Πολιτισμος

Επιλογές 296

Skin Fruit Επιλογές από τη συλλογή του Δάκη Ιωάννου

4753-35225.jpg
Τζούλια Διαμαντοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 296
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4965-12250.jpg

Η τέχνη έχει δύναμη. Έχει τη δυναμική να φέρνει κοντά ξεχωριστούς κόσμους και να γεννά νέους. Ένα σπουδαίο έργο, ακόμα κι ενός άσημου καλλιτέχνη, μπορεί να μαγέψει έναν εκκολαπτόμενο συλλέκτη που το αποκτά χωρίς δεύτερη σκέψη. Η τέχνη υφαίνει τις δικές της ιστορίες. Κι έτσι, 25 χρόνια αργότερα, συλλέκτης και καλλιτέχνης, φίλοι πλέον και συνεργάτες, διασταυρώνονται ξανά για να δημιουργήσουν μια φρέσκια σχέση. Στα 25 χρόνια που μεσολάβησαν, η παράλληλη πορεία αυτών των δύο τούς έφερε στο επίκεντρο της σύγχρονης εικαστικής σκηνής. Ο λόγος για το συλλέκτη Δάκη Ιωάννου, που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως, και τον Jeff Koons, που λογίζεται σήμερα ως ένας από τους μεγαλύτερους και διασημότερους εικαστικούς της εποχής μας. 

Η επιλογή του New Museum της Νέας Υόρκης («νέο» μόνο ως προς την εμπνευσμένη αύρα των πρωτοβουλιών του) να φιλοξενήσει επιλογές από τη συλλογή του πρώτου, σε επιμέλεια του δεύτερου, έμοιαζε πείραμα μεν, με ελεγχόμενο όμως ρίσκο, εφόσον η παρουσίαση μέρους της συλλογής του Ιωάννου είναι αδιαμφισβήτητα ένα γεγονός που αφορά όσους ασχολούνται με τη σύγχρονη τέχνη.  Η τέχνη όμως έχει και τους δικούς της κανόνες. Έτσι, την επόμενη από την ανακοίνωση του προγράμματος του New Museum, ξεκίνησε μια ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση, στην οποία εμπλέκονται κοινό και ειδικοί. Από τον Σεπτέμβριο, ο αμερικανικός Τύπος διχάζεται σχετικά με το κατά πόσο είναι “politically correct” για ένα μουσείο να «φιλοξενεί» τη συλλογή ενός συλλέκτη, ειδικά όταν αποτελεί έναν από τους «ευεργέτες» του. Το ερώτημα βέβαια είναι ρητορικό αν σκεφτούμε πως το παραπάνω συνιστά μια μακροχρόνια και απολύτως εφαρμοσμένη πρακτική σε όλα τα μουσεία διεθνώς. Τι συνέβη λοιπόν εδώ; Πρόκειται για μια ακόμα «κατάχρηση» της έννοιας της πολιτικής ορθότητας; Δεν είναι μήπως φυσικό σε μια εποχή που οι μεγάλοι συλλέκτες διαθέτουν ισχυρότερες συλλογές ακόμα κι από τα σημαντικότερα μουσεία, τα δεύτερα να στρέφονται σ’ εκείνους για να παρουσιάσουν στο κοινό τους ξεχωριστές εκθέσεις;

Η τέχνη καταλήγει σε ερωτηματικό. Σπανιότερα σε τελεία. Κι εδώ προκύπτει το δεύτερο ερώτημα, που απασχόλησε bloggόσφαιρα και κριτικούς στην Αμερική. Είναι η συλλογή Ιωάννου (που αποτελείται και από πολλά ήδη «διάσημα έργα», ήδη «διάσημων» καλλιτεχνών) ικανή να υποστηρίξει μια non-mainstream εικαστική συνάντηση σαν αυτές που δεσμεύεται να οργανώνει το New Museum, αφήνοντας χώρο στην καινοτομία, στα νέα πρόσωπα, στα χαμηλόφωνα ταλέντα; Η απάντηση από το New Museum ήταν η κυκλοφορία ένας εκτενούς φακέλου με τις ιδιαιτερότητες της συλλογής Ιωάννου, μιας ιδιοσυγκρατικής συλλογής με πολλά blue chips (Koons, Cattelan) αλλά και με πολλές κι απρόσμενες «ανακαλύψεις» από νέους, πολιτικούς καλλιτέχνες (Chan, Djurberg, Σούλου κ.λπ.). Στον ίδιο αυτό φάκελο αναφέρονταν και οι ευρείες δραστηριότητες του ΔΕΣΤΕ, που είχε ιδρύσει ο Ιωάννου πριν καν αρχίσει να συλλέγει, τονίζοντας πως δεν είναι μόνο σημαντικός συλλέκτης αλλά κι εκείνος που έχει «γεννήσει» τις περισσότερες συγγένειες, έχει προκαλέσει συνεργασίες, ζυμώσεις και ανταλλαγές θέσεων ανάμεσα στο ευρύτερο κοινό της τέχνης από οποιονδήποτε άλλον στην κατηγορία του. Άλλωστε, εκθέσεις που βασίστηκαν κατά κύριο λόγο στη συλλογή του, όπως οι Artificial Nature, Cultural Geometry, Post Human, Everything That’s Interesting is New, έχουν αποτελέσει, διεθνώς, μεγάλα επιμελητικά γεγονότα που διεύρυναν τη γνώση καλλιτεχνών και κοινού γύρω από τις εξελίξεις στη σύγχρονη τέχνη.

Η τέχνη είναι υποκειμενική. Οι περισσότερες κριτικές συμφωνούν στ’ ότι όσοι επισκεφθούν τη Νέα Υόρκη αυτή την περίοδο θα έχουν τη δυνατότητα να δουν μαζεμένα κάποια από τα σπουδαιότερα έργα της σύγχρονης τέχνης. Δεν λείπουν εκείνοι που τοποθετούνται αρνητικά ως προς την «επιμελητική» προσέγγιση του Koons. Ο Peter Schjeldahl στο New Yorker και η Roberta Smith στους New York Times αναγνωρίζουν στον Koons έναν μεγάλο καλλιτέχνη αλλά έναν μάλλον «προκατειλημμένο» επιμελητή, με ισχυρή «συναισθηματικά» άποψη. Βέβαια, ο Koons δεν δήλωσε ποτέ επαγγελματίας επιμελητής. Εξάλλου για τις επιμέλειες φαντάζομαι ισχύει ότι και για τις γνώμες: ο καθένας μπορεί να έχει μία και να κρίνεται για αυτήν. Γι’ αυτό και η έκθεση αυτή δεν είναι παρά μια βόλτα στο μυαλό ενός καλλιτέχνη που στα έργα του εξετάζει συστηματικά τις εντάσεις ανάμεσα στο κοινό γούστο της μέσης τάξης και στο πιο «εκλεπτυσμένο» των λίγων, ανάμεσα στο κιτς και το γκλάμουρ, ανάμεσα στη λαγνεία και την επιθυμία. Άλλωστε ο Koons συνηθίζει να προκαλεί συζητήσεις με τη δουλειά του, είτε αυτή περιλαμβάνει μεγάλα πλαστικά ροζ κανίς τοποθετημένα στις Βερσαλλίες είτε μια επιμέλεια. Προς τι λοιπόν οι καλλιτεχνικο-πολεμικές ιαχές; Φαίνεται πως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού η οικονομική κρίση κι η πολιτική αλλαγή γέννησαν ένα οξύ κλίμα, ειδικά «σε μια σφαίρα όπου οι πλούσιοι (συλλέκτες, ευεργέτες) και οι σχετικά φτωχοί (καλλιτέχνες, διανοούμενοι) συνευρίσκονται. Ο Ιωάννου και ο Koons μοιάζουν «εύκολοι στόχοι» στη συγκεκριμένη συγκυρία, η οποία εξάπτει το λαϊκιστικό θυμικό (“the populist animus”) σημειώνει ο κριτικός του New Yorker.

Η τέχνη γεννήθηκε από την ανάγκη μας για προβληματισμό. Οποιαδήποτε έκθεση αποτελεί πάντα αφορμή για συζήτηση κι αντιπαράθεση. Ένας δημόσιος διάλογος γύρω από τον πολιτισμό έχει τη δύναμη να γεννήσει νέες θέσεις κι ιδέες και –ποιος ξέρει– μπορεί να μας ξεσηκώσει να πάμε μια βόλτα μέχρι την Πειραιώς, τη Νέα Ιωνία, το Ωδείο και να διαμορφώσουμε τη δική μας άποψη. Υπεραισιόδοξο; Ίσως. Όμως δεν έχω κανέναν λόγο να μην είμαι αισιόδοξη. Δεν χρεοκοπήσαμε ακόμα, η μέρα μεγαλώνει κι η τέχνη μοιάζει και πάλι ν’ αφορά τους πολλούς… ●

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ