Οι Ιστοριες σας

Η Athens Voice στη ζωή μου

Και τότε την είδε, καθόταν εκεί πάνω στο κάθισμα της στάσης, κάποιος την είχε αφήσει μάλλον

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 238
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
89371-200898.jpg

Και όμως είχε έρθει η ώρα. Το πίστευε, δεν το πίστευε, δεν είχε σημασία. Δεν ήταν και σίγουρη όταν συμπλήρωνε το μηχανογραφικό δελτίο για δεύτερη φορά. Ήταν πλέον 19 και κάτι, και όλοι σχεδόν οι φίλοι της είχαν φύγει για αλλού. Σπουδές, δουλειές, απλά αραλίκια, πάντως είχαν φύγει.

Θα έπαιρνε το κτελ στις 10.30. Κατά τις 14.30, υπολόγιζε, θα είχε φτάσει. Και αυτό το κτελ πια! Τέσσερις ώρες διαδρομή με φουλ σκυλάδικο και ερ-κοντίσιον, να μην μπορείς να ανασάνεις. Αλλά πάλι καλά να λέμε, σκέφτηκε, που υπάρχει το κτελ και φεύγουμε όσο και όποτε μπορούμε.

Έφτασε στον ηλεκτρικό στα Κάτω Πατήσια. Δεν ήταν και καμιά άσχετη, είχε έρθει πολλές φορές Αθήνα, με τους γονείς της από μικρή, με τους φίλους της αργότερα. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Στάθηκε λίγο και χάζεψε τριγύρω. Η περιοχή αυτή ήταν πάντα ενδιάμεση στάση για κάπου αλλού. Λάθος, σκέφτηκε δυνατά, είπαμε, από δω και πέρα καμιά περιοχή δεν θα είναι απλά μια ενδιάμεση στάση. Το είχε αποφασίσει, θα ρουφούσε αυτή την πόλη σαν παγωμένο σκέτο φραπέ (το αγαπημένο της). Θα περπατούσε σε λεωφόρους και δρομάκια, πλακόστρωτα και επικίνδυνες γειτονιές (σιγά το ghetto, είπε μέσα της), πλατείες, συναυλίες, μπιραρίες κι άλλες συναυλίες… και θα έκανε και φίλους, νέους φίλους που θα κάθονταν σε σπίτια με μπαλκόνια και θα παίζανε trivial και θα πήγαιναν σε ψαγμένες κουλτούρες στα σινεμά.

Ε καλά τώρα, ας έμπαινε πρώτα στον ηλεκτρικό να φτάσει στο μαγευτικό Περιστέρι και θα τις έβλεπε αργότερα τις κουλτούρες. Το σπίτι το νοίκιασε με την πρώτη. Ήταν μικρό και γλυκούλι, στις βορειοδυτικές γειτονιές του Περιστερίου, οι οποίες κρατούσαν ακόμη το άρωμα τις παλιάς γειτονιάς και της θύμιζαν επαρχία. Το βασικότερο ήταν το χαμηλό ενοίκιο βέβαια, γιατί είχε κακούς σκοπούς…Δεν ήθελε να ξεζουμίζει τις τσέπες των γονιών της και έτσι, σκέφτηκε, χαμηλότερο ενοίκιο θα σημαίνει λίγο περισσότερο χαρτζιλίκι για μένα, για συναυλίες, μπιραρίες κι άλλες συναυλίες, και τα γνωστά.

Η γειτονιά της ήταν έτσι όπως γούσταρε, ξεκάθαρα λούμπεν με μια μικρή δόση πολυπολιτισμικότητας και καφενεία με συνταξιούχους που πιάνονταν στα χέρια για την πρέφα και τη δηλωτή. Τρέντι καφετέριες με τρέντι θαμώνες λυκειόπαιδα, φτιαγμένα αυτοκίνητα που έπαιζαν Έφη Θώδη στη διαπασών και ωραίες κοπέλες που γίνονταν άσχημες από το πολύ μακιγιάζ και ντεκαπάζ. Τη νύχτα κυριαρχούσε ένα γνωστό κλαμπ που έπαιζε ελληνικές επιτυχίες, αν και ήταν σίγουρη πως έπαιζε ελληνικές αποτυχίες, και γι’ αυτό εκνευρίζονταν οι πελάτες και έβγαιναν απ’ έξω και τράβαγαν μαχαίρια για τα μάτια μιας γυναίκας, και καλά.

Καθώς έφερνε στο νου τη γειτονιά της, τα μεγάφωνα στο συρμό ανήγγειλαν: επόμενη στάση Άγιος Αντώνιος. Κατέβηκε βιαστικά κουβαλώντας το σάκο της. Έτρεξε στη στάση να πάρει το τρόλεϊ, ξαφνικά ήθελε τόσο πολύ να πάει σπίτι και να κάνει μπάνιο και μετά να νοσταλγήσει λίγο τους γονείς της και το σπίτι στην επαρχία. Ε, σύνελθε, σκέφτηκε, είπαμε θα τη ρουφήξεις την πόλη, ολόκληρη.

Και τότε την είδε, καθόταν εκεί πάνω στο κάθισμα της στάσης, κάποιος την είχε αφήσει μάλλον. Τη βούτηξε και σκέφτηκε, χα! Πέμπτη σήμερα, σωστά! Είχε ξαναδιαβάσει Athens Voice μία ή δυο φορές. Την πρώτη φορά ήταν με μια φίλη στο μετρό και είδε κόσμο να πλησιάζει το σταντ και να την παίρνει, «και πού θα την πληρώσουν;» ρώτησε, η φίλη της άρχισε να γελά, «είναι τσάμπα, φρι πρες, μικρό μου βλαχάκι». Πήγαν και πήραν και την ξεκοκάλισε, τσάμπα θησαυρός της πόλης σκέφτηκε.

Και τώρα το είδε ως σημάδι, ήθελε να τη ρουφήξει την πόλη, και είχε βρει τον κατάλληλο οδηγό ρουφήγματος πόλης. Στο τρόλεϊ είχε πολύ κόσμο, αλλά πρόλαβε να διαβάσει πεταχτά το στάρνταστ. Πάντα της άρεσε να διαβάζει εφημερίδες και περιοδικά από πίσω προς τα μπρος. Γενικά δεν πίστευε στα ζώδια, όμως αυτά εδώ είχαν μια ψυχαναλυτική χροιά που της φαινόταν τρομερά ενδιαφέρουσα! Άσε που ο τίτλος της στήλης της θύμιζε τον αγαπημένο David Bowie και το δικό του Ζiggy stardust.

Έφτασε σπίτι και άνοιξε πατζούρια. Η ώρα ήταν ήδη 4, αλλά είχε πολύ χρόνο μπροστά της μέχρι να συναντηθεί με τους φίλους και συμμαθητές από επαρχία για τα καλωσορίσματα. Το σπίτι ήταν ψιλοάδειο. Κρεβάτι και ντουλάπα στο υπνοδωμάτιο, ψυγείο στην κουζίνα και ένα καναπεδάκι στο σαλόνι. Θα κατέβαζε σιγά σιγά τις ιδέες διακόσμησης. Είχε φέρει και το φορητό της cd player που είχε χαλάσει και έπαιζε μόνο ράδιο. Ήταν εντάξει όμως, γιατί αγαπούσε το ραδιόφωνο! Από μικρή που ξυπνούσε για να πάει σχολείο και η μητέρα της άκουγε δεύτερο πρόγραμμα, «και είναι συνήθεια παλιά το Σάββατο στην πόλη του κάθε κατεργάρη νοικοκύρη συνταγή…», είχε κολλήσει με το ραδιόφωνο. Πόσο απολάμβανε το ψάξιμο των σταθμών στην Αθήνα! Τόσες μουσικές για όλα τα γούστα! Είχε ήδη ξεχωρίσει τρεις τέσσερεις σταθμούς και τώρα πάλευε να τους βρει. Όταν βρήκε αυτό που ήθελε το άφησε: έπαιζε ένα αγαπημένο της “take me back to my boat on the river and I won’t cry out anymore”, πόσο της άρεσαν τα κρουστά σε αυτό το κομμάτι, καλό σημάδι, σκέφτηκε. Στην πόλη που μεγάλωσε δεν υπήρχαν και πολλά παιδιά στην ηλικία της που να μοιράζονται τις ίδιες μουσικές ανησυχίες. Τι πείραζε λοιπόν που της άρεσε το παλιό ροκ; Ο μπαμπάς της έφταιγε, που όταν ήταν 5 χρονών της έβαλε για πρώτη φορά το “Τhe wall” των Pink Floyd σε λάιβ εκτέλεση, με χορωδία και φωνητικά της Cindy Lauper με τα κόκκινα κοτσίδια. Από τότε της έμεινε και είχε γίνει πουρόκ στα 19 της. Βέβαια την έψαχνε με νέα συγκροτήματα και το ’χε βάλει σκοπό, τώρα που ήρθε στην Αθήνα, να ακούει άγνωστα σχήματα και να ανακαλύπτει αυτά που της φέρνουν τη γνωστή ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά.

Έφτιαξε φραπέ σκέτο (πάντα κουβαλά τον καφέ μαζί της, μη και ξεμείνει) και άνοιξε την Athens Voice. Η Φωνή της Αθήνας, καλό, σκέφτηκε πως η μετάφραση του τίτλου θυμίζει χρονογράφημα σε εφημερίδα του ’50. Διάβασε κάθε λέξη από το τέλος μέχρι την αρχή. Είχε και άρθρο από την αγαπημένη της συγγραφέα μέσα. Δεν πρόλαβε να στενοχωρηθεί που έφυγε από το σπίτι. Δεν της έμεινε χρόνος να νοσταλγήσει τους γονείς, τον αδερφό, το σκύλο και τις γάτες της. Oύτε η θύμηση της κολλητής της που σπούδαζε στην άλλη άκρη της χώρας δεν μπορούσε να την καταβάλει τώρα. Διάβαζε, πραγματικά ξεζούμιζε, όπως όταν γνωρίζεις έναν καινούριο άνθρωπο και τον βρίσκεις τρομερά ενδιαφέροντα και το ξέρεις ότι θα γίνετε φίλοι.

Και τότε μίλησε δυνατά στο μισοάδειο σπίτι και υπό τους ήχους του “Personal Jesus” των Depeche Mode, «πραγματικά είμαι τέσσερις ώρες στην Αθήνα και απέκτησα ήδη μια καινούργια φίλη» και άρχισε να χορεύει μόνη της στριγγλίζοντας “reach out and touch faith”.

Πριν βγει για να συναντήσει τους φίλους της έκανε την πρώτη πρόχειρη διακοσμητική παρέμβαση: έκοψε το εξώφυλλο της A.V. και το κόλλησε στον τοίχο του σαλονιού.

Από τότε είτε ρουφάει την πόλη είτε ρουφιέται από αυτή, έχει συγκεκριμένο ραντεβού κάθε Πέμπτη. Και αν δεν προλαβαίνει, πέφτουν τα σχετικά τηλέφωνα και παρακάλια πότε στον αδερφό, πότε στη φίλη, που είναι κι αυτή φαν, να βγουν μια γύρα για μια Athens Voice.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ