Βιβλιο

Book Voice: Εξουσία και ΜΜΕ

Η Φανή Μ. Κουντούρη εξηγεί πώς φτάσαμε να θεωρούμε τα ΜΜΕ μέρος του συστήματος εξουσίας

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
ΤΕΥΧΟΣ 388
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
21594-48222.jpg

Η Φανή Μ. Κουντούρη* εξηγεί στην A.V. το πώς φτάσαμε να θεωρούμε τα ΜΜΕ μέρος του συστήματος εξουσίας, όπως και τις σχέσεις που ανέπτυξαν με τα ΜΜΕ η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ – θέματα που μεταξύ άλλων εξετάζει στο βιβλίο της «Πολιτική δημοσιότητα και εξουσία» (εκδ. Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδάνος).

n

Στο βιβλίο σας μελετάτε την αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτικών και μιντιακών δυνάμεων στη δεκαετία 2000, αναλύοντας τις διαφορές κάθε περιόδου (κυβέρνηση Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου). Υπάρχει όμως μια κοινή συνισταμένη και των τριών; Σαφώς και υπάρχει μια κοινή συνισταμένη που αναλύεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ως διαχειριστική συναίνεση. Θεωρώ ότι βασικός στόχος των κομμάτων στην εξουσία είναι η διατήρηση της πολιτικής τους ηγεμονίας μέσω της διαχείρισης της δημόσιας προσοχής στα θέματα εκείνα που τους είναι «πολιτικά ωφέλιμα».

Για τον λόγο αυτό οδηγούνται στην επεξεργασία διαχειριστικού τύπου στρατηγικών, οι οποίες «πατάνε» σε μία βασική συνθήκη που έχουν υπογραμμίσει πολιτικοί επιστήμονες ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 90: πρόκειται για την στροφή του πολιτικού λόγου σε τεχνοκρατικές και διαχειριστικές λογικές. Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για ένα κυβερνητικό μοντέλο, που αποτελείται από ένα σύνολο στρατηγικών διαχείρισης της ορατότητας και των ερμηνειών των πολιτικών προβλημάτων και για την αντιμετώπιση των ανταγωνιστικών προτάσεων που εκπορεύονται τόσο από τα μέσα ενημέρωσης όσο και από τους άλλους πολιτικούς και κοινωνικούς δρώντες.

Κατά τη διάρκεια του 2000 επικράτησε, λοιπόν, ένα κυβερνητικό μοντέλο διαχείρισης της ηγεμονίας που σχεδόν μονοπωλήθηκε από τη διαχείριση της επικαιρότητας, των προγραμματικών δεσμεύσεων και της κοινωνικής δυναμικής μέσα από τον έλεγχο της ορατότητας και των αποδιδόμενων ερμηνειών σε προβλήματα που πολιτικά απέδιδαν οφέλη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κομμάτων εξουσίας εγκλωβίστηκε σε διαχειριστικές στρατηγικές, γεγονός που μεταφράζει την απουσία ιδεολογικοπολιτικών διαφοροποιήσεων, ενώ σηματοδοτεί τη μετάθεση των διαχωριστικών τομών μεταξύ των πολιτικών κομμάτων σε δείκτες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Η συμπόρευση των δύο κομμάτων σε διαχειριστικές στρατηγικές, και η σύμπλευση αυτών και των μέσων ενημέρωσης, δημιούργησε τις προϋποθέσεις εξομοίωσης της επικοινωνίας με την ίδια την πολιτική. Η επικοινωνία αναγορεύθηκε σε εργαλείο διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων, των πολιτικών ανταγωνισμών και των δημόσιων πολιτικών, κατά τρόπο που ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η πίστη στην επιδραστική της δύναμη.

Αναλύετε σε βάθος τις «εξαρτήσεις ρουτίνας».Πρόκειται για ένας είδος παθογένειας που μάλλον, δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Άρα, δεν πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα στο μέλλον;  Οι εξαρτήσεις ρουτίνας αφορούν τους δημοσιογραφικούς περιορισμούς είτε αυτοί συνδέονται με τις εργασιακές συνθήκες είτε με τις δεοντολογικές δεσμεύσεις. Πιο αναλυτικά οι χρονικοί και οικονομικοί περιορισμοί, χρόνος προετοιμασίας των ρεπορτάζ, πίεση των προθεσμιών, αλλά και οι δυσπραγίες των μέσων και οι επαγγελματικές δεσμεύσεις για αντικειμενικότητα με παράλληλη μείωση του ρίσκου στη μεταφορά της είδησης καταλήγουν στην ανισομέρεια στην πρόσβαση των πηγών στην ενημέρωση. Με άλλα λόγια, οι εξαρτήσεις ρουτίνας οδηγούν στην αναπαραγωγή της υπάρχουσας δομής εξουσίας ακριβώς γιατί οι σίγουρες πηγές (υπουργεία, αντιπολίτευση, αστυνομία, πολίτες) διασφαλίζουν τη ροή της καθημερινής ενημέρωσης με την αναγνωρισμένη εγκυρότητα που τις συνοδεύει. Αναφέρομαι σε μία ιεραρχική κατανομή της ορατότητας θεμάτων και προσώπων, που καταλήγει στη διαμόρφωση μιας δημόσιας σφαίρας που στοιχειώνεται από το φάντασμα του ελιτισμού με την έννοια του περιορισμού στην προσπέλαση των πληροφοριών, του καταμερισμού της πρόσβασης και της ορατότητας σε αυτό, αλλά και της άσκησης ελέγχου και επιρροής με απώτερο στόχο την επίτευξη της συναίνεσης.

Πρόκειται για δομικούς περιορισμούς που δεν εξαλείφονται εύκολα και με την έννοια αυτή δεν θα πρέπει να αναμένουμε ισχυρές αναπροσαρμογές στους τρόπους διαχείρισης της πληροφορίας και των πηγών της από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. Δύο είναι οι συνθήκες που μπορεί να επιτρέψουν ορισμένες τροποποιήσεις στο μοντέλο αυτό ενημέρωσης.

Από τη μία, η ενημέρωση μέσω διαδικτύου αλλάζει τα δεδομένα στη διαχείριση της πληροφορίας με τον πολλαπλασιασμό των πηγών και την ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών. Από την άλλη οι συγκυρίες κρίσης, οι έκτακτες καταστάσεις, οι περιπτώσεις «ερευνητικής δημοσιογραφίας» και αποκάλυψης σκανδάλων, οι καταστάσεις σύγκρουσης και αντιρρησιών εντός του κυβερνητικού στρατοπέδου, αλλά και οι ηχηρές συλλογικές κινητοποιήσεις μεταβάλλουν τα δεδομένα στη διαχείριση της πληροφορίας καθώς ο πολλαπλασιασμός των πηγών που δεν υπόκεινται στις εξαρτήσεις ρουτίνας καταλήγει στη διεμβόλιση της παραδοσιακής ιεράρχησης των πηγών από τη ροή των αποκαλύψεων, των δηλώσεων και των ειδησεογραφικά ορατών γεγονότων.

Πώς χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ τα λεγόμενα «προβλήματα της καθημερινότητας» και πόσο αυτά αλλάζουν τον πολιτικό λόγο;

Τα προβλήματα της καθημερινότητας αναδείχθηκαν τη δεκαετία του 2000 και αφορούν τα προβλήματα με τα οποία ο πολίτης έρχεται αντιμέτωπος στην καθημερινή του ζωή: η γραφειοκρατία, η ανεπάρκεια των υποδομών και η ποιότητα των υπηρεσιών στα δημόσια νοσοκομεία, στις δημόσιες υπηρεσίες (ουρές, ράντζα, ελλείψεις σε φάρμακα κ.λπ.), η ακρίβεια, η έλλειψη υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης στις απομακρυσμένες περιοχές, είναι μερικές από τις πλέον συχνά επικαλούμενες ως προβληματικές όψεις της «Καθημερινότητας». Σε όλη τη διάρκεια του 2000 τα προβλήματα αυτά παρουσίασαν εκτεταμένη ορατότητα κυρίως στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης τόσο στις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές όσο και στα δελτία ειδήσεων.

Τα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) εκ περιτροπής στην αντιπολίτευση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 αξιοποίησαν πολιτικά την ορατότητα των θεμάτων αυτών καθώς τα δύο κόμματα όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση, συμπλέουν σε μεγάλο βαθμό με τα μιντιακά περιεχόμενα προκειμένου να πλήξουν την αξιοπιστία της κυβέρνησης και τη δημόσια εμπιστοσύνη στην ικανότητά της. Η πρόσδεση, ωστόσο, στα προβλήματα βιωμένης εμπειρίας παγίωσε στη δημόσια αντιπαράθεση μία πολιτική κατηγορία που κυριάρχησε στον πολιτικό ανταγωνισμό ανασημασιοδοτώντας την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο κομμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάδειξη της κατηγορίας «Καθημερινότητα του πολίτη» σε βασικό διακύβευμα του πολιτικού ανταγωνισμού (στις εκλογές κυρίως του 2004 και 2007) εγγράφεται σε ένα μοντέλο διακυβέρνησης που προτάσσει την αποτελεσματική διαχείριση όχι μόνο των μεγάλων και κρίσιμων αλλά και των μικρών και καθημερινών προβλημάτων. Θεωρώ ότι προέκυψε μία μιντιακή εκπροσώπηση του κοινωνικού η οποία απέκτησε πραγματικές διαστάσεις μέσα από την πολιτικοποίησή της.

Τα προβλήματα των πολιτών περιορίστηκαν σε μία μιντιακή εκδοχή η οποία αποσιώπησε τις ευρύτερες και βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές τους παραμέτρους εστιάζοντας το ενδιαφέρον του κόσμου στις προσωποποιημένες και μερικές εκδοχές τους (το πρόβλημα του συγκεκριμένου ανέργου και όχι το πρόβλημα της ανεργίας, η κακοδιαχείριση του συγκεκριμένου δημόσιου υπαλλήλου και όχι το σύστημα της δημόσιας διοίκησης).

Η αντιπολιτευτική στρατηγική των δύο κομμάτων επέμεινε στη διαπραγμάτευση ορισμένων μιντιακών εκδοχών των πολιτικών προβλημάτων απογυμνώνοντας την πολιτική αντιπαράθεση από τα ουσιώδη προβλημάτα, ισχυροποιώντας το πλαίσιο ατομικής διεκδίκησης και καταγγελίας αλλά και αποθεώνοντας τον δια-/υπερ-ταξικό πολίτη ως κυρίαρχο πολιτικό εντολέα απέναντι στις όποιες κοινωνικές συλλογικότητες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις απομονώθηκαν ως «συντεχνίες».

Ποιες είναι οι δυναμικές στις σχέσεις ΜΜΕ-πολιτικών κομμάτων στη διάρκεια της δεκαετίας.  Θεωρώ ότι μία βασική δυναμική στη διάρκεια της δεκαετίας ήταν η τάση του πολιτικού κόσμου να περιορίζεται όλο και περισσότερο στον ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων για τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και την απόκτηση επάρκειας στην αποτελεσματικότητα, και ταυτόχρονα να εξαντλείται σε πολιτικούς στόχους κυρίως αυτό-αναφορικούς. Η περιχαράκωση αυτή οδήγησε στην ανάδειξη ζητημάτων όχι κοινωνικών αλλά όσων εξυπηρετούν τις κομματικές στρατηγικές, σε μία λογική πολιτικής επιβίωσης και αναπαραγωγής.

Από την άλλη η σύμπλευση του πολιτικού και του μιντιακού κόσμου, στη διάρκεια της δεκαετίας σε ορισμένες διαχειριστικές πρακτικές, σε έναν κομματοκεντρικό πολιτικό λόγο, σε θεματικές απομακρυσμένες από τις απαιτητικές κοινωνικές ανάγκες και προσανατολισμένες σε επικοινωνιακές ανάγκες, αλλά και σε διακυβεύματα που υπερέβησαν τις κυρίαρχες, στο ελληνικό μεταπολιτευτικό σύστημα διαιρετικές τομές μετατοπίζοντας το πεδίο της πόλωσης και της πολιτικής διαφοράς, καλλιέργησαν τάσεις πολιτικής κουλτούρας, ειδικά στην κατεύθυνση της πολιτικής απαξίωσης και του πολιτικού κυνισμού που σήμερα αναδύονται με τρόπο ηχηρό στον δημόσιο χώρο. Η καταλυτική δυναμική της σημερινής δημοσιονομικής κρίσης ανέδειξε μία πολιτική και κοινωνική κρίση που τείνει να επαναδιαπραγματεύεται βασικές παθογένειες της μεταπολιτευτικής πολιτικής σκηνής και να αμφισβητεί τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού μιντιακού συστήματος και, συνεπώς, τους όρους της συναίνεσης που αυτό είχε θέσει.

Αν και η κοινή (αν υπάρχει τέτοια) γνώμη θεωρεί πως η πολιτική έχει υποταχθεί στην επικοινωνιακή/μιντιακή πολιτική εσείς το αρνείστε. Μπορείτε να μας το αιτιολογήσετε; Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η πολιτική έχει προσδεθεί σε μεγάλο βαθμό στην επικοινωνία για να νομιμοποιήσει τις όποιες πολιτικές της σε σημείο που η επικοινωνία έχει μετατραπεί σε πολιτικό δόγμα. Αναμφισβήτητο επίσης είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής εμπειρίας των πολιτών διαμεσολαβείται από τα ΜΜΕ. Στη βάση αυτών των δεδομένων αναπτύχθηκε η θεωρία ότι τα ΜΜΕ παίζουν τον κυρίαρχο ρόλο στις σύγχρονες δημοκρατίες επιβάλλοντας τους κανόνες τους στο πολιτικό πεδίο, σε βαθμό που αναφερόμαστε σε μιντιοκρατικές δημοκρατίες. Θεωρώ ότι η άποψη περί μιντιοκρατίας ενώ σε μεγάλο βαθμό απηχεί τη δυναμική των μέσων ενημέρωσης δεν συλλαμβάνει ωστόσο μία σημαντική συνθήκη, αυτή της διατήρησης από την πλευρά του πολιτικού πεδίου της αυτονομίας του.

Εξηγούμαι. Στον αγώνα για την πολιτική εξουσία τα πολιτικά κόμματα μετέρχονται ποικίλων πόρων. Αν τα ΜΜΕ, και κυρίως η τηλεόραση, κατοχυρώνουν τη δύναμή τους στην εκπροσώπηση του κοινωνικού, τα πολιτικά κόμματα έλκουν πολιτικά οφέλη από την αξιοποίηση της εκπροσώπησης αυτής, μετατρέποντάς την σε πολιτική δυναμική. Έτσι, θέματα και ορισμοί που αναδεικνύονται στη μιντιακή αρένα και δυνητικά συγκροτούν μία βάση εκπροσώπησης του κοινωνικού, θεωρούνται ικανά να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις πολιτικής και κοινωνίας. Το πολιτικό πεδίο έχει τη δυνατότητα να ενσωματώνει τα μιντιακά περιεχόμενα και να τα μεταλλάσσει σε πολιτικά διατηρώντας έτσι την αυτονομία του, τη δυνατότητά του δηλαδή να θέτει τους δικούς του νόμους.

Με άλλα λόγια αξιοποιούνται πόροι από το ευρύτερο μιντιακό περιβάλλον προκειμένου να ενισχυθούν οι πολιτικές στρατηγικές και να εμπλουτιστεί η πολιτική ατζέντα με θεματικές που απορρέουν από τα ΜΜΕ. Τα προβλήματα της καθημερινότητας στα οποία αναφερθήκατε παραπάνω είναι μία απόδειξη ότι οι πολιτικοί αντλούν από το μιντιακό περιβάλλον θεματικές που τις μετατρέπουν σε πολιτικές κατηγορίες. Στην πραγματικότητα τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να «επιβάλλουν» θέματα στο βαθμό που αυτά αξιοποιούνται πολιτικά, όταν δηλαδή ενεργοποιούν τις συνθήκες πολιτικού ανταγωνισμού.

Ακόμα και ορισμένες πλευρές της ερευνητικής δημοσιογραφίας ενεργοποιούνται από τον πολιτικό ανταγωνισμό υποδηλώνοντας ουσιαστικά ότι τα ΜΜΕ είναι που χάνουν μέρος της αυτονομίας τους παρά το πολιτικό πεδίο. Πρόκειται για μία διαδικασία ιδιοποίησης πόρων από εξωτερικά περιβάλλοντα και μετασχηματισμού τους σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις του ίδιου του πολιτικού πεδίου. Κατά συνέπεια, η αξιοποίηση πόρων από το εξωτερικό περιβάλλον δεν συνεπάγεται την απώλεια ιδίων κομματικών πόρων και η δύναμη των επικοινωνιακών κανόνων δεν συνεπάγεται την υποκατάσταση των πολιτικών κανόνων. Η τροφοδότηση του πολιτικού πεδίου με πόρους από το ισχυρό επικοινωνιακό περιβάλλον γίνεται μέσα από μια διαδικασία επιλεκτική και διαχειρίσιμη, σε μεγάλο βαθμό, από τα πολιτικά κόμματα.

Στην εποχή που διερευνάτε έχετε περιοριστεί στα λεγόμενα κόμματα εξουσίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Πως κρίνετε την σημερινή πολιτική επικοινωνία τους; Δείχνει μια αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν, αμηχανία ή είναι το προοίμιο ενός νέου λόγου;

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι παρά το ότι ζούμε σε εποχές κρίσης οπότε θα αναμέναμε μία σημαντικότερης εμβέλειας αναδιαπραγμάτευση των δεδομένων στρατηγικών και μία ευρύτερη αναδιανομή των πόρων που διαθέτουν οι πολιτικοί παίκτες, η επικοινωνιακή πολιτική όχι μόνο παραμένει η κεντρική πολιτική μέριμνα και η έκφρασή της είναι ακόμα πιο αυτοαναφορική. Αυτό σημαίνει ότι τα δύο κόμματα αντί να στραφούν σε μία πιο γνήσια πολιτική έκφραση της επικοινωνίας που να θέτει σε δημόσια αντιπαράθεση τις βασικές συντεταγμένες της ευρύτερης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης με διεύρυνση των απόψεων και άρα των συμμετεχόντων σε αυτή, η επικοινωνία περιορίζεται στην αποκλειστικά εργαλειακή της έκφραση που σημαίνει ότι αξιοποιείται προς επίρρωση των άμεσων πολιτικών στόχων.

Σε συνθήκες κρίσης αυτό γίνεται με τον πλέον διλημματικό, επιτακτικό, πολωμένο και χειραγωγικό τρόπο από την πλευρά των κομμάτων εξουσίας τα οποία μετέρχονται όλων των μέσων προς διατήρηση της ηγεμονίας τους στη δημόσια σφαίρα. Στο πλαίσιο αυτό ο πολιτικός λόγος, των δύο κομμάτων εξουσίας, όχι μόνο δεν εμφανίζει σημάδια ανανέωσης σε μία προσπάθεια να επαναφέρει το πολιτικό αιτούμενο, αλλά απεναντίας μετέρχεται τρόπων επικοινωνίας που ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Αυτό που δεν έχει γίνει ακόμα σαφές στην πολιτική εξουσία είναι ότι οι αδιόρατοι μέχρι εχθές μηχανισμοί αναπαραγωγής της, καθίστανται πλέον εμφανείς. Τα διλήμματα και οι εκβιασμοί αλλά και οι πολιτικομιντιακές συνέργειες γίνονται σήμερα περισσότερο εμφανείς τη στιγμή που έχουν πολλαπλασιαστεί οι πηγές ενημέρωσης και οι προσβάσεις στις διαφορετικές ερμηνείες της κρίσης.

Στον επίλογό σας γράφετε πως «μπορεί όλα αυτά που ζούμε να συμβάλλουν στην επανατοποθέτηση των πολιτικομιντιακών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων, αλλά και στη βαθύτερη, ενδεχομένως ανανέωση της πολιτικής ζωής». Το πιστεύετε ακόμα; Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι παρατηρούνται σήμερα μία σειρά από αλλαγές : Ο κατακερματισμός του πολιτικού μηνύματος και η εντεινόμενη χρήση των νέων μέσων επικοινωνίας, η επαναφορά της πολιτικής θεματολογίας στα ζητήματα «υψηλής πολιτικής» παράλληλα με την οικονομική και κοινωνική χρεοκοπία ορισμένων εκ των πλέον ισχυρών μέσων ενημέρωσης, η ανάδυση νέων μορφών πολιτικής κινητοποίησης μπορούν να συμβάλλουν, αφενός, στην εναργέστερη κατανόηση από την πλευρά των πολιτών των ποικίλων ερμηνειών που διακινούνται στο δημόσιο χώρο και, αφετέρου, στην ανανέωση της πολιτικής ζωής με την έννοια της επαναφοράς στην ουσία των πολιτικών προβλημάτων. Η ανανέωση της πολιτικής ζωής δεν περιορίζεται στην «από τα πάνω» ανανέωση, στην ανανέωση των πολιτικών προσώπων, των πολιτικών ελίτ, αλλά θα πρέπει να αφορά την «από τα κάτω» ανανέωση με την έννοια της ανανέωσης της πολιτικής κουλτούρας και της κουλτούρας της πολιτικής συμμετοχής.

Το βιβλίο σας είναι η «ταφόπλακα» στην ούτως ή άλλως τρωθείσα εμπιστοσύνη του θεατή/ αναγνώστη στα ΜΜΕ;  Νομίζω ότι αν υπάρχει κάτι που μπορούν οι κοινωνικές επιστήμες να προσφέρουν είναι στην κατεύθυνση της χειραφέτησης του ανθρώπου μέσω της αποκάλυψης των πολλών επιπέδων της κοινωνικής πραγματικότητας και των νοημάτων που τη διαρθρώνουν. Με την έννοια αυτή δεν νομίζω ότι η επιστήμη πρέπει να καταλήγει σε εσχατολογικές εκτιμήσεις αλλά να ανακαλύπτει τις ποικίλες νοηματοδοτήσεις, τις στρατηγικές, τους στόχους, τα παιχνίδια των ποικίλων δρώντων. Στην κατεύθυνση αυτή η επιστημονική διερεύνηση της «τρωθείσας» εμπιστοσύνης των θεατών/αναγνωστών στα ΜΜΕ είναι το ζητούμενο. Πώς φτάσαμε να θεωρούμε τα ΜΜΕ μέρος του συστήματος εξουσίας, ποιες είναι οι παράμετροι εκείνες που οδήγησαν στην απώλεια της εμπιστοσύνης στην παρεχόμενη από τα ΜΜΕ ενημέρωση, γιατί οι δημοσιογράφοι κατέληξαν να είναι μεταξύ όσων ειρωνικά αντιμετωπίζονται από τους «αγανακτισμένους» πολίτες, γιατί οι επικοινωνιακές προσπάθειες των πολιτικών για χειραγώγηση της ενημέρωσης έχουν γίνει πλέον εμφανείς στα μάτια του κοινού, γιατί τα ζητήματα «υψηλής πολιτικής» αποσιωπήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.

Στο βιβλίο συζητούνται τα παραπάνω θέματα. Η ανάλυση καταδεικνύει τις παραμέτρους ενός πολιτικομιντιακού συστήματος εξουσίας, δηλαδή ενός δικομματισμού ο οποίος σε συνέργεια με ορισμένα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης κατέστησε δυνατές τις προϋποθέσεις συναίνεσης σε έναν περιορισμένο ορίζοντα ορατών πολιτικών εναλλακτικών και σε έναν μικρό κύκλο διαχειριστικών πρακτικών, στο πλαίσιο μιας δημόσιας σφαίρας, η οποία είναι τελικά ασθενική. Και κατέληξε να είναι ασθενική λόγω της ελλειμματικής πολιτικής εμβάθυνσης σε κοινωνικούς στόχους και πολιτικές θεματικές καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας, λόγω της σχεδόν εμμονικής, από την πλευρά των πολιτικών κομμάτων, προσφυγής σε επικοινωνιακές πρακτικές, λόγω της απομάκρυνσης από τις κοινωνικές προεκτάσεις του πολιτικού λόγου και της πολιτικής δράσης, λόγω της αυτοαναφορικότητας των πολιτικών στόχων και του κρατοκεντρικού χαρακτήρα της κομματικής λογικής, αιτίες που αποτέλεσαν άλλωστε τις βαθύτερες συνθήκες της σημερινής δυσφορίας και πολιτικής δυσανεξίας. Για αυτό και θεωρώ ότι η ασθενικότητα του πεδίου της δημοσιότητας, το γεγονός, δηλαδή, ότι συρρικνώνεται σημαντικά ο κοινώς αποδεκτός ορίζοντας των δημόσιων εναλλακτικών λόγω της σύμπραξης πολιτικών και μιντιακών ελίτ, αφήνει περιθώρια ανάφλεξης ζητημάτων είτε στα αριστερά είτε στα δεξιά του πολιτικού συστήματος.

Φαίνεται λοιπόν ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 ρίξαμε αρκετή πολιτική σκόνη κάτω από το επικοινωνιακό χαλί. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η πολιτικομιντιακή συνέργεια της προηγούμενης δεκαετίας, παρότι πρόκειται ουσιαστικά για έναν μηχανισμό αδιόρατο, έχει σε μεγάλο βαθμό αποκαλυφθεί. Πλέον οι πολίτες μπορούν και περισσότερο ενημερωμένοι να είναι αλλά και πιο εξοικειωμένοι με τις πολιτικομιντιακές αλληλεξαρτήσεις, ώστε η ενημερωτική διαδικασία να έχει αποκτήσει ισχυρότερες αντιστάσεις. Θέλω να πιστεύω ότι η επιστήμη έχει βοηθήσει σε αυτή την κατεύθυνση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ