Life in Athens

Summer in the City: Η Αθήνα στους 45°C

Τι παίρνει κανείς για να δει την καλή πλευρά της καλοκαιρινής Αθήνας;

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 262
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
9798-22261.jpg

Καλοκαίρι στην Αθήνα: Οι πισίνες και οι πίδακες, ο καιρός στα Βόρεια Προάστια, οι βόλτες με τα σκυλιά και οι τουρίστες

Άλλο ένα καλοκαίρι προσπαθώντας να κάνουμε καρτ-ποστάλ τη θερινή Αθήνα. Την καδράρουμε σε τιρκουάζ εικόνες και ψάχνουμε σαν λαγωνικά να βρούμε πρασινάδες στις ταράτσες της, ανθρώπους που να χαμογελούν στους 42 βαθμούς Κελσίου κι αμέσως τους φλασάρουμε απαθανατίζοντας την άνεσή τους μπροστά στα κολασμένα μπετά. Τι παίρνει κανείς για να δει την καλή πλευρά της καλοκαιρινής Αθήνας;

Ζεις μόνο από τον πέμπτο όροφο κι επάνω. Εκεί ψηλά, βλέπεις τον ουρανό στο μπεζ-ραφ-μπλε ντεγκραντέ του. Τις μέρες με βοριαδάκι γίνεται ξαφνικά μπλε και τις μέρες με πυρκαγιές στα πέριξ γίνεται ενάτη-ενδεκάτου, 9/11, με ηφαιστειακή κάπνα. Τις καλές μέρες ξεγελιέσαι, γιατί φαίνεται να αντιφεγγίζει ο κόλπος του Σαρωνικού και χαίρεσαι που ζεις «δίπλα στη θάλασσα». Τα μεσημέρια η Αθήνα των υψηλών ορόφων τηγανίζεται σκληρά πάνω σε πέτρα νταμαρίσια άσπρη, γίνεται ένα κοκαλωμένο deep fried city χωρίς ολόλευκες μπουγάδες ν’ ανεμίζουν στα σκοινιά της και με βρόμικα κουτιά-πλυσταριά σαν πολεμίστρες να κοιτάνε το ένα το άλλο. Με τη δύση, σβήνει την πύρκαυλη σιέστα της σε ωραία μαβιά, ελευσίνια χρώματα, με καρπουζοχυμούς. Τότε ανάβει τα φαναράκια της και τις δροσιές της, καταβρέχει  με τη μάνικα τα τσιμέντα, ορθώνει οθονάρες και ίντσες, κάνει rοof gardens με πριβέ θερινά σινεμά ή σέρνει καναπέδες έξω, να ξαπλώνει και να κάνει ότι βλέπει τ’ αστέρια (που δεν φαίνονται λόγω υπερφωτισμένης ατμόσφαιρας). Τον «κάτω κόσμο» τον ακούει σαν απόηχο σειρήνας περιπολικού, καμιά φορά ρίχνει και καμιά ματιά κάτω, βιντεοσκοπεί με το κινητό τα αλάνια που τρέχουν, κι αν σταματήσει κανένας σε πεζούλι να πάρει ανάσα του πετάει το κλειδί της εξώπορτας ν’ ανέβει επάνω, όπως θα έκανε κάθε σωστή Κυρία Στόουν στον εξολοθρευτή της.

Οι μπλε τιρκουάζ πισίνες. Κοιτάς από τον Λυκαβηττό. Κάνεις την πτήση «με το μάτι του πουλιού» και βλέπεις τις μπλε κηλίδες νερού, πισίνες που μοιάζουν σε αχρηστία αλλά δίνουν μια άλλη διάσταση στη χαρτογράφηση της πόλης. Κάποια τυχαία διεύθυνση, κάποια βαρετή Φωκυλίδου-Τόσο, Λυκαβηττού Ποιος-Ξέρει-Πόσο, στην κορυφή τους το ήξερες ότι ίσως να κρύβουν μια δροσερή λίμνη; Σπάνια οι Αθηναίοι απολαμβάνουν τις πισίνες τους αλλά, τις νύχτες, αυτές ανάβουν μαζί με τις άλλες, των ξενοδοχείων του κέντρου και της Λεωφόρου Συγγρού και των spa της παραλίας, και φωτίζουν ένα νοητό χάρτη με μπλε καλοκαιρινά φωτάκια μέσα στο total πορτοκαλί και μαύρο του δημοτικού φωτισμού.

Στη δροσιά του Άλλου Πλανήτη. Στην Κηφισιά και στην Εκάλη κι ακόμα παραπέρα, τζιπ κυλούν απαλά στις πράσινες μίνι λεωφόρους. Παρκάρουν εύκολα. Παλιά αρχοντικά ανοίγουν τις αυλές τους με τηλεκοντρόλ σαν πόρτες γκαράζ. Ήρεμες φιγούρες ανθρώπων με σικάτα γήινα χρώματα και οπωσδήποτε κάτι ροζ επάνω τους, ξεφορτώνουν τσάντες από τα μεγάλα mall της περιφέρειας. Τα παιδάκια τρώνε παγωτό (ροζ) και έχουν μαλλιά σαν της Amy Winehouse. Βαριούνται, βαριούνται, βαριούνται. Τηλεφωνιούνται. Πάνε όλα μαζί διακοπές – Άνδρο, Μαϊάμι, Μύκονο. Θέλουν να γυρίσουν πίσω για να κάνουν πάρτι στο σπίτι της Εκάλης. Ο αέρας είναι δροσερός, παλιά εκεί ήταν τα σανατόρια.

Τα σκυλιά στα πεζοδρόμια. Αδέσποτα, βλέπουν τα πάντα. Τα πρόσωπα των κουκουλοφόρων της καθημερινής ληστείας στα ΕΛΤΑ. Βλέπουν το κόκκινο και ποιοι το περνούν γκαζωμένοι, βλέπουν το πράσινο και περνούν φοβισμένα απέναντι. Βλέπουν τα τζάνκια, τους Πακιστανούς, τα μπουλούκια να τρέχουν στο Synch, βλέπουν ένα gay φιλί κόντρα στο μαντρότοιχο στο Γκάζι, βλέπουν τις creative directors με τα ξανθά μαλλιά να τους πετάνε κοψίδια, καθισμένες στο λευκό, χριστουγεννιάτικο Mamaca’s. Στις ζέστες, ξαπλάρουν παρέα με τις γάτες –σκασίλα τους και οι γάτες– δίπλα δίπλα στα βρόμικα μάρμαρα με τις κολλημένες πάνω τους κηλίδες μαύρες τσίχλες, κάπου να ’χει σκιά, ανάσκελα, μπαϊλντισμένα, έτοιμα για χάδια, όνειρα για σκύλους σε μια πόλη γεμάτη σκυλάδικα.

Νερά στην πόλη. Ξαφνικοί πίδακες. Έβλεπα παλιά στις ταινίες τα μαυράκια στο Μπρούκλιν να ανοίγουν τους κόκκινους κρουνούς και να μπουγελώνονται ξεκαρδισμένα, και έψαχνα τους δρόμους να βρω πού υπάρχουν τέτοιοι πίδακες στην Αθήνα. Σπασμένοι σωλήνες ύδρευσης που τρέχουν για μέρες ολόκληρες νερά και ξελασπώνουν κάποιες γειτονιές, σχηματίζουν ρυάκια που τρέχουν στο πλάι των πεζοδρομίων, ανίκανα να δροσίσουν, καταδικασμένα ολοταχώς στο μπουκωμένο κοντινότερο φρεάτιο. Περπατώντας τα μεσημέρια μπορεί ίσως να καρφωθεί στην κορυφή του κεφαλιού σου σαν δροσερή βελόνα από τρυπάνι μία χοντρή, βαριά σταγόνα παγωμένου νερού από τα κλιματιστικά που χάσκουν στον αέρα, έξω από τα παράθυρα. Με μια ανατριχίλα το σκουπίζεις, το νιώθεις βρόμικο, να μυρίζει καπνίλα και σκόνες από μοκέτες. Στα φανάρια ένα απότομο πλιτς από τους υαλοκαθαριστήρες των διπλανών μπορεί να σου στείλει τις σταγόνες του, αν είσαι πάνω στο παπί, κι αν είσαι τινάζεις τα φτερά σου και συνεχίζεις στεγνώνοντας στο ζεστό αέρα.

Σύννεφα νερού. Αργά το απόγευμα, μόλις έχει πέσει ο ήλιος, από τα μπαλκόνια των πρώτων ορόφων έρχονται επάνω σου υδάτινα νέφη, απολαυστικά σπρέι ποτίσματος από ποτιστηράκια και αυτόματους πίδακες. Λες «νερό, νερό, κάποιος ποτίζει» και σηκώνονται όρθιοι όλοι οι βασιλικοί κι οι δυόσμοι της περιοχής και σε χειροκροτούν. Την ίδια νύχτα, διασχίζοντας τα πάρκα, με ένα ξαφνικό τίναγμα, όλα τα συντριβάνια του αυτόματου ποτίσματος αρχίζουν να στριφογυρίζουν εκσφενδονίζοντας γύρω κορδέλες σταγονίδια, νερά σε φάσματα, καταβρέχοντας το δροσερό γκαζόν και τα άσπρα σας πουκάμισα. Κάθεστε εκεί για λίγο, δεν φεύγετε. Μούσκεμα.

Σε είδα να στέκεσαι με τις ώρες μπροστά στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ, δήθεν προβληματισμένη για το ποιο τυράκι θα διαλέξεις, αλλά τέλεια, σέξι, απολαμβάνοντας τη δροσιά της μηχανής, προσηλωμένη σε ένα χαμηλό λιπαρό που είχε στη συσκευασία του μια παραλία με γαλάζιο σημαιάκι… Μ’ αρέσει ο τρόπος που κοντοστέκεσαι μόλις το χνούδι της σάρκας σου αντιληφθεί μια αύρα δροσιάς κλιματιστικού, πώς μένεις δήθεν να κοιτάς τα cd στο ράφι σ’ εκείνο το σημείο, τα βιβλία για τη λοιμώδη μονοπυρήνωση ή σε όποιον τίτλο ρίχνει την πιο πολλή δροσιά του το Φουτζίτσου που ανακάλυψες. Ή τις γούνες, στα ψυγεία, στη Μητροπόλεως, σαν πλούσια Ρωσίδα που ήρθες για διακοπές –Μόσχα, Αθήνα, Αστέρας Βουλιαγμένης, Μύκονος, Κέρκυρα, Μιλάνο, Μόσχα– και θα τα αγοράσεις όλα με ένα ψυχρό «σπασίμπα» στο βλέμμα σαν παγάκι σου.

Χοντροί, κόκκινοι Αθηναίοι ή λεπτοί, λευκοί, με πεταχτά αυτιά και νευριασμένο βλέμμα. Γλυκές ιέρειες της τέχνης, μέντορες και κτήτορες, φεστιβαλικοί τύποι. Περνούν καλοντυμένοι, ωραία μυρωδάτα κύματα από μπροστά σου, ανηφορίζοντας την Αρεοπαγίτου προς Ηρώδειο. Είναι έτοιμοι να δώσουν το πιο ζεστό τους χειροκρότημα στην πιο λάθος στιγμή, να αγκωνιαστούν και να μουτρώσουν στον διπλανό τους, στην αδελφή διπλανή πετσέτα τους στην πλαζ που, μπορεί, το ίδιο βράδυ να γίνουν εγκάρδιες φίλες στο Facebook. Οι οθόνες των λάπτοπ θα φωτίζουν μέσα στη βαριά ζέστη της αθηναϊκής νύχτας μοναδικά φωτάκια στο σκοτάδι των μπαλκονιών, φθορίζοντας σαν φάρος κουνουπιών.

Αιωρούμενες ροζ μιμόζες και λευκά τριχωτά τουφάκια λεύκας της σαρκοφάγου μπαίνουν στη μύτη σου. Τρέχεις να προλάβεις το μπάσκετ. Μόνο εσύ και τα ντελίβερι στο δρόμο. Μέσα στην τσάντα ταχυδρόμου έχεις 2 φέτες δροσερό καρπούζι, σε σελοφάν. Στα φανάρια ρίχνεις μια ματιά στους διπλανούς σου. Δύο πιτσιρικάδες επάνω στο παπί – ο ένας φοράει βυσσινί μπλουζάκι “This is Sparta” και ο άλλος το πορτοκαλί/λευκό/τιρκουάζ polo των εθελοντών του 2004.

Αθήνα, 45°C.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ