Πολιτισμος

Εγώ είμαι ένας άλλος

Ο Γιάννης Κουνέλλης εκθέτει για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια σε ατομική έκθεση στην Ελλάδα

79441-177676.JPG
Νάντια Αργυροπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 325
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιάννης Κουνέλλης
Γιάννης Κουνέλλης

Ο Γιάννης Κουνέλλης εκθέτει για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια σε ατομική έκθεση στην Ελλάδα, στον ίδιο χώρο, την γκαλερί Bernier/Eliades, όπου παρουσίασε και την πρώτη έκθεσή του το 1977. Ο καλλιτέχνης που αναδείχθηκε σε εμβληματική φυσιογνωμία της Arte Povera, με βάση του την Ιταλία από τη δεκαετία του ’60 και εξής, είναι στα 74 χρόνια του ένας από τους σημαντικότερους εικαστικούς δημιουργούς, με μια γλώσσα άμεσα αναγνωρίσιμη και παρ’ όλα αυτά ερμητική, η οποία πεισματικά συνέθεσε και εξέθρεψε έναν κόσμο προσωπικό και οραματικό και ταυτόχρονα διεθνή και απολύτως ρεαλιστικό.

Την ώρα που γράφονται αυτά τα λίγα, και ενώ συναρμολογώ τα κομμάτια μιας φιλικής και ασχεδίαστα εξελισσόμενης κουβέντας μαζί του, δεν έχω δει ακόμη την έκθεσή του. Μαθαίνω από τη Μαρίνα Ηλιάδη, αλλά και από τη δική του φειδωλή, περιεκτική συστολή, ότι είναι μια έκθεση φτιαγμένη ολόκληρη από καινούργια έργα και ειδικά μελετημένη για το χώρο της γκαλερί. Ο Κουνέλλης άλλωστε αντιλαμβάνεται, σέβεται, κάθε φορά το χώρο (ανεξάρτητα από τη θεσμική ή όχι ιδιότητά του, μουσείο, γκαλερί κ.λπ.) ως συστατικό στοιχείο του ίδιου του έργου του, ως «ένα θεατρικό κοίλωμα» όπου ιστορίες εκτυλίσσονται κρυφά, κάτω από τις φαινομενικά ανυποχώρητες επιφάνειες από μέταλλο ή τις απατηλά νοσταλγικές από βαμβάκι και τις επικές οργανώσεις τους.

Μιας και δεν έχω το μίτο των έργων και την οδηγία μιας συνέντευξης, η κουβέντα μας γίνεται με έναν τρόπο άναρχο και κάπως άγαρμπο – μας επιτρέπει δηλαδή, ευτυχώς, μικρούς και απροσδόκητους ελιγμούς: παραδείγματος χάριν ξεκινάει από το θάνατο. Για τον Κουνέλλη αυτός είναι μια αναγκαία στιγμή ισορροπίας ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Είναι το προνομιακό πεδίο για τις σκιές, κάτι που ο ίδιος αγαπά πολύ και όπως λέει είναι το χαρακτηριστικό της δυτικής τέχνης, η οποία δεν ευνόησε ποτέ τα ξεκάθαρα περιγράμματα και το πλακάτο χρώμα και προσπάθησε να μετριάσει το φως αντιστεκόμενο ενίοτε σε αυτό έως του τρόπου των γοτθικών εκκλησιών. Ο θάνατος είναι στην πραγματικότητα η ιδανική αφετηρία για να συζητήσει κανείς «όχι για τις αγγλοσαξωνικές Οφηλίες, γιατί δεν μπορείς να κάνεις ένα σχέδιο ζωής με κάτι νεκρό, αλλά για το φοβερό, παγκόσμιο μυστήριο της ανάσας. Αυτή τη στοιχειώδη, απολύτως κοινή, μηχανιστική λειτουργία, η οποία μας δένει όλους όχι με κάποιο αφηρημένο επέκεινα, αλλά με την αλήθεια και την πνευματικότητα της ύλης». Αυτό μας πάει στον Χαλεπά και από εκεί σε όλους όσοι συνέθεσαν τον κόσμο με τα χέρια, τη γλώσσα, το βλέμμα τους. Μου μιλάει για τη διάνοια του Πόλοκ και του Φόκνερ, που φαντάστηκαν την Αμερική μέσα από το αληθινό πάθος τους για την ταυτότητα, και τον ρωτάω για τον Καβάφη, για τον οποίο ο ίδιος έχει αναγνωρίσει σε μια συνέντευξή του (Μαρία Κατσουνάκη, Η Καθημερινή, 18.7.2010) ότι «φτιάχνει μια γλώσσα και κομμάτι κομμάτι την Ελλάδα». Ακαριαία μου απαντά πως τα κομμάτια αυτά «δεν ήταν καν δικά του και για αυτό ίσως ήταν Έλληνας. Ο Καβάφης φτιάχνει την Ελλάδα με την όραση της Ελλάδας. Σπουδαίο πράγμα αυτό. Με φέρνει σε μια κουβέντα που άκουσα από τον ίδιο τον Πάπα μέσα στο Βατικανό, στην Καπέλα Σιστίνα, όταν στάθηκε κάτω από την τοιχογραφία της Δημιουργίας του Κόσμου του Μιχαήλ Άγγελου και μας είπε δείχνοντάς την ότι “και ο ίδιος από εκεί είναι, από αυτή την τοιχογραφία, αν το καταλαβαίνεις πώς διάλεξε τις λέξεις του”».

Αν συμφωνήσει κανείς ότι η μεγάλη συμβολή του Κουνέλλη σε αυτό που είναι η ιστορία της τέχνης είναι η επαναφορά σε μια ζωγραφική (γιατί ζωγραφική είναι, ανεξάρτητα από το μέσο της) η οποία δομεί το χώρο/κόσμο και δομείται από αυτόν (η ζωγραφική του Μασάτσιο και του Ρουμπλιόφ, του Πόλοκ και του Μάλεβιτς) έτσι ώστε να δημιουργεί αυτό που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως «το κίνημα του πραγματικού», καταλαβαίνει την επιμονή του για το είδος της δημιουργίας που μας επιτρέπει «να ξαναβρούμε την επιθετικότητά μας», μας προτρέπει να αποσαφηνίσουμε τις ιδέες μας, να πάρουμε θέση, «να είμαστε καθαροί, παρά πλούσιοι». Πρόκειται λοιπόν για μια διαλεκτική της θέασης η οποία συμπίπτει με μια έννοια διαρκούς κρίσης, όπου κρίνω σημαίνει παίρνω θέση.

Το 1984, σε μια συζήτηση με τη Λίζα Πόντι για το περιοδικό Domus, η οποία δημοσιεύεται στο εξαιρετικό βιβλίο της Άγρας «Γιάννης Κουνέλλης, Λιμναία Οδύσσεια, κείμενα και συνεντεύξεις 1966-1989», ο Κουνέλλης είχε ζητήσει να επιβραβεύονται οι φορείς εντάσεων: «Το πρόβλημα είναι να βιαστούμε, να μη χάσουμε άλλον καιρό, να δράσουμε σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ενώ έξω όλα φαίνονται ήσυχα και μοιάζουν να μη δικαιολογείται μια τέτοια στάση, η οποία αντίθετα, είναι διπλά δικαιολογημένη, ακριβώς επειδή δεν φαίνεται δικαιολογημένη». Οι εξελίξεις που πυροδότησε εκείνη η τριφυλή δεκαετία, και όχι μόνο στην τέχνη ασφαλώς, τον δικαίωσαν και οι φωνές για συναίνεση που ακούγονται σήμερα αναρωτιέμαι πώς του φαίνονται: «Η διαλεκτική είναι υπόθεση αγάπης» λέει, «προϋποθέτει όμως ένα Μολών Λαβέ. Που σημαίνει μια ισχυρή έλξη, ένα μαγνητισμό ερωτικό σχεδόν. Είναι πολύ δύσκολο και σπουδαίο να φτάσεις να πεις “εγώ είμαι ένας άλλος”».

Και η ταυτότητα; Αυτό το τρομακτικό απροσδιόριστο που φαίνεται ξανά και επιτακτικά λόγω των συνθηκών να απασχολεί, κρυφά ή φανερά, τους πάντες, εδώ και αλλού, στους Διάλογους των Αθηνών, σε Μαραθωνίους και διαδίκτυο, σε άρθρα και συνευρέσεις, σε πολιτικά “think tanks” και πρωτότυπα salons soft φιλοσοφίας ή στο πρόσφατο εκλογικό ξάφνιασμα που επιφύλαξε για άλλους η ενόχληση/αφύπνιση μιας ελίτ της σκέψης και για άλλους οι πρωτόφαντες κοινωνικές μικροσυσπειρώσεις: «Η ταυτότητα είναι ένα κέντρο, αλλά ανοιχτό, πωρώδες, ελεύθερο. Για να την προσεγγίσεις χρειάζεται μια εμβάθυνση που δεν ξέρω αν μπορεί να επιτύχει η πολιτική, η οποία εκ των πραγμάτων επιδιώκει να διαχειριστεί τα πράγματα χωρίς να διακινδυνεύσει μεγάλες τομές σε έναν τέτοιο χώρο» απαντά ο Κουνέλλης και μου διηγείται μια κουβέντα του με τον Μπερλιγκουέρ στην Ιταλία που λειτούργησε ανέλπιστα αλλά καίρια στην άμεση δημιουργία του μουσείου του Καστέλο ντι Ρίβολι στο Τορίνο. Καταλαβαίνει κανείς πώς αντιλαμβάνεται την ταυτότητα κάποιος σαν τον Κουνέλλη από τον τρόπο που έχει αγαπήσει την Ιταλία: «Την έψαξα» λέει «κομμάτι κομμάτι, όπως εξερευνάς ένα σώμα. Και αναγνωρίζεις τις ατέλειές του και αποκαλύπτεις το σχήμα του ολόκληρο σιγά σιγά. Εκεί βρήκα τη Λατινικότητα, ας πούμε στην αγάπη για τις σκιές, στον ερωτισμό ενός κουφωμένου επάνω στο μεσημέρι παράθυρου, στην επίπονη αντίληψη για το κρίμα, σε έναν αντιδογματισμό που μου επέτρεψε να κάνω έργα σε εκκλησίες, έργα λαϊκά όπως οι παραβιασμένες τρόπον τινά “πόρτες του Παραδείσου” στον κήπο του Καθεδρικού ναού Santa Croce in Gerusalemme στη Ρώμη». (Ο κήπος δημιουργήθηκε από Κιστερσιανούς μοναχούς το 1700 μέσα στα ερείπια ενός ρωμαϊκού αμφιθεάτρου δίπλα στην εκκλησία και σήμερα τροφοδοτεί το μοναστήρι και την αγορά με λαχανικά και φρούτα, ενώ το έργο του Κουνέλλη σηματοδοτεί τα όριά του.)

Παρατηρώ ότι το έργο του, ρωμαλέο αλλά και σάρκινο, χαρακτηρισμένο από αυτό που ο ίδιος έχει περιγράψει ως «γλυκιά θηριωδία» (dolce bestialita), μοιάζει να είναι ένα αναγκαίο αλλά κρυφά παραδομένο σύνορο, ένας ενδιάμεσος δηλαδή χώρος ο οποίος δεν ανήκει πουθενά και γι’ αυτό λειτουργεί σα γέφυρα, σαν αφηγηματικός πώρος ανάμεσα στην ελληνορωμαϊκή κοσμοθεωρία. Σε όλες τις «χτισμένες» πόρτες του εγώ βλέπω ένα ταξίδι στο αρχιπέλαγος. Συμφωνεί ότι παρότι αισθάνεται Ιταλός, έχει το στοιχείο της τραγωδίας από την ελληνική του καταγωγή ζωντανό και αυτό είναι κάτι πιο ουσιαστικό από την ιταλική αντίληψη για το δράμα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί όταν μιλάει είναι διστακτικά ελληνικά και μάλλον αδρά ιταλικά, και μετά από όλα αυτά τα χρόνια που έχει ζήσει στην Ιταλία νιώθει κανείς τον πειρασμό να σκεφτεί ότι αυτή η μικρή αντίσταση και στα δύο γλωσσικά συστήματα του επιτρέπει στην πραγματικότητα να εκφράζεται σε ένα άλλο, πιο στοιχειώδες σύστημα σκέψης.

Ανοίγουμε μια μεγάλη συζήτηση για αυτή την τεράστια υπερκινητικότητα που έφεραν το διαδίκτυο και τα ταξίδια, η οποία ωστόσο κάνει την επικοινωνία ακόμη πιο απατηλή («Δες την παράλογη κατάσταση με την Κίνα» επισημαίνει και γυρίζει στο ρόλο της Αμερικής σε μια αλλοτρίωση που η Ευρώπη «ανεπαισθήτως» διευκόλυνε) και είναι μια περίπλοκη κουβέντα με ανάμεικτα συναισθήματα που μένει μισή. Κρατάω όμως από αυτή το λόγο της επιστροφής και εγκατάστασής του στην Ευρώπη μετά από το ταξίδι του στην Αμερική: «Νιώθαμε μια ευθύνη για την κατάσταση στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Μια ευθύνη απέναντι στην ιστορία, στο να μην επαναληφθούν τα μεγάλα λάθη της». Και αν η ιστορία είναι θέμα συλλογικό, η ευθύνη είναι πρώτα ζήτημα μοναχικό, είναι η εμπλοκή στη διαπραγμάτευση ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον που επιχειρεί ο σύγχρονος άνθρωπος και χρειάζεται τρομερό κουράγιο. Ο Κουνέλλης συνόψισε ως εξής το 1987 και δεν βρίσκω φεύγοντας από την τυχερή αυτή συνάντηση μαζί του να έχει αλλάξει κάτι: «Θέλω την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα, με την άσκηση, την παρατήρηση, τη μοναξιά, το λόγο, την εικόνα, την εξέγερση» («Λιμναία Οδύσσεια», σ. 198).

Γιάννης Κουνέλλης, 25/11/2010 - 13/1/2011, Γκαλερί Bernier/Eliades, Επταχάλκου 7, Θησείο, www.bernier-eliades.gr / Ο Γιάννης Κουνέλλης θα δώσει διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Παρασκευή 26/11 στις 19.00, είσοδος ελεύθερη

Η Νάντια Αργυροπούλου είναι επιμελήτρια, ιστορικός τέχνης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ