Βιβλιο

Έθνος γιαχνί

"Τα παιδιά του Κάιν" του Νίκου Παναγιωτόπουλου

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 380
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20234-44948.jpg

Τα παιδιά του Κάιν

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Μεταίχμιο, σελ. 395


image

Λίγες μέρες πριν διαβάσω «Τα παιδιά του Κάιν», ρούφηξα κυριολεκτικά τη συνέντευξη του καθηγητή Αντώνη Λιάκου στο «Lettre International», όπως αναδημοσιεύτηκε στο «Books’ Journal» (τ. Ιανουαρίου). Ένας ποταμός χιλιάδων λέξεων, αφιερωμένος στη μεγάλη κρίση της Ευρώπης αλλά και το «ελληνικό πρόβλημα», όπως ενέσκηψε. «Όσο για τα μυθιστορήματα που προκύπτουν από την προβληματική που προκάλεσε η κρίση, θα είχα να επισημάνω “Τα παιδιά του Κάιν” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, όπου προσπαθεί να δείξει την πορεία της γενιάς της μεταπολίτευσης και τις αιτίες της σημερινής κρίσης» υποδεικνύει ο κ. Λιάκος στον Γερμανό συνομιλητή του. Τι σύμπτωση, σκέφτηκα, καθώς ήταν το μυθιστόρημα που είχα βάλει στην άκρη για να διαβάσω.

Εκτιμώ τον Παναγιωτόπουλο και λόγω ηλικίας αλλά και λόγω επαγγέλματος. Είναι συγγραφέας της γενιάς μου αλλά και δημοσιογράφος, το ’97 όπου πρωτοεμφανίστηκε με τα διηγήματα της «Ενοχής των υλικών» με είχε συγκινήσει σφόδρα. Κι ένα Σάββατο μεσημέρι ξεκίνησα «Τα παιδιά του Κάιν» με την τηλεόραση να παίζει ειδήσεις για το χιόνι, που έστειλε τη Φλώρινα στην πανευρωπαϊκή κορυφή με ένα μείον 24, αλλά και το γνωστό θριλεράκι για τα δισεκατομμύρια που μας δίνει-δεν μας δίνει η Τρόικα. Τα γράφω αυτά γιατί «Τα παιδιά του Κάιν» δεν είναι απλώς ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα, αλλά και το συγκλονιστικό πορτρέτο της Ελλάδας, που από το ’79 έως σήμερα έκανε τα πάντα για να βγάλει τα μάτια με τα ίδια της τα χέρια. Η παρέα των ηρώων είναι μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας που τώρα καταρρέει.

Το στόρι: μια παραλία ενός νησιού κάπου στο Ιόνιο, που το ’79 μοιάζει με χαμένο Παράδεισο. Οι έφηβοι του τότε κυκλοφορούν χωρίς φύλλο συκής, προειδοποιούν το μέλλον να τους στρώσει κόκκινο χαλί, γιατί έρχονται ανάβοντας φωτιές, διαβάζουν Έρμαν Έσε και ακούνε «Highway 61 Revisited» του Ντίλαν. Τα χρόνια περνούν, ερωτεύονται, τα φτιάχνουν, τα χαλάνε, γνωρίζουν άλλους ανθρώπους διασπώντας τον πυρήνα της σχέσης τους, κάποιοι τα καταφέρνουν επαγγελματικά, κάποιοι άλλοι απλώς βολεύονται, μέχρι να έρθει ένα τριήμερο Αγίου Πνεύματος του 2009 και να επιστρέψουν στο ίδιο νησί, στην ίδια παραλία, όχι ολόιδιοι με τότε. Στα «Παιδιά του Κάιν» ο Παναγιωτόπουλος προεκτείνει τη λογοτεχνία του και τη φέρνει αντάμα με το σινεμά. Οι λέξεις του φτιάχνουν εικόνες, η δραματουργία και η μυθοπλασία του ακολουθούν τη συνταγή του cliffhanger: κεφάλαια που τελειώνουν με αναπάντητα ερωτηματικά. Η μουσική του Ντίλαν, των Stones ή των Sunnyboys και του Μουλάτου Αστάτκε μοιάζει με σάουντρακ.

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα τρικ του παρελαύνει ο παλιός κόσμος, όπως τον ξέραμε: το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα, το lifestyle του Κωστόπουλου, η οικονομία των επιδοτήσεων, ο πολεοδομικός βανδαλισμός, η άναρχη δόμηση, που στις παραλίες έστησε beach bars και ξενοδοχεία all inclusive, η διαπλοκή πολιτικής και μίντια, η μεγάλη αρπαχτή, η διαφθορά, η ξεφτίλα σε όλο της το μεγαλείο. Μπάτσοι, ταβερνιάρηδες, «επιχειρηματίες της χρονιάς», φωτογράφοι, πλαστικοί χειρουργοί, καθηγητές πανεπιστημίου, μαγείρισσες, σούπερ σεφ, όλα ένα κουβάρι, καλοί-κακοί μαζί, έθνος γιαχνί, ιδεολογίες τουρλού, γκομενικά, καριέρες… κενό.

Σε ένα σημείο του βιβλίου, μια από τις ηρωίδες θεωρεί πως το τέλος του εμφυλίου ξεκίνησε με την άνοδο του «πράσινου ήλιου» και ολοκληρώθηκε την εποχή του χρηματιστηρίου, μια κολυμπήθρα του Σιλωάμ όπου όλοι βούτηξαν και σήκωσαν πολύτιμα σταυρουδάκια. Μεγαλειώδης παρατήρηση! Αλλά και μεγαλειώδες μυθιστόρημα. Αγγίζει το νουάρ, καθότι υπάρχει κι ένας φόνος που πρέπει να διαλευκανθεί, αν και ο συγγραφέας φροντίζει να τον διανθίσει και με πολλά άλλα που «σκότωσε» η γενιά του Πολυτεχνείου. Καθώς η πλοκή ξεδιπλώνεται, ξέρεις πως διατρέχεις το βουλεβάρτο των χαμένων ονείρων της γενιάς μιας χώρας που πιάνοντας κάθε στόχο της ήταν σαν μεθοδικά να κανιβάλιζε όλα τα όνειρα που την έθρεψαν. Διαβάζεται απνευστί και μας αποζημιώνει καθώς από την «Αγιογραφία» του 2003 ο Παναγιωτόπουλος επιστρέφει βεβηλώνοντας κυριολεκτικά τον ψεύτικο παράδεισο που έζησε το έθνος και η αγία οικογένεια των πενηντάρηδων του σήμερα, που, όπως όλα δείχνουν, αμάρτησαν για το... πουγκί τους.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ