Εικαστικα

Ένα μεσημέρι με την Ελισάβετ Σακαρέλη

Η ψυχή μιας από τις πιο εμβληματικές γκαλερί της Αθήνας μας μίλησε στο κλείσιμο της ομαδικής έκθεσης «5» στη Φωκίωνος Νέγρη 16

125052-280643.jpg
Έλενα Ντάκουλα
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ελισάβετ Σακαρέλη
Ελισάβετ Σακαρέλη © Θανάσης Καρατζάς

Συνάντησα την Ελισάβετ Σακαρέλη στο κλείσιμο της ομαδικής έκθεσης «5» στον ιδιαίτερα ωραίο χώρο της γκαλερί Φωκίωνος Νέγρη 16. Η θερμή της χειραψία, το ζεστό της χαμόγελο, το παιχνιδιάρικο, γελαστό βλέμμα της, με έκαναν να αισθανθώ από την πρώτη στιγμή μία άνεση, σαν να τη γνώριζα χρόνια.

Είχα επισκεφθεί πολλές φορές στο παρελθόν την γκαλερί της Ελισάβετ, τον Χώρο Τέχνης «24», στο Κολωνάκι, μία από τις πρώτες γκαλερί της Αθήνας, που έχει αφήσει πίσω ιστορία και μεγάλη συνεισφορά στον εικαστικό χώρο, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία μίας προσωπικής συνομιλίας με την ίδια, η οποία −ομολογώ− ότι ήταν σκέτη απόλαυση.

Μου διευκρίνισε από την αρχή ότι δυσκολεύεται να μιλήσει για τον εαυτό της γιατί δεν ξέρει πώς να το κάνει. «Συνήθως κάνω τον καραγκιόζη και είμαι αθυρόστομη» μου είπε αυτοσαρκαζόμενη, με την κάπως βραχνή φωνή της, κάνοντάς με να γελάσω. Αυτό και μόνο είναι ένδειξη του χιούμορ που διαθέτει αλλά και του ευχάριστου κλίματος που δημιουργεί.

Έργο του Αντώνη Στάβερη
Έργο του Αντώνη Στάβερη από την ομαδική έκθεση «5» στη Φωκίωνος Νέγρη 16

Η κουβέντα κινήθηκε ανάμεσα στις Τέχνη, στις γκαλερί, στα «παιδιά της», όπως αποκαλεί τους καλλιτέχνες, στην τωρινή δουλειά της αλλά και σε πιο προσωπικά θέματα.

Η συγκεκριμένη έκθεση ήταν μία αυθόρμητη απόφαση της στιγμής όταν τον περασμένο Αύγουστο εκείνη μαζί με αγαπημένα της «παιδιά», είχαν μαζευτεί στον Οικονόμου για να γιορτάσουν το τέλος μίας δυσάρεστης περιπέτειας με την υγεία της. «Και όπως καθόμασταν εκεί, όλοι οι φίλοι, λέω εγώ στο ξεκούδουνο, "Πάμε για μία έκθεση;", και αμέσως όλοι είπαν "Φύγαμε". Και φύγαμε... από διαφορετικές αφετηρίες αλλά με το άρωμα των αλλοτινών καιρών. Συνειρμικά, πίσω από όλες αυτές τις εμπειρίες λειτούργησε ξανά ο χρόνος, βγήκε πάλι στην επιφάνεια το παλιό ένστικτο με τις φιλίες και η αγάπη για τις συνευρέσεις».

Τονίζει δε με έμφαση το πόσο πιστεύει στη φιλία, με την έννοια που της δίνει ο Αριστοτέλης. Η φιλία είναι μία σχέση αμφίδρομη και δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τη ζωή της χωρίς τους φίλους της, οι οποίοι είναι πάντα στο πλευρό της. «Αγάπησα τους φίλους μου και αυτή η αγάπη μού γύρισε πίσω. Αγάπησα πολύ τους καλλιτέχνες, τα "παιδιά" μου, και εισέπραξα με τη σειρά μου πολλή αγάπη από αυτούς». Και αυτό φαινόταν από το πώς μίλησαν για αυτήν οι καλλιτέχνες που ήταν εκεί εκείνη την ώρα.

Αλέκος Κυραρίνης
Έργο του Αλέκου Κυραρίνη από την ομαδική έκθεση «5» στη Φωκίωνος Νέγρη 16

Σε αυτή τη συγκεκριμένη έκθεση συνέβη το εξής παράδοξο: Η Ελισάβετ είχε την ιδέα, την οργάνωση και την επιμέλεια αλλά τα κείμενα του καταλόγου είναι της Ε. Πλέσσα. «Εγώ δεν είμαι ιστορικός τέχνης, οπότε δεν έχω καμία δουλειά με αυτά και γι' αυτό δεν μπορώ να κάνω και την ξενάγηση. Είμαι άνθρωπος των συναντήσεων και με αυτή την έκθεση συνευρίσκονται εικαστικά αυτά τα "παιδιά" που αγαπιούνται πολύ μεταξύ τους και είναι όλοι σημαντικοί καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς».

Είναι γεγονός ότι το ένστικτο, η ευαισθησία και η ενσυναίσθηση που διαθέτει έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πετυχημένη διαδρομή της γκαλερί «24», οπότε αυθόρμητα τη ρώτησα τι ήταν αυτό που την ανάγκασε να την κλείσει λίγα χρόνια πριν.

Η Ελισάβετ δεν μάσησε καθόλου τα λόγια της, ούτε προσπάθησε να κρύψει κάτι ή να ωραιοποιήσει καταστάσεις: «Έκλεισα λόγω της οικονομικής κρίσης. Έκλεισα γιατί τότε ήμουν φτωχιά. Όταν έκλεισα, έκλαψα... Έκλεισε ένα κεφάλαιο και αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τι σημαίνει ανεργία. Αγαπούσα τη δουλειά μου, πιστεύω στην εργασία και όλο αυτό ήταν ένας θάνατος που με βρήκε στη δύσκολη ηλικία των 55 ετών. Όλα τα πένθη ήρθαν και δέσανε μαζί. Έθεσα τον εαυτό μου σε κοινωνικό αποκλεισμό. Τον θεώρησα αποτυχημένο».

Χριστόφορος Κατσαδιώτης
Έργο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη από την ομαδική έκθεση «5» στη Φωκίωνος Νέγρη 16

Από τα συμφραζόμενά της γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι είναι πολύ αυστηρή με τον εαυτό της αλλά και με τους άλλους. «Ποτέ δε λέω "φταίει η κακούργα η κοινωνία" αλλά εγώ, όχι. Κριτικάρω πρώτα τον εαυτό μου και μετά τους άλλους. Δεν μου αρέσει να "χαϊδεύω αυτιά" και δεν θα διστάσω να πω τη γνώμη μου ακόμη και για κάτι που μπορεί, κατά γενική ομολογία, να θεωρείται επιτυχία και σε εμένα για συγκεκριμένο λόγο να μην μου αρέσει». Έχει το θάρρος να πει την αλήθεια ωμά, στους ανθρώπους για τους οποίους νοιάζεται και αγαπάει, ακόμη κι αν αυτή δεν είναι αρεστή. Κι αυτό είναι κάτι που εκτιμάται.

«Ακόμη και τη χρυσή εποχή των γκαλερί, εγώ έπαιρνα προμήθεια 35% ενώ άλλοι 50%. Πολλοί λένε ότι αυτό έφταιγε που με οδήγησε στο κλείσιμο. Κι όμως ακόμη και τώρα που οργανώνω εκθέσεις πάλι το 35% παίρνω». Όταν άνοιξε την γκαλερί ήταν 30 ετών και αυτοί που την στήριξαν, οι πελάτες της, προέρχονταν κυρίως από την μεσαία άγια τάξη. Όπως λέει, "οι πελάτες αυτοί άκουγαν τη γνώμη μου, ήταν καλοπληρωτές, δεν έκαναν παζάρια, αναγνώρισαν τη βοήθειά μου στο να φτιάξουν τις συλλογές τους. Ακόμη και τώρα, όταν πάω στα σπίτια τους, βλέπω έργα από το "24". Αυτή όμως η τάξη τώρα εξαφανίστηκε ή οι τεράστιες υποχρεώσεις της την κρατάνε μακριά πια από την αγορά έργων τέχνης».

Συζητήσαμε για το νέο σκηνικό που έχει διαμορφωθεί τώρα στον συγκεκριμένο χώρο και πώς βλέπει την πορεία του, μέσα στο νέο αυτό οικονομικό περιβάλλον. «Εκτός από τα μεγάλα μεγέθη, οι galleries που επιβιώνουν σήμερα είναι αυτές που είναι εύπορες. Υπάρχουν ακόμη συλλέκτες, όπως ο Σωτήρης Φέλλιος, με δυναμική παρουσία στον χώρο, αλλά δεν αγοράζουν όπως παλιά. Επίσης, έχει δημιουργηθεί μια δευτερογενής αγορά. Τα παιδιά αναγκαστικά ανοίγουν τα εργαστήριά τους ώστε να γλυτώσουν το 50% που τους παίρνουν οι galleries. Δεν μπορούν να γίνουν κλέφτες... Πάει ντόμινο όλη αυτή η ιστορία. Παλιά δεν έμπαινες με τίποτα σε εργαστήριο καλλιτέχνη. Τώρα, όπως είναι η κατάσταση, χύμα, στην Ελλάδα δεν ξέρεις ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο...»

Εμμανουήλ Μπιτσάκης
Έργο του Εμμανουήλ Μπιτσάκη από την ομαδική έκθεση «5» στη Φωκίωνος Νέγρη 16α

Τη ρώτησα πώς και πότε ξεκίνησε να ασχολείται με τον χώρο της τέχνης και η απάντησή της είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και φανερώνει πολλά για την έντονη προσωπικότητά της. «Από μικρό παιδί ήξερα τι δεν ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Δεν ήθελα να τελειώσω το πανεπιστήμιο. Δεν ήθελα να εργαστώ στο δημόσιο ούτε στον ιδιωτικό τομέα. Η μεγάλη μου αγάπη ήταν ανέκαθεν το διάβασμα και τα βιβλιοπωλεία. Ήμουν της παλιάς φρουράς. Αγαπούσα τον παλιό καλό καιρό και τις παλιές συναντήσεις. Στα βιβλιοπωλεία που δούλευα γινόντουσαν εστίες, "κέντρα" όπως έλεγα, και περνούσαν γνωστοί και άνθρωποι των γραμμάτων και γινόμασταν όλοι μια παρέα. Όπου πήγαινα δημιουργούνταν πυρήνες».

Όταν εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο έφυγε για έναν χρόνο στο Λονδίνο. Γυρίζοντας, άνοιξε με μία φίλη της έναν μικρό χώρο, 25 τμ. στην οδό Κλεομένους 24, με εικαστικά πάρεργα. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε με την οργάνωση της έκθεσης στο «Σπίτι της Κύπρου», βασισμένη στο βιβλίο «Παρά δήμον ονείρων», βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, επιμέλειας του Μισελ Φάις. Θυμάται αυτή την έκθεση και στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται ένα χαμόγελο: «Έγινε μία μεγάλη συνάντηση τριάντα συγγραφέων (Αναγνωστάκης, Βαλτινός, Βρεττάκος, Χειμωνάς, Πατρίκιος κ.ά.) που έγραψαν ένα όνειρό τους με τριάντα εικαστικούς που το εικονογράφησαν (Μυταράς, Λάππας, Κανιάρης, Μπότσογλου κ.ά.)».

Αχιλλέας Παπακώστας
Έργο του Αχιλλέα Παπακώστα από την ομαδική έκθεση «5» στη Φωκίωνος Νέγρη 16α

Αυτή ήταν η αρχή για μία πολύ πετυχημένη, πρωτοποριακή για την εποχή διαδρομή, η οποία διήρκησε σχεδόν 25 χρόνια. Η μεγάλη της αγάπη για την τέχνη, το βιβλίο αλλά και τις ωραίες, παλιές, πνευματικές συναντήσεις έφερε κοντά, μέσα από τις εκθέσεις και εκδηλώσεις, το φιλότεχνο και βιβλιόφιλο κοινό. Συνδύασε την εικόνα με τον λόγο, διοργανώνοντας θεματικές εκθέσεις με ζωγράφους και λογοτέχνες. Από την γκαλερί πέρασαν πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και τεχνών. Παρουσιάστηκαν πολλά λευκώματα και αφιερώματα, φιλοτεχνημένα από γνωστούς εικαστικούς αλλά και φωτογράφους. Δεν ξέρει τι να πρωτοθυμηθεί. Τα «Τρία Πορτρέτα» με τον Μπότσογλου να φιλοτεχνεί τα πορτρέτα του Βαλτινού, Παπαγιώργη, Παπαβασιλείου, την έκθεση με τα χαρακτικά του Μόραλη, την Όλια Λαζαρίδου να διαβάζει κείμενα από το «Το Ύστερο Βλέμμα» του Φάις, τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» με τα χαρακτικά του Μπότσογλου, την «Πόλη στα Γόνατα» του Φάις, τον Τάσο Μαντζαβίνο να «διαβάζει» εικαστικά τα ποιήματα του Λευτέρη Πούλιου και άλλα πολλά...

Τη δουλειά της την αγάπησε πολύ. Την έκανε καλά, με κέφι, έβγαλε λεφτά και έζησε απ' αυτή. Είναι χορτάτη. Ποτέ όμως δεν ξέχασε αυτούς που τη βοήθησαν στα πρώτα της βήματα, όπως ο Μισέλ Φάις, ο Χ. Μπότσογλου, ο Ψυχοπαίδης, ο Παπαγιώργης, ο μέντοράς της όπως τον αποκαλεί. Εκτός από χαρές γνώρισε και πίκρες, όπως άλλωστε συμβαίνει παντού. Τα δυσάρεστα όμως προτιμά να τα αφήνει πίσω γιατί δημιουργούν τοξικότητα και δηλητηριάζουν την ψυχή.

Γκαλερί Φωκίωνος Νέγρη 16
Η Γκαλερί Φωκίωνος Νέγρη 16

Μιλήσαμε και για τον μακροχρόνιο δεσμό της με τον συγγραφέα  Μισέλ Φάϊς, με τον οποίο διατηρούν μία εξαιρετική σχέση παρ’ όλο που τώρα πια δεν είναι ζευγάρι. Η σχέση αυτή μπορεί να ξενίζει καμία φορά όσους έχουν στερεότυπα, αλλά για την Ελισάβετ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. «Η σχέση αυτή που έχουμε με τον Μισέλ είναι απολύτως δική μας κατάκτηση.  Ποτέ δεν αλληλοκατηγορηθήκαμε. Δεν υπάρχει καμία νοσηρότητα παρά μόνο μία βαθειά αγάπη και έγνοια του ενός για τον άλλον. Δεν σπαταλήσαμε τη ζωή μας με σαχλαμάρες». Ο Μισέλ, αλλά και φίλοι του, της στάθηκε πολύ στο πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε και ακόμη και σ’ αυτή την έκθεση ήταν παρών για να βοηθήσει.

Όπως όμως διευκρίνισε «υπήρξαν προβλήματα που μας οδήγησαν στο χωρισμό.                Δεν ξυπνήσαμε ένα πρωϊ και είπαμε, τι να κάνουμε τώρα, ας χωρίσουμε... Περάσαμε ένα διάστημα αποδόμησης, 2-3 χρόνια δύσκολα, αλλά τώρα όλα αυτά έχουν μείνει πια πίσω».  Μιλάει δε πολύ όμορφα για την Αλεξία, την σύζυγο του Μισέλ Φάϊς. «Είναι πολύ καλό κορίτσι η Αλεξία, πολύ καλός άνθρωπος. Με σέβεται και την σέβομαι πολύ». 

Μιλήσαμε ακόμη και για τον Μάρκο, τον δίχρονο γιο του Μισέλ Φάις και της Αλεξίας, με τον οποίο όταν συναντιούνται παίζουν και του «κάνει σαχλαμάρες για να γελάνε». «Ένα όμως χαμόγελο να σου σκάσει ο Μάρκος, σου φέρνει πίσω όλη τη δύναμη που σου λείπει» λέει αναγνωρίζοντας το χάρισμα αυτό που έχουν τα παιδιά, παρόλο που εκείνη από επιλογή δεν θέλησε να αποκτήσει δικά της.

Τη ρώτησα πώς ήταν η ίδια σαν παιδί και η απάντησή της περιείχε στοιχεία ειλικρίνειας και αυτοσαρκασμού. «Ήμουν καλό παιδί, αγαπητό, αγοροκόριτσο. Μέχρι την τρίτη γυμνασίου που ήρθαμε από την Παραμυθιά στην Αθήνα. Εδώ έπαθα καθίζηση. Ενώ ήμουν η καλύτερη στο χωριό, έγινα η χειρότερη στην πόλη. Ήμουν δε κοντή, χοντρή σαν... ντολμαδάκι. Πείραζα τα παιδιά και όταν μ' έπιαναν μ' έκαναν μαύρη στο ξύλο. Αλλά δεν το 'βαζα κάτω».

Και ούτε τώρα πρόκειται να το βάλει κάτω σαν γνήσια Σουλιώτισσα που είναι, δηλαδή αγωνιστική και πείσμων και οι δυσκολίες δεν την τρομάζουν. Ξεκίνησε πάλι από ένα άλλο σημείο, από μία νέα αφετηρία ορμώμενη πάντα από την αγάπη της για το όμορφο, το αληθινό και τις ωραίες συναντήσεις!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ