Εικαστικα

Δείξε μου τον Παράδεισο σου και θα σου δείξω την Κόλασή μου...

Η Νάντια Αργυροπούλου, ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια, στα μουσεία και τις γκαλερί της πόλης

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 229
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89103-200122.jpg

Τις λίγες μόνο προηγούμενες ημέρες ο Παράδεισος, όπως τον ήξεραν (ή τον κατασκεύασαν) χιλιάδες άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, αλλά κυρίως στην Αμερική και την Ευρώπη, έπαψε να υπάρχει. Το χειρότερο; Ακόμη και η Κόλαση δεν είναι μια κάποια προοπτική. Ο τρόμος και η λαγνεία έχουν κορυφωθεί τόσες φορές και με τόσους τρόπους ώστε ο κόσμος φαίνεται να κρέμεται πια σε μια ασαφή, ατέρμονη αιώρηση μέσα στο Τώρα, σε ένα αναπόφευκτο και ανεκπλήρωτο Purgatorio.

Ο «Δρόμος» του Cormac McCarthy, το βιβλίο που κέρδισε το βραβείο Pulitzer 2007, ως το πρώτο αριστούργημα «της γενιάς της παγκόσμιας υπερθέρμανσης», απέχει κόσμους από τον «Δρόμο» του Κέρουακ: το ταξίδι πατέρα και γιου στην ερημωμένη χώρα σταματά σε μια θάλασσα από στάχτη κάτω από ένα μαύρο ήλιο, σε μια πραγματικότητα «που δεν μπορεί να ξαναγίνει» και όπου δεν μπορεί να δει κανείς ούτε καν τις λάμψεις του κατακερματισμένου παραδείσου –του επίγειου Paradiso Spezzato– του Ezra Pound, ενός είδους αιφνίδιας ποιητικής στην καθημερινή ζωή.

Στο New Museum της Νέας Υόρκης, ο Massimiliano Gioni επιμελήθηκε την έκθεση “After Nature” (17/7 - 21/9/08), βασισμένη στη διηγηματική πλατφόρμα του ομότιτλου οραματικού βιβλίου του W. G. Sebald, και συγκέντρωσε έργα και καλλιτέχνες που «...οδηγούν τους θεατές στις εσχατιές της γης, σε έναν περίπατο στα φανταστικά δάση του άμεσου μέλλοντος», ενώ εκφράζουν «την αληθινή ανησυχία τους για τον κόσμο όπως είναι τώρα». Ό,τι έκανε την έκθεση σπαρακτική σαν σύνολο, δεν ήταν ότι μπορούσε να διαβαστεί σαν αποχαιρετισμός σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά ότι γινόταν αισθητή ως το requiem της ιδέας ενός Παραδείσου που δεν μπορεί να ξανακερδηθεί.

Πολύ πρόσφατα η Μπιενάλε της Αθήνας ανακοίνωσε την επερχόμενη (Ιούνιος-Οκτώβριος 2009) δεύτερη μεγάλη έκθεσή της, τους επιμελητές και το χώρο όπου αυτή θα οργανωθεί. Heaven. Τα Ουράνια, ο Παράδεισος, είναι με μια λέξη ο πυρήνας του προβληματισμού που θα την απασχολήσει. Αν το καλοσκεφτεί κανείς μιλάμε για ένα πεδίο που περιλαμβάνει όλη την έκταση ανάμεσα στο Θάνατο, ως τη μόνη βεβαιότητα, και την Άλλη Ζωή, ως την απέραντη και ανείπωτη πιθανότητα. Ένα πεδίο όπου έφτιαξε αριστουργήματα η τέχνη και παγίδες η αγορά. Μιλάμε για την τεράστια παιδική χαρά του γουντιαλενικού «πράγματος με φτερά», για την έρημο όπου ανοίγεται το πανανθρώπινο όργιο του “Zabriskie Point”, για τα shopping malls της αφασικής suburbia στο “Kingdom Come”, το κατά Ballard καταναλωτικό επέκεινα. Μιλάμε για τη διευρυμένη συνείδηση και τη γενεσιουργό Επιθυμία των σουρεαλιστών, για την Αρκαδία της ρομαντικής ζωγραφικής, για τον αρχετυπικό Κήπο της τέχνης, για τη λατινοαμερικάνικη λατρεία της γιορτής, για το χριστιανορθόδοξο Εδώ/Μετά, για το Matrix. Μιλάμε για την παραληρηματική τρομώδη χώρα της Suspiria, για το πεδίο της επανάστασης του Σκοτεινού Αγγέλου του Kenneth Anger αλλά και του Μίλτωνα, για την κατάσταση της βαθύτερης αλληλουχίας που εξασφαλίζει ο μπαταγικός ακραίος ερωτισμός, αλλά και για την εκπλήρωση του Θείου Έρωτα. Μιλάμε για megaαρχιτεκτονική, hyperdesign, totalfashion, ultraexperiences, σπίτια, πλυντήρια, οικόπεδα στον ουρανό και μετοχές στις λίμνες. Μιλάμε ο καθένας για κάτι άλλο.

Δεν ξέρω κατά πόσο η σύγχρονη τέχνη μιλάει πια για τον παράδεισο και την κόλαση από το Minor Place – τον ελάχιστο τόπο στους στίχους του Will Oldham, «πονώντας σε κάθε άρθρωση και ευχαριστώντας τον κόσμο που δεν θα τη χρίσει (βασιλέα) αν δει πώς τον κρατά στο χέρι». Ξέρω όμως έργα και τόπους που το καταφέρνουν αυτό ακριβώς έτσι.

Στην Αθήνα είναι, τώρα, οι σειρές Los Caprichos, Disparates - Los Proverbios του Goya στην Εθνική Πινακοθήκη και τα γλυπτά του Σάββα Χριστοδουλίδη στην γκαλερί alphadelta. Είναι η ανέλπιστα ανακτηθείσα Εδέμ του ΕΜΣΤ στο γοητευτικά μισοκρυμμένο κτίριο του Ωδείου Αθηνών, σχεδιασμένο από το μοντερνιστή αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλο, τον μόνο που σπούδασε στο Bauhaus. Είναι η ετεροτοπία της Μόδας, όπως οργανώνεται γύρω από προσδοκίες, νύξεις, φαντασιώσεις και χειρωναξία στο Γκάζι, διεμβολίζοντας δοκιμαστικά τα target group της τέχνης σε μια διεθνή συγκυρία που έχει καταστήσει την ίδια την έννοια του στόχου άχρηστη.

Τα έργα του Goya, μόνο επιγραμματικά να ειπωθεί, είναι ο θρίαμβος μιας τέχνης λαϊκής που ανθίσταται ευφυώς στην εξήγησή της.

Τα έργα του Χριστοδουλίδη, από τα ευτυχέστερα παραδείγματα της νέας ελεύθερης γλυπτικής (κάτι που ο ίδιος βέβαια μελετά χρόνια), είναι η ιδανική σύγκρουση της επιθυμίας με το τυχαίο. Φανταστείτε ένα γλυπτό που μπορεί να δει κανείς με την πορεία μιας βουβής ταινίας στο rewind. Αντικείμενα (βάζα, πορσελάνινα μπιμπελό, φτερά και μέλη αγαλμάτων, πλαστικές δεξαμενές), τρόπαια και ίχνη του αστικού πόθου μαζεμένα από τις αγορές του κόσμου, συγκεντρώνονται σε καινούργιες πλοκές, με ένα «ρίξιμο των ζαριών» τόσο τυχαίο όσο αυτό που αρχικά τα εκσφενδόνισε.

Παρ’ όλ’ αυτά, όσο πιο εμφανής η έλλειψη ιεραρχίας, κέντρου ή κατεύθυνσης, όσο πιο εύθραυστη η εντύπωση, όσο πιο «λίγη» και κομψή, όσο πιο συμπτωματική η ομορφιά της, τόσο πιο αυστηρή η διατάξη που δομεί το έργο. Κάθε βάση, προσεκτικά ενσωματωμένη στο όλον, είναι η ίδια η ρίζα της φόρμας και ο λόγος ανάπτυξης του νόηματός του καθ’ ύψος ή κατά πλάτος. Η έλλειψη χρώματος, η αμφίβολη συμπεριφορά της πορσελάνης απέναντι στο φως, εγκυμονεί πράγματα ακραία. Υπαινίσσεται έναν Παράδεισο όπου ξεβράζονται ακόμη και τα κακά κορίτσια και όπου κύριο γνώρισμα δεν είναι η μονιμότητα αλλά οι εντάσεις, δεν είναι η αφθονία αλλά η περιπέτεια. Τα έργα του Χριστοδουλίδη έχουν φλέγμα, αντι-ηρωϊκό χαρακτήρα, ειλικρίνεια αλλά και τελετουργία. Έχουν την ανάγκη μεγάλου κομματιού της σύγχρονης τέχνης να οικειοποιηθεί τον κόσμο και ταυτόχρονα να τον κλείσει έξω από τα όριά της. Να βρει τα ουράνια κινούμενη προς όλες τις κατευθύνσεις και όχι ανεβαίνοντας.


Φωτό: ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ, ΞΑΦΝΙΚΑ... 2008, ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗ, ΝΤΕΠΟΖΙΤΟ ΑΠΟ FIBER GLASS, ΒΑΣΗ ΑΠΟ ΣΙΔΕΡΟ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ