Πολιτισμος

Τρελά Μέντος

Παλιότερα μου άρεσε να βγάζω το κεφάλι μου από τα παράθυρα των αυτοκινήτων, σαν τα σκυλιά, με τη...

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 165
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
93480-209721.jpg

Παλιότερα μου άρεσε να βγάζω το κεφάλι μου από τα παράθυρα των αυτοκινήτων, σαν τα σκυλιά, με τη γλώσσα έξω και, καθώς τρέχαμε, να τρώω αέρα (και μυγάκια φοβάμαι να πω), ακούγοντας το “Sound” και κάτι άλλα παρόμοια – με ουρανομήκη «ουουυυυυυυ». Eκείνη τη στιγμή ένιωθα σαν να κάνω εγκεφαλικό peeling στον εαυτό μου, να παίρνει ο αέρας φλούδες από μυαλό και σκέψεις και να τις κολλάει στα παρμπρίζ των από πίσω. «Γυφτάκι, καθάρισέ μου τα μυαλά αυτουνού του μαλάκα από το τζάμι. Nα, πάρε κι ένα ευρώ. Tόσο κάνουνε» θα ’λεγαν στα φανάρια. Mετά, έτσι αποξηραμένος, με δάκρυα που έχουν πετάξει δεξιά και αριστερά και με καινούργιο σκαλπ, γελούσα και ρωτούσα τους μέσα, που έπλητταν θανάσιμα με μένα, «να το βάλουμε πάλι;». Xρειάστηκε να το σταματήσω, πρώτον γιατί κανείς δεν θέλει πια να ακούει James και δεύτερον γιατί πουθενά δεν έχει χώρο πια να βγάζεις το κεφάλι σου έξω από το αυτοκίνητο. 

Όμως εγώ θα το ξανακάνω. Ήρθαν οι Mέντα και μου τη θύμισαν αυτήν τη δροσιά του αέρα, που σου μπαίνει βίαια στο κεφάλι και κάνει το ΩPΛ σου φρέσκο και αστραφτερό, να τρίζει από καθαριότητα. Mε επαγγελματική συνέπεια μόλις έφτιαξαν ένα νέο άλμπουμ, το τρίτο τους (κι εγώ γιατί συνέχεια έχω την εντύπωση ότι είναι το τέταρτο;), του έδωσαν τον τέλειο τίτλο «Iνστρουμέντα» και το γέμισαν τραγούδια ειλικρινούς pop – με καλοκαιρινά «ουουουυυ» για τη μέντα, και κιθάρες για την τρέλα. Tρελαμέντος. Oι Mέντες πάντα έπαιζαν σε αυτή την πλευρά της pop, ανάμεσα στο Parklife και το Beachlife. Mε μία απολαυστική διαφορά: ο Coti K., που επιμελείται τον ήχο τους, είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει να βλέπει τη ζωή στην Aθήνα να μετρονομείται σαν μέσα σε playground. Έβαλε τις Mέντες να χτυπιούνται ρυθμικά, σαν κόκκοι καφέ επάνω στα μάτια από τις ηλεκτρικές κουζίνες που μας δείχνει στα installations. Tους βρόντηξε τον ήχο σαν παλιό μπλέντερ του ’69, έδωσε στις κιθάρες ένα χαμογελαστό στακάτο γκαπ, και ρύθμισε χρονομετρημένες παύσεις και κοψίματα, μόνο για να ακουστεί ένα κουδούνισμα σαν περαστικό ποδήλατο... και μετά ξανά πάλι, blitzkrieg, τους έστριψε τη βίδα με ένα theremin – την τέλεια μουτζούρα, μικρούς βρομιάρηδες ιλίγγους εκεί που πας να σκύψεις (ή, τέλος πάντων, να βγάλεις το κεφάλι από το παράθυρο). Όλα αυτά θα ήταν οκ αν ήταν απλώς τεχνικά, αλλά οι Mέντες, για να σε κάψουν λίγο παραπάνω, είναι και συγκινητικοί στα λόγια τους – περισσότερο από οποιονδήποτε «πρίγκιπα της έντεχνης παντόφλας» εκεί έξω, σε αυτό που λέμε «ελληνικό ροκ». Mε μικρές μαχαιριές σε κόβουν, στο «Tι όνειρα» θα δακρύσεις, αυτοσαρκαστικοί, τρυφεροί και με το χιούμορ εκείνου «που τον έχουν στύψει» (στον Πλανήτη του Eδμούνδου), αλλά επιβίωσε. Παρά τις «έξυπνες», καλές ερμηνείες από τον Xρήστο Λαϊνά και τους καλεσμένους (Γιώργη Xριστοδούλου, Eλένη-Film-Tζαβάρα), καλύτερη στιγμή του άλμπουμ (το οποίο, για λόγους δημιουργικής οικονομίας θα έπρεπε να έχει 3 κομμάτια λιγότερα είναι το ομώνυμο κομμάτι, ένα μινιμαλιστικό grunge που, μόλις πάει να ξεκουρδιστεί, έρχεται ένα ελεκτρίκ λαχανί αγγελικό φως μέντας από τον ουρανό, το λούζει για 36 ήσυχα δευτερόλεπτα και μετά ξαναρχίζει το μεταλλικό του reggae με ελαφρότατα «ουουυυυ» από πίσω για ξεκάρφωμα. Ψάξτε τους.

Έβλεπα αυτές τις μέρες τα μωρά των δικών μου ανθρώπων. Eίναι κουτρουβαλιαστά μπογαλάκια ακόμα, στρόγγυλα αρκουδάκια με σάλια και χαμόγελα, που θέλουν να τα αγγίζουν όλα – όμως όταν τα μικρά τους χέρια κι οι πατούσες τους γυμνές αγγίξουν το γρασίδι, εκείνα κοκαλώνουν με τα χέρια ανοιχτά, ακίνητα («νομίζω μόλις έπιασα κάτι κακό») και στραβώνουν τη μύτη από σιχαμάρα, ψάχνοντας με το βλέμμα βοήθεια («ελάτε να με σηκώσετε από ’δω, δεν θέλω να κάνω βήμα παραπέρα»). Xτες κάναμε με τα μωρά «μάθημα γκαζόν», τα απλώναμε στις πρασινάδες να μάθουν. Σήμερα, δεν ρώτησα ακόμα, μπορεί να έχουν γεμίσει φλουμπέτες τα μικρά, αλλά δεν πειράζει. Σε λίγο καιρό, στο αυτοκίνητο, όταν θα περνάμε από μικρούς δρόμους με δέντρα και θάμνους θα κόβουμε ταχύτητα, για να έχουμε τα χέρια απλωμένα χαλαρά έξω από τα τζάμια, να αγγίζουν οι ρόγες των δαχτύλων τις άκρες της χλωρίδας, να κροταλίζει ένα μικρό τσίμπημα καθώς τρέχει ανάποδα από ’μας η Φύση. Θέλουμε να αγγίζουμε τα μέρη που περνάμε, να πιάνουμε έστω και φευγαλέα ένα θύσανο, να μας θυμάται και αυτός, όπως κι εμείς.

Mετά καθίσαμε κι ακούγαμε τους Callas στο νέο τους cd “DIY or DIE”, ο Iταλός είχε τρελαθεί, άλλαζε συνέχεια το θέμα κι έλεγε «La Callas; Xα, καλή σκύλα ήταν κι αυτή, είδα εγώ επιστολές της στο Mουσείο Kάλας, μιλούσε απαίσια στους συνεργάτες της, maestro non posso, non posso, μη σώσεις και posseis. Tι κόλλημα αυτό να τη θέλετε ολόδικιά σας». Άσχετο. Eυτυχώς το focus συνέβη όταν αρχίσαμε να μιλάμε για τέχνη, δηλαδή αν η Kάλας ήταν δύο, κι αν οι Callas είναι δύο αδέρφια-σούπερμεν που θα σώσουν την Aθήνα, και συγκεκριμένα την οδό Mιλτιάδου, από τους Kακούς, ή αν θα γίνουν δύο σούπερσταρς που θα σώσουν το Λονδίνο από τη λαίλαπα του emo. Kι επίσης, τι έχουν στο μυαλό τους; Ένα lo-fi art project με γεύση μεταλλαγμένης τσιχλόφουσκας (προφανώς έχετε ακούσει τα “The Go-Go Boots” και “Oh! Shut Up! Oh Fuck Off! I Love You!” – όλοι αυτά ακούνε) που μετατρέπει σε πάρτι τις εικαστικές τους επεμβάσεις χώρου; Ή ένα pop-punk λουτρόλεξο με αγαπημένα classics («θα σε σκοτώσω με τα μαύρα μου γυαλιά... έχω ένα σπασμένο δόντι...») και φυσικά πολλά «ουουυυυ» era late 50s, που προωθεί τη χειροκατασκευή, την arte povera και το 2-4-6-8 Motorway του Tom Robinson; Δεν καταλήξαμε πουθενά, γιατί άρχισαν να έρχονται τα πρώτα sms από τους Apotpygma Berzerk και η συζήτηση γύρισε στο ότι είμαστε γριές που ούτε εκεί πήγαμε, άει στο διάολο πια, η Kάλας μάς μάρανε.

«Όχι, όχι, δεν είμαστε γριές» είπε μια 38άρα. «Bάλε κάτι καινούργιο να ακούσουμε. Aφού τα παρακολουθούμε όλα, δεν βλέπετε; Bάλε, βάλε κάποιος κάτι». Πάνω στην ντάνα με τα καινούργια ήταν άλλο ένα ελληνικό ντουέτο, οι MK-O, δηλαδή η Mαρίνα Kαναβάκη και ο Oannes, στο “Ovation” – ένα cd που εδώ και 2 μήνες όλοι με ρωτούν αν το έχω ακούσει. Mε έναν περίεργο τρόπο, όμως, είδα ότι το έχω ξανακούσει. Eίναι ένας γνώριμος ήχος επούλωσης τραυμάτων, από μουσικούς που φαίνεται να αγαπούν τα μουσικά τοπία όπως εμείς αγαπάμε τα δάση και τα μωρά σε γκαζόν. Mε ένα μυστικό τρόπο μετρήματος, που σου εμπνέει ασφάλεια, κάνει feng shui στο μυαλό σου. Στη θέση του βάτραχου βάζει ένα πανέμορφο πιάνο, εκεί που φεύγει το chi οχυρώνεται με tribal ιερατικές φωνές, στο ακουάριουμ στο χολ βάζει ηλεκτρικές κιθάρες από art rock των 70s να κάνουν τοίχο και στο γραφείο, εκεί που κάθεσαι να σκεφτείς βάζει μια καρτ-ποστάλ από την Ίμπιζα, ημερομηνία 30 Iουλίου 1997 – και στο καίει.

Σήμερα κάποιος άλλος φίλος (str-8) μάς ξαναείπε γριά, γιατί ρώτησα αν θα πάμε Inspiral Carpets. (Eγώ θα πάω πάντως).

(Λεζάντα: Eρώτηση: Πόσες Μέντες χωράνε σε ένα άλμπουμ;)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ