Πολιτισμος

Τα μπλουζ που φωσφορίζουν

Μουσικές για να τα βλέπεις όλα μπλε

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 514
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
88462-198564.jpg

● ● ● Ο René Magritte σκέπαζε τα πρόσωπα των αγχωμένων Εραστών που ζωγράφιζε, με πανιά. Δεν τους άφηνε να έρθουν σε απόλυτη επαφή. Πάντα έβαζε ένα ενδεχόμενο εμπόδιο στο πάθος τους, την υπενθύμιση της μοναξιάς και της νεύρωσής τους. Σαν να ήθελε να τους απεικονίζει ανίκανους να πουν στ’ αλήθεια αυτό που τους έκαιγε τα σωθικά. Ο Magritte είχε μία εμμονική μητέρα με αυτοκτονικές τάσεις. Τη σώζανε πάντα την τελευταία στιγμή. Τελικά εκείνη πνίγηκε πέφτοντας στον ποταμό Sambre, όταν εκείνος ήταν μόνο 14 χρονών. Λένε ότι ήταν εκεί όταν συνέβη, είδε να βγάζουν στην όχθη το πτώμα της· το φόρεμά της σηκωμένο απ’ τα νερά, κάλυπτε το πρόσωπό της. Οι ήρωες στους πίνακές του από τότε, αν είχαν πρόσωπο, θα ήταν έτσι, με το κεφάλι τους τυλιγμένο από το ύφασμα του ανεκπλήρωτου.

● ● ● Την ίδια περίπου εποχή, ο Claude Debussy άφηνε στους ιμπρεσιονιστές μία παρακαταθήκη: τα όνειρά του, έλεγε, είχαν χρώμα Μπλε.

● ● ● Μερικά πράγματα μένουν ανεξίτηλα στο μυαλό σου, όπως ένα πρόσωπο καλυμμένο με ένα ύφασμα, ένα μπλε όνειρο, ένα τραγουδάκι με ρίμα που κολλάει και τρυπάει τον εγκέφαλό σου. Το 1876 ο Mark Twain έγραψε μία μικρή ιστορία με τίτλο «Ένας Κυριολεκτικός Εφιάλτης», για μία σύντομη ρίμα σαν τραγουδάκι που μπαίνει στ’ αυτιά του και τον κατακλύζει σαν ιός, καταλαμβάνει το μυαλό του και τον ακολουθεί παντού για πολλές μέρες. Δύο γραμμές: «Punch, brother, punch with care, punch in the presence of the passenjare». Ένα mantra που συνήθιζαν να τραγουδούν οι εισπράκτορες στους σιδηροδρόμους του Μιζούρι. Επαναλαμβανόμενο ανελέητα, ασταμάτητα. Ο ήρωας καταφέρνει να απαλλαγεί από το βασανιστικό παραμιλητό στο κεφάλι του, μόνο όταν καταφέρνει να μεταδώσει το ρυθμό σε κάποιον άλλο. Αυτή η ιστορία εθισμού δημοσιεύτηκε μερικά χρόνια αργότερα με τον τίτλο «Punch, Brothers, Punch!»

● ● ● Μια νύχτα του 2006, στο Brooklyn της Νέας Υόρκης, μαζεύτηκαν μερικοί φίλοι για να βάλουν ρεφενέ, να πιουν όσο περισσότερο κρασί μπορούσαν, να φάνε μπριζόλες και να μιζεριάσουν για αγάπες που χάλασαν άδικα. Μπλέχτηκαν οι μουσικές και οι ιστορίες στα κεφάλια τους, έγινε ένα μεγάλο τζαμ, το bluegrass ποτισμένο με τη νεοϋορκέζικη γλώσσα τους έγινε κι αυτό ένα mantra κι έτσι γεννήθηκαν οι Punch Brothers. Ένα σχήμα προοδευτικού bluegrass και κλασικής μουσικής, ένα ακουστικό urban υβρίδιο που άλλοτε θυμίζει τζαζ δωματίου και άλλοτε αιθέρια pop, λίγο πιο έξυπνη από την εποχή της.

Οι Punch Brothers γνώρισαν επιτυχία το 2012 με το τραγούδι τους «Dark Days» που ακουγόταν στην ταινία «The Hunger Games».

● ● ● Τον περασμένο μήνα επέστρεψαν με το τέταρτο άλμπουμ τους «The Phosphorescent Blues» (κυκλοφορεί από τη Nonesuch Records) και έδωσαν ένα μικρό αριστούργημα που χτίζει αργά και μεθοδικά μέσα στο κεφάλι σου τις ιστορίες και τις επιρροές του, να σε ακολουθούν παντού σαν μπλε όνειρο του Debussy. Κομψά κλασικά κομμάτια –στα 70s τα ονομάζαμε art rock– που διακλαδώνονται σε είδη, με πλοηγό στην παραγωγή τον Τ Bone Burnett, ένα μουσικό που γνωρίζει καλά τη folk και τις ρίζες της rock, αφού εκτός από τη σόλο δράση του υπήρξε και κιθαρίστας του Bob Dylan, παραγωγός σε εκείνο το αρτίστικο, όμορφο πείραμα της συνεργασίας της Alison Krauss με τη φωνή των Led Zepperlin, τον Robert Plant, αλλά και μουσικός παραγωγός σε ταινίες με ιδιαίτερη άποψη στη μεταμοντέρνα Americana ηχητική τους μπάντα, όπως το «O Brother, Where Art Thou?» των Coen, το ιδιαίτερο λόγω θέματος (Johnny Cash) «Walk the Line», το «Big Lebowski» και το urban-μπλουζίστικο «Inside Llewyn Davis».

● ● ● Ακολουθώντας τους κανόνες του bluegrass, ο Burnett δίνει χώρο σε ένα ή περισσότερα όργανα στις συνθέσεις των Punch Brothers να αναπτυχθούν παίζοντας επάνω στη μελωδία ή ξεφεύγοντας σε μικρούς αυτοσχεδιασμούς που σου κλέβουν την καρδιά. Είναι τα απολαυστικά breakdowns που λατρεύουν να κάνουν οι μουσικοί και δίνουν εξέλιξη στο κομμάτι. Η πολυπλοκότητα επανέρχεται κατά κύματα, δίνοντας μία υπέροχη ροή σε αυτό το ακουστικό, συμφωνικό παζλ που ανοίγει με ένα δεκάλεπτο έπος («Familiarity»). Λεπτά κοφτά περάσματα, απόμακρα πλήκτρα, ψυχεδελικές αρμονίες σαν από Καλιφορνέζικο πάρτι των Beach Boys που τις καταπίνει κομψά ένα όλο και περισσότερο διογκούμενο βιολοντσέλο, φτερωτά βιολιά, κιθάρες που άλλοτε θυμίζουν τα κοψίματα του Django Reinhardt κι άλλοτε στάζουν λυπημένες σταγόνες σαν εκείνες του David Gilmour.

● ● ● Ο Debussy και τα χρώματά του είναι διάχυτα στα «Φωσφορούχα Blues» των Punch Brothers, με φόρο τιμής μία δική τους εκδοχή σε ένα χαριτωμένο, παράξενο, μπαρόκ χορό του συνθέτη που είχε γράψει όταν ήταν 28 χρονών, το «Passepied». Αναφορά και στον Alexander Scriabin και στις Chopin επιρροές του με ένα μονόλεπτο πρελούδιο, πριν ξαναδώσουν ρυθμό με τις υπόλοιπες μίνι pop-όπερές τους που θυμίζουν άλλοτε 10 CC, άλλοτε τη ragtime πλευρά των Queen και άλλοτε την σπιρτάδα των Sparks («I Blew It Off», «Magnet» και «My Oh My»), τις συμφωνικές στιγμές και τα αλήτικα μπλουζ με την αστική τους εκζήτηση.

● ● ● Εστέτ αλλά και με γνώση της rock & roll γραφιστικής ιστορίας, οι Μπρουκλινέζοι αυτοί τύποι έρχονται και δίνουν στη συμφωνική τους pop ένα περιτύλιγμα πιστό στις πομπώδεις φιλολογικές εξάρσεις των art rock συγκροτημάτων της δεκαετίας του ’70: οι Εραστές του Magritte, βασανισμένοι από την αιώνια ασφυξία τους, πετάνε το πανί που τους πνίγει, ανεβάζουν την ένταση να κάνει κρακ το ηχείο και αναπνέουν ελεύθερα χάρη στα Μπλουζ Που Φωσφορίζουν.

● ● ● Πάντα γούσταρε το Μπλε και ο Δημήτρης Παπασπυρόπουλος. Έβαφε τα πάντα μπλε-ρουά και, μετά, καθόταν εκεί μέσα και άκουγε μουσικές. Του άρεσε η ψυχρή ηρεμία που αιωρούνταν σχεδόν ακίνητη στην ατμόσφαιρα, ανοιγόκλειναν τα τσάκρα του μαζί με τις εμπνεύσεις και τα τραγούδια που βομβάρδιζαν το κεφάλι του. Το θέμα ήταν πώς να τα επικοινωνήσει όλα αυτά. Τον έπνιγε το Μπλε, ήθελε να το μοιράζεται και όχι μόνο να το ονειρεύεται. Οι Depeche Mode τού γρατζούνιζαν την πλάτη με ένα μεταλλικό, γκόθικ νύχι και του ψιθύριζαν «άντε, τελείωνε, βγες να αναπνεύσεις». Στα DJ set του μπορούσε να είναι ρομαντικός αλλά εκτός από requests (και καμάκι, φαντάζομαι) δύσκολα εισέπραττε ευκαιρίες για να βρει αυτή τη φωσφοριζέ γραμμή επικοινωνίας που ήθελε. Το ραδιόφωνο του άνοιξε μία πόρτα – αν και καλύτερα να τον γνωρίζαμε νυχτερινές ώρες. Δεν πειράζει. Ακόμα και τα απογευματινά του session στα FM έδωσαν ένα άλλο στίγμα στη διάθεση της πόλης που συνήθως, εκείνη την ώρα, βαράει τις νευρώσεις της σε beats και hits. Το κυριότερο ατού του Δημήτρη, η απόλυτη ποιότητα και ήθος, καθώς και η πιστή του προσήλωση στα μπλε του τραγούδια του έδωσαν το fanbase που χρειαζόταν και το κύρος για να δημιουργήσει το «ιδρυματικό» Last Chance, να κυκλοφορήσει 10 εξαιρετικά πετυχημένες συλλογές – μόλις βγήκε και η 11η, με τίτλο «Farewell, Kid!», να καθιερωθεί σαν ένας εκλεκτικός remixer και παραγωγός, μέχρι να δημιουργήσει και τις δικές του –Τελευταία Ευκαιρία– συνθέσεις.

image

● ● ● Η νέα αυτή συλλογή έρχεται σε μία ποιοτικά, βαθιά συναισθηματική εποχή για τον Δημήτρη. Μάζεψε τα κομμάτια με την ιδιαίτερη ευαισθησία του για τα ηλεκτρικά 90s αλλά και τη λεπτοδουλεμένη pop των μουσικών που έχουν μάθει να εμπνέονται και να blendάρουν μέσα στο μοναχικό τους Μπλε Δωμάτιο. Δεν με νοιάζουν οι τίτλοι, η playlist και τα νέα remixes (αν και υπάρχουν – αναζητήστε το διπλό cd οι ενδιαφερόμενοι). Αφήνω αυτούς τους ήχους να περιγράψουν αυτή την Αποχαιρετιστήρια Σκηνή που έστησε για φέτος, ο Δημήτρης Παπασπυρόπουλος, όπως τον καταλαβαίνω εγώ.


panikoval500@gmail.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ