Μουσικη

Οι κυρίες της αυλής

Τότε, στη δεκαετία του ’50, στους παραγωγούς των δισκογραφικών εταιρειών

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 318
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
9040-20721.jpg

Τότε, στη δεκαετία του ’50, στους παραγωγούς των δισκογραφικών εταιρειών και, κυρίως, στους μαγαζάτορες της νύχτας –ανθρώπους που είχαν ζήσει την Κατοχή και ζητούσαν απεγνωσμένα μία επισημοποίηση της ζωής τους και της «νέας εποχής» που πάσχιζαν να ορθώσουν– μετρούσε πολύ το κύρος. Το σέβας έπρεπε να αρχίζει από τη μαρκίζα του κέντρου διασκέδασης. Τους άρεσε να δίνουν ψευδώνυμα στους καλλιτέχνες. Κυρίως στις γυναίκες τραγουδίστριές τους. Τις έντυναν με έναν ευρωπαϊκό αέρα παλαιάς, ιστορικής τάξης ευγενών, άφηναν μια υπόνοια υψηλής καταγωγής, δίνοντάς τους ονόματα – χωρίς επώνυμο, χειροποίητης νομπιλιτέ. Και φυσικά αποφεύγοντας «κακοτοπιές» πολύ συνηθισμένες τότε στην ελληνική δημογραφία, βαριά, «μπακάλικα» επώνυμα με προέλευση και συνειρμούς που θύμιζαν γιδοτύρι, τόσο ακατάλληλα για μία καλλίφωνη νεαρή με κρεπαρισμένο μαλλί κότσο, καλοραμμένα, κεντημένα στο χέρι χάντρα-χάντρα φορέματα, όλα από έμπειρες μοδίστρες με χέρι χειρούργου – τις περισσότερες φορές αυτές τις ίδιες. Κορίτσια που τα πρωινά δούλευαν κορδελιάστρες, φασόν στο σπίτι και όνειρα δίπλα σε τενεκεδάκια με βασιλικό, και το βράδυ κυνηγούσαν το νυχτοκάματο με ρούχα «δικά τους» και ψευδώνυμα δραματικής αίγλης: Αρχόντισσα. Κόμησσα. Δούκισσα.

Την περασμένη εβδομάδα, έφυγε από τη ζωή μία από αυτές τις τελευταίες Κυρίες της Αυλής του παλιού λαϊκού τραγουδιού.

Η Δούκισσα, κορίτσι που πείνασε μετακατοχικά, Πειραιώτισσα, «ξηγημένο παιδί» σε σκληρές εποχές, κυρία στο επάγγελμα, καθαρή φωνή, κρυστάλλινο χιούμορ και τραγουδίστρια με φωνή ακαριαία, ερμηνεία που είχε τον αέρα της «λεζάντας». Στάθηκε άψογη ντάμα δίπλα σε μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού αλλά και αργότερα μόνη της, που, λες, έμοιαζε σαν να ήταν η μόνη που πίστεψε στ’ αλήθεια τόσο πιστά το ψευδώνυμό της. Ίσως επειδή δεν αναδείχθηκε μέσα από τηλεοπτικές, μεσημεριανές χωματερές.

Tότε τα ραδιόφωνα ήταν «μικροί θησαυροί», έπαιζαν τα τραγούδια και τα «Θεατρικά της Δευτέρας» τοποθετημένα επάνω σε παλιές κονσόλες στα οικογενειακά σαλόνια ή ήταν κρεμασμένα από δερμάτινα λουράκια στο χερούλι της πόρτας σε συνεργεία, κουζίνες, φοιτητικά δωμάτια, βιοτεχνίες. Οι ταινίες ήταν «ευγενικά» ασπρόμαυρες – ισοπέδωναν στη ζελατίνα τους κάθε κίτρινο, ροζ ή αυθάδικο λαχανί χρώμα. Κρατούσαν τους καλλιτέχνες τους στην απόσταση που χωρίζει την οθόνη από την πλατεία. Ακόμα και τα πιο φτηνά περιοδικά με σινερομάντσα και μελάνι που λέρωνε τα χέρια, συμπεριφέρονταν στα «λαϊκά αστέρια» με μια υγιή, αυτοδίδακτη κομψότητα.

Μπορεί, βέβαια, όλα αυτά να μοιάζουν ιδανικά επειδή έχουν περασμένη επάνω τους την πατίνα του χρόνου. Να τα νομίζουμε έτσι επειδή ακούσαμε και διαισθανθήκαμε μόνο τον απόηχό τους.

Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν παύει να υπάρχει μία κενή θέση εκεί. Η τελευταία «ευγενής» πήρε μαζί της την αξιοπρέπεια του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.

Τώρα πια μόνο σκυλιά και ξανθές. 


ΦΩΤΟ: Τέλη δεκαετίας ’60, η Δούκισσα με το χαρακτηριστικό της α-λα-γκαρσόν και με κλασικό μικρόφωνο-«τούβλο», στο τραπέζι της παρέας της μεγάλης Σοφίας Βέμπο

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ