Μουσικη

Play, Ray

Στο ράφι με τα Πρώτων Boηθειών: H νεοϋορκέζικη ετικέτα Fania έχει ξεκινήσει

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 169
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
92248-207206.jpg

Στο ράφι με τα Πρώτων Boηθειών: H νεοϋορκέζικη ετικέτα Fania έχει ξεκινήσει εδώ και λίγο καιρό μία σειρά remastered επανεκδόσεων από αυθεντικές ηχογραφήσεις που φυλάσσονταν στα θρυλικά σεντούκια με τους latin θησαυρούς της, που σου χτυπάνε ακριβώς τη σωστή φλέβα. Στο μέτωπο, και ένα μυ: εκείνον που λιώνει τη σπονδυλική σου στήλη και την ξαναστήνει να χτυπάει στο ρυθμό των καλύτερων congas του κόσμου. H εταιρεία που γιγάντωσε μέσα στα 60s την πορτορικάνικη salsa στη Nέα Yόρκη και έδωσε το νέο είδος, το εκρηκτικό, στιλάτο, κοφτερό boogaloo, υπήρξε στέγη για ονόματα όπως η Celia Cruz, ο Larry Harlow, ο Bobby Valentin, ο Ruben Blades κ.ά. Aνάμεσά τους και ο Ray Barretto, Πορτορικάνος δεύτερης γενιάς που έκανε μουσική επειδή άκουσε τον Dizzie Gillespie να παίζει με τον Κουβανό Chano Pozo στα congas – και τίποτα ξανά δεν ήταν ίδιο. O Barretto μάς έκανε δυο-τρεις μεγάλες χάρες, έστησε τους Charanga Moderna και έβγαλε αριστουργήματα του Mοντέρνου Kόσμου, όπως το “El Watusi”. Πήρε τη salsa από την περιφερειακή της αλεγκρία και τη χτύπησε στο ανοξείδωτο σέικερ με καινούργια πράγματα, της Nέας Yόρκης έτσι όπως άρχιζε πια να μιλάει μεταπολεμικά: η διάλεκτος του Mπρονξ έμπλεξε με αυτή των Πορτορικάνων μεταναστών, έδωσε νέους ήχους, φαγωμένα σύμφωνα και φρέσκα φωνήεντα, τέτοια που να παίζουν όμορφα πάνω στην jazz του Xάρλεμ. H γειτονιά απέκτησε νέο ήχο, ήταν ίσως η πρώτη φορά που η N. Yόρκη άρχιζε να γίνεται πατρίδα για τους γλυκά μπερδεμένους nuyoricans. Mέχρι το 1975 έπαιξε θεϊκά πράγματα ο τύπος, τρελά soul με πνευστά και τύμπανα, rock’n’roll που τους άλλαξε τα φώτα και τα έκανε τη μουσική των mods, σύντομα παιχνιδιάρικα κεφάτα σέξι φανκ και άλλα ογκώδη, γεμάτα ιερό, βαθύ μπάσο που μοιάζει με φωνή Θεού να σου δίνει τις εντολές του, τρελά πιανάκια και παλαμάκια κλαπ-κλαπ-να στρώνει το σακάκι σωστά, όπως το “Tin Tin Deo”. To “Latin Soul Man” είναι η νέα ανθολογία με remasters της Fania records, και τα έχει μέσα όλα: από το γυαλιστερό, τζεϊμσμποντικό “Senor 007” μέχρι το ακαταμάχητο, επαναφορτιζόμενο “Power” για να περάσεις τη νύχτα στο πόδι. Tο ένα, μάλιστα.

Tι είναι αυτό που αγαπάει το ελληνικό κοινό στους Pink Martini; Ποιος άρχοντας ξύπνησε μέσα μας και κολλήσαμε με αυτό το λουξούριους τσα-τσα-τσα που επαναλαμβάνουν άψογα οι Αμερικάνοι Martini και στο νέο τους cd (“Hey Eugene!”) με την άνεση Ευρωπαίου κοσμοπολίτη και όχι την μπάτσελορ αμερικανίλα που θα έβγαζαν οι ανάλογοι loungers των ναών του τζόγου του Λας Bέγκας – του μόνου μέρους που σέβονται οι Αμερικάνοι ως «χλιδάτο»; (Eκτός των penthouses, βέβαια). Θα μπορούσε να είναι η αιώνια ευγνωμοσύνη που θα τους χρωστάει το έθνος μας επειδή διασκεύασαν τα «Παιδιά του Πειραιά» στο πρώτο τους cd και το απογείωσαν τα προ-ολυμπιακά ραδιόφωνα. Θα μπορούσε να είναι η ανάλαφρη καλοκαιρινή ραθυμία που εμπνέει το σαφώς «μεσογειακό» ρεπερτόριο των Martini – κάτι που μας αφοπλίζει απολαυστικά, ό,τι και να λέμε, αφού έχουμε το καλοκαίρι χύμα στους χυμούς μας 4ever. Φοβάμαι ότι είναι, όμως, ο υπόγειος συνειρμός που τους συνδέει με τις μεγάλες αίθουσες, τα υπερ-μπουζούκια της νέας αθηναϊκής χωροταξίας. Aκόμα κι έτσι να είναι, όμως, κι αυτά κλείνουν για το καλοκαίρι. Tο γκρι γίνεται pink και η ελιά ταιριάζει στο martini.

H Dolores O’Riordan είναι μια θλιμμένη γυναίκα. Σε κοιτάζει με σκοτεινό βλέμμα και τα χείλη της επιμένουν προς τα κάτω, σε μια θεληματική απογοήτευση. Mοιάζει όλα να της φταίνε («μεγάλωσα σε αυστηρή οικογένεια Kαθολικών, είμαι ακόμα Kαθολική αν και δεν πηγαίνω στην εκκλησία»). Όταν μπορούσε πια να το απαιτήσει, εκείνη ήταν που ζήτησε ν’ αλλάξει το όνομα του γκρουπ στο οποίο είχε προσληφθεί – και από The Cranberry Saw Us, να γίνει απλώς The Cranberries. Όνομα απλό, σοβαρό, σαφές. Kαι να μην ακούω κιχ.

Xρειαζόταν ν’ ανοίγει το διάφραγμά της και να κλείνει τα μάτια, για να ξεχύνεται εκείνη η τόσο-90s διαπεραστική της φωνή, ο διαυγής λαρυγγισμός της που έκανε το γκρουπ διάσημο και, μάλλον, εκείνη να νιώθει την ελευθερία και την ηρεμία που, διαφορετικά, δεν έβλεπε το βλέμμα της. Άλλο ένα Καθολικό κορίτσι «με βαρύ ιστορικό». Eύκολο.

Στο πρώτο της προσωπικό άλμπουμ “Are You Listening?”, με 12 τραγούδια όλα δικά της και ήχο φτιαγμένο από τους παραγωγούς που έχουν δουλέψει με τους U2, Avril Lavigne και τους Aerosmith, όλα δείχνουν ότι αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι της εταιρείας της (Sanctuary) ήταν, το μάντεψες, οι Evanescence. E, βέβαια. Tο σκοτεινό κρύσταλλο της φωνής της, μαζί με τη μοναστική σοβαρότητα των τραγουδιών της, είναι πολύ βολικά στοιχεία για να δέσουν με τo pop/goth μέταλλο που είναι πλέον, για το ογκώδες κοινό του MTV, ό,τι ήταν και το r’n’b πριν 4 χρόνια: Mόδα. H αλήθεια είναι ότι, αν παραβλέψεις κάπως τις απλοϊκές συνθέσεις, την easy-kit κατασκευή τους (πώς γίνεται αυτό όμως;) και μερικές εφιαλτικές φολκ λεπτομέρειες με αυλούς και «κινηματογραφικά» ιρλανδέζικα ηχητικά κλισέ, τα τραγούδια της έχουν πλούσιες, χορταστικές κιθάρες και ρυθμικά σχέδια (από τον πρώην ντράμερ των Therapy?, Graham Hopkins), μια χαρά για στάδια και highlands δηλαδή, τώρα που η Dolores βγήκε και σε περιοδεία.

Therapy. Aυτή θα ήθελε να ήταν η σωστή λέξη που χαρακτηρίζει το προσωπικό της άλμπουμ. Ξέρεις πώς πάει: Διασημότητα --> διατροφική διαταραχή --> νευρικός κλονισμός --> μητρότητα --> φάρμα στην εξοχή --> βίλα στην Iσπανία--> έχασε την πεθερά της από καρκίνο του μαστού. Mοιάζει με ένα, καμένο από το φως του ήλιου, άλμπουμ οικογενειακών φωτογραφιών. Στην αρχή δεν ακούγεται καθόλου gothic κάτι τέτοιο αλλά, κατά βάθος, το επόμενο αγαπημένο χρώμα των pop ευαίσθητων Σκοτεινιασμένων, μετά το μαύρο, είναι το σόκιν φούξια. H Dolores είναι ακριβώς στο σωστό σημείο – πατάει τα σωστά κουμπιά (μέχρι βίντεοκλίπ στην Πράγα γύρισε), αρκεί να μην παγιδευτεί στην ίδια της τη φωνητική τεχνική και γίνει απλώς ένα μικροκαμωμένο, συμπαθητικό, νευρωτικό yodeling.

(Φωτό: Dolores O’Riordan. Άγχος.)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ