Life

Όσο θα υπάρχουν καλοκαίρια

Στη διαδρομή επανερχόταν το ίδιο ερώτημα, αν κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία.

27024-103928.jpg
Μυρσίνη Ζορμπά
ΤΕΥΧΟΣ 313
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
8220-18883.jpg

Στη διαδρομή επανερχόταν το ίδιο ερώτημα, αν κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία. Κάθε χρονιά, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα της επιστροφής είναι δείκτης αντοχής και αισιοδοξίας. Οι εικόνες του καλοκαιριού ανέβαζαν ερήμην αντιστάσεων ψηλές θερμοκρασίες. Οι περισσότεροι είχαμε φέτος αμφιβολίες, δεν ήταν ένα οποιοδήποτε καλοκαίρι, ήταν το καλοκαίρι της κρίσης που έκανε την είσοδό του μετεωριζόμενο πάνω από μια προαίσθηση φθινοπωρινού πεσιμισμού. Η γέφυρα της φυγής και των προσδοκιών έμοιαζε σύντομη και το μετά πολύ κοντινό και πιεστικό. Το καλοκαιρινό διάλειμμα φυγής ήταν σε κρίση πριν κάνει το πρώτο του βήμα. Τι σημαίνει αφήνω πίσω μου την πόλη, προσδοκώ τυχαίες συναντήσεις και μεγάλες νύχτες, περιπλανιέμαι πρόθυμος για εφήμερες περιπέτειες, όταν με κατέχει ο φόβος κι ο θυμός; Τι σημαίνει ξεπλένω το νου μου από τα περιττά όταν ζω ήδη εν ανεπαρκεία; Τι σημαίνει σε ψάχνω εκτός πλαισίου;

Όμως οι εικόνες του καλοκαιριού, ζεστές και φωτεινές,  επιβλήθηκαν. Απορρόφησαν σταθερά, σαν όλα τ’ άλλα καλοκαίρια, τις ανησυχίες μας στο κάδρο με τα λευκά σπίτια. Η φύση νίκησε με το δικό της ήχο και εικόνα, βγάζοντας εκτός συναγωνισμού οθόνες, βίντεο, search και e-mail. Πήρε το χειμωνιάτικο κόσμο μας, τον ζιπάρισε και τον αποθήκευσε προσωρινά. Εκτός λειτουργίας. Ξυπόλητοι μπήκαμε στις στατικές σαν παλιές εσταντανέ επιζωγραφισμένες παραλίες, η θάλασσα ήταν ακόμα εκεί στη θέση της, ο κόσμος κουβαλούσε σακίδια, ομπρέλες και βατραχοπέδιλα, οι ματιές των ανδρών με φθαρμένες αναλαμπές αδιακρισίας. Όλα σχεδόν καθησυχαστικά μετά τη χειμωνιάτικη καταιγίδα, προκάλεσαν τη γνωστή νοσταλγία στους έμπειρους που επιμένουν να θυμούνται τις Κυκλάδες ψαροχώρια. Αλλά κι οι νέοι βρέθηκαν να βλέπουν από κάποια απόσταση την αβεβαιότητα του μέλλοντός τους. Μπορεί τελικά να μην είναι τόσο σκούρα τα πράγματα, η ζωή έχει πολλές όψεις.

Παιδιά που κοιτούν έκθαμβα το βυθό με τη μάσκα, σύκα κλεμμένα από την ξένη συκιά, κατσίκια που κυκλοφορούν αμέριμνα αδιαφορώντας για τ’ αυτοκίνητα, άλλα καλοκαίρια, αλλού ή στα ίδια μέρη, όσο κατρακυλάνε οι αισθήσεις κι οι συνειρμοί απομακρύνονται οι ειδήσεις, οι τηλεοπτικές εικόνες, οι αιτιάσεις της πολιτικής, το άγχος της πόλης. Έφυγες, τους ξέφυγες. Ίσως με μια πρέζα ναρκισσισμού, αφέλειας ή κι εξιδανίκευσης που σου ’χουν απομείνει. Μισή ώρα δρόμο από την παραλία προς την ενδοχώρα του νησιού παίρνεις το γνωστό μονοπάτι, περπατάς μοναχικά προς τη ρεματιά με τις ανθισμένες πικροδάφνες. Ένα νήμα νερού κυλάει στην κοίτη του ρυακιού, μποστάνια με ντομάτες και πιπεριές στις δυο πλευρές του, λιθοδομές, εγκαταλειμμένα πετρόχτιστα, ξερολιθιές, παρακάτω μια καταπράσινη φουντωτή λεμονίτσα.

Αρχίζεις να νιώθεις ξανά το σώμα σου. Πώς μπόρεσες τόσο καιρό χωρίς αυτή την αίσθηση; Πού ήσουν, πού ήταν; Πότε χαθήκατε; Καθώς περνούν οι μέρες παρατηρείς την επιδερμίδα σου να παίρνει χρώμα, τα μαλλιά ανεμίζουν ελεύθερα στον αέρα, παρατηρείς τους γύρω, κι αυτοί μεταμορφώνονται σιγά σιγά, αποχτάει νόημα το άγγιγμα, η ματιά, μια φευγαλέα φράση. Κοιτάζεστε στα μάτια κι ανακαλύπτετε ότι υπάρχετε εκεί, αυτή την ίδια μοναδική στιγμή. Πού τα είχες καταχωνιάσει αυτά έναν ολόκληρο χειμώνα; Φοράς τα γυαλιά ηλίου κι αποσύρεσαι για να σκεφτείς καλύτερα τα φιλοσοφικά σου ερωτήματα. Απλώνεις το χάρτη των φόβων, των επιθυμιών, των ματαιώσεων κι ακολουθείς τη σκιά σου. Δίπλα κάποιοι φίλοι ανοίγουν κουβέντα για το Λεξικό της Δεκαετίας του ’80, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Θυμούνται τα μπάνια του λαού που ο Ανδρέας δεν ήθελε να διαταράξει, τα καλοκαίρια με δισκοτέκ, θερινά σινεμά και θεατρικές επιθεωρήσεις. Φτάνουν στο καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης, την εισβολή στην Κύπρο, συνεχίζουν προς τα πίσω, μπαίνουν στο κουκούλι του παρελθόντος, σχολιάζουν χαμηλόφωνα, διαφωνούν, ανασύρουν αναμνήσεις.

Μα τι έπαθε εκείνη η καταπράσινη φουντωτή λεμονιά; Πώς βρέθηκε ανάποδα, με το φύλλωμα θαμμένο στο χώμα και τις ρίζες της να κοιτάζουν τον ουρανό; Ξυπνάς με  αλάφιασμα και την καρδιά να χτυπά τρελά από τον ήχο του κινητού. Σου αναγγέλλουν από την Αθήνα έναν οριστικό αποχωρισμό. Κλείνεις το τηλέφωνο και μένεις εκεί σαν πέτρα. Μαζί με τον παλιό αγαπημένο σύντροφο αποχωρίζεσαι οριστικά τα καλοκαίρια των είκοσί σου χρόνων. Νιώθεις να θρυμματίζεται η εύθραυστη ισορροπία που την κρατούσατε μαζί για πολλά χρόνια, μάρτυρες μοναδικοί οι δυο σας επιθυμιών και προσδοκιών που κάποτε μοιραστήκατε. Μπορεί οι συναντήσεις σας να είχαν αραιώσει εδώ και καιρό, οι συζητήσεις να είχαν ξεθωριάσει, αλλά το παρελθόν ήταν εκεί σταθερό κι αδιαίρετο, όπως κι αν ήθελε να το ερμηνεύει ο καθένας. Τώρα σου το παρέδωσε και δεν ξέρεις πώς να το κρατήσεις στα χέρια μόνη σου. Σου χρειάζεται χρόνος για να πενθήσεις την απώλεια. Σου χρειάζονται καλοκαίρια για να θυμάσαι. Σου χρειάζονται αντοχές για να απαντήσεις στο ερώτημα αν κάτω από την άσφαλτο υπάρχει παραλία. Φέρνεις στο νου τη μέρα που το ’χατε πρωτακούσει, την έκπληξη στα μάτια, τη συνενοχή της κατανόησης, την επανάληψή του πότε από κείνον πότε από σένα για καιρό. Τότε που ήταν Μάης ακόμα στη ζωή σας.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ