίνοντας την όποια άλλη «ανώτερη» έκφανση της condition humaine.

 

Για να μην προκαταβάλλω πάντως τον αναγνώστη της συνέντευξης, ξεκαθαρίζω ότι με συνεπήρε η στοργική αντιμετώπιση που επιφύλαξες σε φαινομενικά μονοδιάστατα πλάσματα, σαν το φανατικό των γηπέδων, με την επωδό «οστρακόδερμο ο άνθρωπος/ θέλει αγώνα να τον αγαπήσεις». Θα μπορούσε αυτό το δίστιχο να είναι μότο και ολόκληρου του έργου σου;

Σαφώς, και χαίρομαι πολύ που το απομονώνεις, καθώς στην ουσία μιλώ για τον εαυτό μου –και κατ’ επέκταση, για τα βιβλιαράκια μου– και για την προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει κανείς για να φτάσει στη θωρακισμένη ψίχα του είναι μου.

 

Περνώντας από την ιδιότητα του δημιουργού σε εκείνη του αναγνώστη, ποια είναι η ποίηση που απολαμβάνεις να διαβάζεις εσύ; Θα ήθελες να αραδιάσεις ορισμένα ονόματα;

Την τελευταία περίοδο, όταν πλέον άρχισα να μαζεύω τα αδέσποτα στιχάκια που απαρτίζουν τη συλλογή, διάβαζα μετά μανίας τα αγγλόφωνα ποιήματα του Μπρόντσκι, την υπέροχη, αξεπέραστη Szymborska και τη «Χλωμή φωτιά» του Ναμπόκοφ.

Μια συνέντευξή σου με είχε κάνει έξαλλο στο παρελθόν: θυμάμαι πως είχες αμφισβητήσει τη λογοτεχνική ηγεμονία των κλασικών, και μάλιστα τα έβαζες και με τον Ντοστογιέφσκι. Καταπιάστηκες μάλιστα με το θέμα ξανά και σε ένα από τα κείμενα του «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά». Το γεγονός μού ήρθε στο νου διαβάζοντας το «Οι πεθαμένοι μου», με την αποστροφή «Βιβλία, πολλά βιβλία έχω μαζέψει / τα περισσότερα τα γράψαν πεθαμένοι». Θέλει λοιπόν τόση προσοχή το ποια βιβλία θα διαλέξει κανείς;

Είτε γιατί είναι ανελέητο το φως τους, είτε γιατί είναι η ζωή μας πολύ μικρή; Η τελευταία πρόταση της ερώτησης δίνει και την απάντηση. Εξακολουθώ να επιμένω ότι ο Ντοστογιέφσκι έγραφε πολύ βιαστικά και συχνά πρόχειρα, αν κι ακόμα δεν έχω εγκαταλείψει τα όπλα – κάποια στιγμή θα κατορθώσω να διαβάσω κάποιο από τα τέσσερα-πέντε αριστουργήματά του που ’χω παρατήσει από εξουθένωση. Κι επιπλέον, όσο κρυπτικός κι αν ακούγεται ο στίχος «Πριν ή μετά το θάνατό τους» λέει για μένα πολλά σ’ ό,τι αφορά τη θεοποίηση ορισμένων συγγραφέων που, παρ’ όλο το αναντίρρητο μεγαλείο τους, δεν ταιριάζουν μ’ όλους τους ψυχισμούς.

 

Ποια προτροπή θα περιείχαν πρωτίστως τα δικά σου «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή»;

Δεν είμαι ποιητής, οπότε θα τον προέτρεπα πάνω απ’ όλα να διαβάζει ποίηση αδιαλείπτως, για να φωτίσει την ψυχή του κι από ετερόφωτη να γίνει μια μέρα αυτόφωτη – ένα διάπυρο κέντρο ποιητικής γένεσης.

 

Έχοντας μεταφράσει πολύ, πάρα πολύ, από Ναμπόκοφ και Σάλιντζερ μέχρι Κόρμακ Μακ Κάρθι και Σάρα Γουότερς, ποιοι θα έλεγες πως είναι οι πιο τραγικά υποτιμημένοι συγγραφείς του καταλόγου σου; Αυτοί που θα άξιζαν μια καλύτερη μεταχείριση από μέρος του κοινού;

Κανείς απ’ τους συγγραφείς που έχω μεταφράσει δεν είναι «τραγικά υποτιμημένος». Απλώς για μένα θα ήταν ευχής έργον αν οι αναγνώστες που αγάπησαν με πάθος τον «Φύλακα στη σίκαλη», προχωρούσαν και στα υπόλοιπα βιβλία του Σάλιντζερ (κι όχι βεβαίως επειδή έχω κάνει εγώ τις μεταφράσεις των δύο εξ αυτών). Το αυτό με τον Ναμπόκοφ: όχι μόνο «Λολίτα». Ας διαβάσουν τη «Χλωμή φωτιά», την «Άντα», τον «Σεμπάστιαν Νάιτ». Και θα με θυμηθούν…

 

Μιλώντας πάντως για το κοινό και τις επιλογές του, ας αναφέρω πως στην τελευταία έρευνα αναγνωστικής συμπεριφοράς που έκανε η Metron Αnalysis για το ΕΚΕΒΙ,  το 40% δήλωσε πως δεν ανοίγει ούτε ένα βιβλίο το χρόνο. Πώς αξιολογείς τα νούμερα αυτά;

Γιατί δεν υπάρχει αναγνωστική παράδοση, γιατί εξακολουθείς να βλέπεις σπίτια –συχνά νέων ανθρώπων– όπου δεν υπάρχει βιβλίο ούτε για δείγμα. Μα οι στατιστικές, όσο αποκαρδιωτικές κι αν είναι, δεν με καθιστούν απαισιόδοξο. Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα διψούν για τον «ουρανό» του Σαχτούρη.

 

Είσαι ένας από τους πιο δραστήριους λογοτέχνες μας στα social media, με ιλιγγιώδη νούμερα σε συνδρομητές, ακόλουθους και συμπαθούντες πάσης φύσεως. Κάθε σχόλιο, οποιαδήποτε φωτογραφία σου, λατρεύονται σαν πίνακας του Ρούμπενς ή του Βερμέρ! Αναλογίζεσαι ποτέ από πού προκύπτει τόση αγάπη; Και κάτι ακόμη: βοηθά τις πωλήσεις των βιβλίων σου όλο αυτό το διαδικτυακό σούσουρο;

Το ότι έχει προωθήσει την αναγνωσιμότητα των βιβλίων μου η παρουσία μου στα κοινωνικά δίκτυα είναι αναντίρρητο. Απ’ την άλλη, δεν ήταν ποτέ αυτός ο σκοπός μου – και στην πραγματικότητα, ελάχιστα αυτοδιαφημίζομαι. Κατά κανόνα αυτοσαρκάζομαι σε σημείο αυτοδυσφήμισης. Διότι αντιμετωπίζοντας το Facebook, λόγου χάρη, ως δημόσιο ημερολόγιο, ξεγυμνώνω καθημερινά την ψυχή μου σε τέτοιο σημείο, που ίσως είναι λογικό ότι ορισμένοι άνθρωποι νιώθουν μιαν αιφνίδια οικειότητα ή ακόμα και αγάπη για το κουσουρλίδικο, φαιδρό, ασυνάρτητο πλάσμα που αντικρίζουν στις αναρτήσεις μου.

 

Υποθέτω ότι το web είναι πολυσχιδές όσο και οι χρήστες του, και ασφαλώς είναι δύσκολο να ταξινομηθεί δημογραφικά, αλλά η τόση συλλογική μας υπερέκθεση δεν μπορεί παρά να μου φέρει στο νου τον Στρίντμπεργκ, και την αποστροφή του για την τότε τεχνολογική επανάσταση του τηλεφώνου, το οποίο θεωρούσε βλαβερό για την υποκειμενικότητα και τη συγκρότηση του εαυτού. Βρίσκεις κοινά στοιχεία ή μήπως είναι άστοχη αυτή μου η αναγωγή;

Μιλώντας και ως μεταφραστής, θεωρώ το ίντερνετ ευλογία. Και το γεγονός ότι μπορεί να φέρει κοντά ανθρώπους που ειδάλλως δεν θα είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν και να μοιραστούν πράγματα που αγαπούν – ή και τον εαυτό τους. Κι εγώ με το Κουτάβι στο ίντερνετ γνωριστήκαμε πριν 9 χρόνια – είναι μια ευεργεσία ανεκτίμητη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ