Βιβλιο

«Από το πουθενά»

Προδημοσίευση από το νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 545
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
112699-250824.jpg

Η σχέση αναλυόμενου-αναλυτή αποτελεί το υπόβαθρο του νέου μυθιστορήματος του Μισέλ Φάις. Ένας άνδρας και μια γυναίκα συναντιούνται επί δέκα χρόνια στο ίδιο πάντα δωμάτιο, την ίδια πάντα μέρα και συνομιλούν: αφηγήσεις, στιχομυθίες, παραμιλητά, σπαράγματα ζωής και θραύσματα ονείρου συνθέτουν ένα ψυχικό χρονικό και συνάμα μια εναγώνια προσπάθεια να εξαχθεί νόημα από έναν κατακερματισμένο κόσμο. Ένα ανάλαφρα σκοτεινό μυθιστόρημα αρθρωμένο σε δέκα κεφάλαια, δέκα ψυχαναλυτικές συνεδρίες, δέκα παράπλευρες, αναπάντεχες περιπλανήσεις.

image

Οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Φθαρμένος λαδί καναπές. Στο ένα άκρο κάθεται αξύριστος άντρας, γύρω στα ογδόντα, φασκιωμένος με πολλά φθαρμένα ρούχα, στο άλλο άντρας, γύρω στα σαράντα, με αθλητική φόρμα και μια κούπα καφέ στο χέρι. Οι δυο άντρες είναι ανυπόφορα όμοιοι, σαν να είναι ο ίδιος άντρας στο πέρασμα του χρόνου. Ο νεότερος άντρας μιλάει πρώτος.

Ναι...

Πώς τα περνάτε;

Ποιος είναι;

Εγώ...

Ναι...

Ακούς;

Πώς και πήρες;

Μ’ ακούς;

Εσύ;

Με δυσκολία.

Να μιλάω πιο δυνατά;

Πώς είστε εκεί;

Τα ίδια.

Δηλαδή;

Εσείς;

Τα γνωστά.

Βρέχει;

Γιατί ρωτάς;

Γιατί εδώ μελαγχολούσες με τη βροχή.

Να ήταν μόνο η βροχή...

Γιατί εδώ, με την πρώτη σταγόνα δεν σου ‘παιρναν κουβέντα. Μόνο κάπνιζες, καπνός μόνο έβγαινε από το στόμα σου, αφού κάποιες φορές νόμιζα πως μίκραιναν και τα χείλη σου. Τόσο πολύ σώπαινες. Λες και καθόσουν μπροστά στον καθρέφτη και με μια σακοράφα έραβες το στόμα σου.

Εδώ όλα είναι χαλασμένα.

Χαλασμένα; Ποια είναι χαλασμένα;

Τα πάντα.

Τα φαγητά;

Τα φαγητά, τα αυτοκίνητα, οι κλειδαριές, τα παράθυρα, τα σιφόνια. Τίποτα δεν λειτουργεί. Οι τηλεοράσεις. Όλο κόβεται το ρεύμα. Κόβεται το νερό. Και ουρές. Ουρά για το σαπούνι, για τα φάρμακα, για το―

Μπαταρίες έχει;

Γιατί ρωτάς;

Για να ακούς ραδιόφωνο να ξεχνιέσαι.

Άμα βρεις, έχει. Σπάνια όμως βρίσκεις. Αλλά και να βρεις τι να ακούσεις; Όλο παίζουν κάτι άγνωστα τραγούδια.

Παλιά;

Άγνωστα. Κανένας δεν μπορεί να τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια. Δεν τα ξέρει κανένας. Άσε που τη μελωδία τους δεν μπορείς να τη σφυρίξεις και τα λόγια τους αναφέρονται σε πράγματα τόσο θλιβερά. Σου μαυρίζουν την ψυχή. Πρώτα σου μαυρίζουν την ψυχή και μετά σε εξαγριώνουν. Σου έρχεται να αρχίσεις να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Γίνεσαι όλος μια μαυρισμένη ψυχή με ματωμένο κεφάλι. Γι’ αυτό όταν παίζουν αυτά τα τραγούδια όλοι βουλώνουν τα αυτιά τους.

Δεν ακούγεσαι καλά....

Τρεις μέρες προσπαθούσα να βγάλω γραμμή.

Σε χάνω...

Λέω, ουρά για να τηλεφωνήσεις, ουρά για να βρεις ψωμί, γάλα ή κρέας, ουρά για να βρεις ένα ζευγάρι παπούτσια.

Τώρα κάπως καλύτερα...

Έχει κάτι η φωνή σου;

Όχι...

Είσαι κρυωμένος;

Όχι, γιατί;

Έκλαιγες μήπως;

Ακούγομαι βαριά;

Προχτές σε είδα στον ύπνο μου.

Εμένα;

Εμένα κι εσένα.

Και;

Κολυμπούσαμε, λέει, μαζί.

Μαζί; Μα εμείς δεν είχαμε πάει ποτέ στη θάλασσα μαζί...

Πάντως κολυμπούσαμε και ήταν ωραία.

Αυτό ήταν όλο;

Και κάποια στιγμή κουράστηκες, σταμάτησες να πάρεις ανάσες και μου είπες πως θες να κρατήσεις δυνάμεις για την επιστροφή. Με ρώτησες μάλιστα, αν θα συνεχίσω, αν αντέχω να συνεχίσω.

Και;

Τι και;

Τι απάντησες;

Σου είπα, θα συνεχίσω, θα πάω ως το τέρμα.

Δεν ακούω...

Λέω, κι εγώ σου είπα, θα πάω ως το τέρμα.

Κι εγώ δεν ακούω...

[....]

Πολύχρωμο, ανάστατο πλήθος, σαλεύει σε ακτές Τουρκίας, Ελλάδας, Ιταλίας. Μαύρο ανθρώπινο ποτάμι κυλάει ορμητικά στα νότια Βαλκάνια και στην κεντρική Ευρώπη.

Ξέρω πως δεν είμαι εγώ, μόνο αυτό ξέρω, λέω εγώ ξέροντας πως δεν είμαι εγώ, εγώ είμαι ήδη μακριά, πιο μακριά από κει που ξεκίνησα, πιο μακριά από κει που δεν θα πάω, αλλά τι θα πει μακριά; Υπάρχει πιο μακριά από την κραυγή του φιμωμένου, πιο μακριά από τη στάχτη του βομβαρδισμένου, πιο μακριά από τη σιωπή του πνιγμένου; Γι’ αυτό δεν θα ξανακοιμηθώ ποτέ, δεν θα ξαναξυπνήσω ποτέ, μόνο θα συνεχίσω, θα συνεχίσω, θα συνεχίσω, δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν γίνεται να συνεχίσω, κι όμως ο μόνος τρόπος να συνεχίσεις είναι να συνεχίζεις όταν όλα γύρω σου σε ανακόπτουν, σε αναχαιτίζουν, σου λένε στοπ, γύρνα πίσω, δεν έχεις δικαίωμα να συνεχίσεις, στοπ, επιστρατεύοντας ψέματα, ειδήσεις, φράχτες, κλομπς, όπλα, στοπ, όταν όμως θες να συνεχίσεις δεν υπάρχουν ψέματα, ειδήσεις, φράχτες, κλομπς και όπλα, όταν θες να συνεχίσεις μ’ ένα κεφάλι προικισμένο με απόγνωση και δυο πόδια προορισμένα για έρημο, χωματόδρομο, κοτρόνες, βράχια, μπετόν, συρματόπλεγμα, κύματα, βυθό, αλλά και με τοπία που φαντάζεσαι, πιο τρομακτικά, πιο άβατα, πιο σκοτεινά, με δυο λόγια, όταν θες να συνεχίσεις, συνεχίζεις να σε λένε Τζαβέτ Ισλάμ και να προχωράς, Ανσέρ Τοπά και να προχωράς, Μαλίκ Ματζίτ και να προχωράς, Σαγέτ Τζαμίλ και να προχωράς, Αμπντούλ Καχτάν και να προχωράς, Σουζάν Σαλμά και να προχωράς, Σαμσιντίν Ιντρίσου και να προχωράς, Τέκλε Κινταράς και να προχωράς, Αμπού Αλίμ και να προχωράς, Βισούν Ναϊζ και να προχωράς, Ζαϊνούλ Αμπεντίν και να προχωράς, Γκόλαμ Μόουλα και να προχωράς, Ταζούλ Ισλάμ και να προχωράς, Λαμί Ξεσίμπο και να προχωράς, Μοχάμετ Χαμί και να προχωράς, Θεότιμο Τσάλα και να προχωράς, Αμπαγιόμι Μπέλλο και να προχωράς, Πάτρικ Όντε και να προχωράς, Αχμέτ Μοάβια και να προχωράς, Ιμπραΐμ Μπάες και να προχωράς, Τίμα Κούρντι και να προχωράς, Αϋλάν Τοπά και να προχωράς, Χαντιτζέ Μαλάφ και να προχωράς, Λαϊλά Νιχάτ και να προχωράς, να προχωράς, να προχωράς, να προχωράς και να φτάνεις σ’ ένα μέρος που δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη του κόσμου, σ’ ένα μέρος που θα φτιάξεις με το μυαλό σου, θα το ανασύρεις χαμηλά από τη μνήμη σου, χαμηλά από την κοιλιά σου, θα τυλιχτείς μ’ αυτό το μέρος, σαν να τυλίγεσαι στο χώμα της πατρίδας, στην ιστορία του ξεριζωμού, στην αγκαλιά της επιστροφής, θα τυλιχτείς και θα περιμένεις να έρθουν κι άλλοι σαν εσένα σ’ αυτό το μέρος που δεν υπάρχει, κι όλο θα ’ρχονται και θα ’ρχονται και θα ’ρχονται, μέχρι που σ’ αυτό το μέρος που έφτιαξες με το μυαλό σου, σ’ αυτό το μέρος που δεν υπάρχει, θα φυτρώσουν δέντρα, θα αναβλύσει νερό, θα φτιαχτούν δρόμοι, γέφυρες και σπίτια. Εδώ θα σταθείς.

[....]

Λος Άντζελες, άδειο γήπεδο μπάσκετ, βράδυ. Αφροαμερικανός, γύρω στα εξήντα, με κόκκινη φόρμα, σκουπίζει με ηλεκτρική σκούπα.

Τι ήθελα όμως να πω; Δεν πειράζει, θα πω κάτι άλλο, το ίδιο είναι.

[....]

Τύνιδα, καλοκαιρινό βράδυ. Μονόχειρας γύρω στα πενήντα, έχει κολλημένες πυγολαμπίδες στο μέτωπό του. Κάθεται κάτω από μια χουρμαδιά και καπνίζει χόρτο.

Πραγματικότητα, άντε και γαμήσου. Φαντασία, καλό νούμερο είσαι και λόγου σου.


Απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα του Μισέλ Φάις (θα κυκλοφορήσει μέσα Νοεμβρίου από τις Εκδόσεις Πατάκη).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ