Life in Athens

Από την Μπιφτεκούπολη στα Αστέρια

Ο Γιώργος Παυριανός και ο Τάκης Τσαντίλης κάνουν μια νοσταλγική βόλτα

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 496
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
76679-170646.jpg

Ο Γιώργος Παυριανός και ο Τάκης Τσαντίλης κάνουν βόλτα στη Γλυφάδα και θυμούνται.

«Πού να σας πάω, παλικάρια;» ρωτάει κεφάτος ο ταξιτζής –μεσήλικας, κοιλίτσα, ευχάριστο πρόσωπο– και χαμηλώνει τη φωνή της Άντζελας Δημητρίου που εκείνη την ώρα τραγουδάει από το ραδιόφωνο «Κάνω comeback, κάνω comeback». Τα «παλικάρια», δηλαδή εγώ και ο Τάκης Τσαντίλης, απαντάμε με ένα στόμα «Στην Μπιφτεκούπολη». Γυρίζει, κοιτάζει στο πίσω κάθισμα –και οι δυο με σορτσάκια, μπλουζάκια πόλο και σνίκερς–, βλέπει τη φωτογραφική μηχανή του Τάκη. «Τουρίστες;» «Όχι, δημοσιογράφοι» «Αχ! Εσείς οι δημοσιογράφοι! Γιατί δεν λέτε την αλήθεια στον κόσμο; Σας πληρώνουν τα αφεντικά;» Σκέφτομαι τη σκηνή που τα αφεντικά πληρώνουν εμένα και τον Τσαντίλη για να κρύψουμε την αλήθεια από τον κόσμο και βάζω τα γέλια. «Εσείς έχετε φάει στην Μπιφτεκούπολη;» τον ρωτάω για να αλλάξουμε κουβέντα. «Πολλές φορές». «Και πώς ήταν;» «Α, τα μπιφτέκια του είναι τέλεια! Μου είχε πει ένας πελάτης ότι βάζουν μοσχαρίσιο και αρνίσιο κρέας μαζί, γι’ αυτό είναι τόσο νόστιμα».

Κυριακή μεσημέρι στην Κωνσταντινουπόλεως, στη Γλυφάδα, στο Georgie’s Steak House, η χλαπαταγή από τις κουβέντες και τις φωνές δεν λέει να κοπάσει. Στα τραπέζια οι παρέες, με μια μπριζόλα στο χέρι, μιλούν δυνατά, φωνάζουν, διακόπτουν ο ένας τον άλλο. Σαν απόηχος ακούγονται οι λέξεις «ΕΝΦΙΑ…Αμφίπολη… σύμφωνο συμβίωσης… την υγειά μας να ’χουμε» Οι φωνές, μαζί με την τσίκνα, υψώνονται σαν σύννεφο στον ουρανό. Οι πελάτες είναι όλων των ειδών: νεαροί πατεράδες χωρίς τις γυναίκες τους που έχουν φέρει τα παιδιά μετά την προπόνηση, ηλικιωμένα ζευγάρια που τρώνε χωρίς να βγάζουν λέξη, περιποιημένες πενηντάρες που κακαρίζουν με τις φίλες τους, κουστουμάτοι με το «μαλάκα» πίσω από κάθε φράση, τεκνάκια και γκομενάκια που σταματάνε το φαΐ κι αρχίζουν να στέλνουν μηνύματα ή να τραβάνε φωτογραφίες και, φυσικά, ανάμεσά τους τα απαραίτητα παιδάκια που παίρνουν γωνίες από ψωμί, βγάζουν την ψίχα και το μετατρέπουν σε γάντια του μποξ!

Ο Τσαντίλης σηκώνεται και αρχίζει να τραβάει φωτογραφίες, εγώ παραγγέλνω τα κλασικά: μπιφτεκάκια, πατάτες τηγανητές, χωριάτικη σαλάτα, τζατζίκι. Έρχονται φρεσκοψημένα και λαχταριστά, τα τρώμε με βουλιμία, είναι πεντανόστιμα. Σιγά-σιγά οι φωνές των χορτασμένων πελατών χαμηλώνουν, γίνονται πιο ανθρώπινες, ακούγονται μόνο μισομεθυσμένα γέλια και οι φωνές των παιδιών: «Θέλουμε μια Coca-Cola! Θέλουμε μια Coca-Cola!» Οι πατεράδες, αυστηροί: «Όχι άλλη Coca-Cola. Θα φάτε καρπούζι!»

Ο Νίκος Φασουλάς, που κάθεται δίπλα στο ταμείο, με χαιρετάει με μια θερμή χειραψία και διευκρινίζει από την αρχή πως τώρα πια διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης είναι ο γιος του ο Δημήτρης. «Το 1951, ο παππούς μου Γιώργος Κατσαρίδης είχε εδώ χασάπικο. Έρχονταν οι πλούσιοι Αθηναίοι που είχαν σπίτια στην παραλία της Γλυφάδας και αγόραζαν κρέας. Αυτοί τον έπεισαν να ανοίξει και εστιατόριο το 1953. Τα μπιφτεκάκια έγιναν αμέσως διάσημα. Έρχονταν εκτός από τους Έλληνες και όλοι όσοι υπηρετούσαν στην Αμερικανική Βάση. Αυτοί έλεγαν στον πατέρα μου “Τζώρτζη, φέρε το ένα, Τζώρτζη, φέρε το άλλο” και γι’ αυτό το λόγο ονόμασε το μαγαζί Georgie’s». «Υπάρχει κάποιο μυστικό στα μπιφτεκάκια;» «Τα μυστικά είναι δυο: το κρέας και το ψήσιμο». «Βάζετε μοσχαρίσιο και αρνίσιο κρέας μαζί;» «Όχι, το κρέας είναι αποκλειστικά μοσχαρίσιο με λίγο ψωμί, ρίγανη και αλάτι. Όμως έχει μεγάλη σημασία από ποιο μέρος του ζώου φτιάχνεις τον κιμά. Τα υλικά ζυμώνονται και πλάθονται αυθημερόν στο παρασκευαστήριό μας, στο υπόγειο». «Και το ψήσιμο;» «Το ψήσιμο γίνεται στα κάρβουνα. Αν σας δώσω τα μπιφτέκια να τα ψήσετε στο σπίτι σας, δεν θα έχουν την ίδια νοστιμιά». «Δεν βάζετε επάνω κάποια σάλτσα, κάποιο μπαχαρικό;» «Τίποτα, τίποτα. Ελάτε να δείτε και μόνος σας». Στην ψησταριά ο Νίκος, ο Φώτης και ο Περικλής σκαλίζουν τα κάρβουνα, τοποθετούν τα μπιφτεκάκια στις σχάρες, τα βάζουν στη φωτιά, τα γυρίζουν να ψηθούν και από την άλλη. Παρατηρώ ότι οι σχάρες δεν πατικώνουν τα μπιφτεκάκια, τα αφήνουν στρογγυλά ώστε να μη χάνουν τα ζουμιά τους. Ίσως να είναι και αυτό ένα μέρος του μυστικού…

image

Βγαίνουμε στη σάλα, η φασαρία έχει κοπάσει, τα τραπέζια έχουν αδειάσει. «Πρέπει να έχουν περάσει πολλοί διάσημοι από αυτό το μαγαζί. Ερχόταν ο Ωνάσης;» «Όλοι έχουν έρθει γιατί τα μπιφτεκάκια ήταν πιο διάσημα από αυτούς» μου απαντάει με περηφάνια. «Και ποιος ονόμασε την περιοχή Μπιφτεκούπολη;» «Εσείς οι δημοσιογράφοι. Εσείς είστε υπεύθυνοι γι’ αυτό. Και για πολλά άλλα…» Θυμήθηκα τον ταξιτζή, τον χαιρέτησα, πληρώσαμε και βγήκαμε στη Μεταξά, στο δρόμο που περνάει το τραμ. «Πάμε να φωτογραφίσουμε και την κρεπερί; Είναι χαρακτηριστικό σημείο της Γλυφάδας» «Τώωωωρα η κρεπερί; Την έφαγε το τραμ. Πάμε στον Τάσο εδώ από πάνω, που έχει τα νεγράκια, τα υπέροχα αυτά γλυκίσματα και τις σούπερ τυρόπιτες». Ο Τάσος, ένα μαγαζί από το 1955, είχε ξεπουλήσει και τα κορίτσια έπλεναν και καθάριζαν το χώρο. Ήταν απόγευμα, γύρω στις 6, η κίνηση είχε πέσει, παντού πωλητές με πολύχρωμα μπαλόνια. Κλειστά καταστήματα με «Ενοικιάζεται» και «Πωλείται», ζητιάνοι, μια κοπέλα με σβησμένο βλέμμα που ζητούσε να τηλεφωνήσει απ’ το κινητό μας, φουσκωτοί πάνω σε μηχανές, αραπίνες μαύρες ξεδοντιάρες.

Πήγαμε στο Kayak που είχε νεολαία. Μουσικές και φασαρία από τα διπλανά μαγαζιά. Ανεμιστήρες που εκτοξεύουν νερό (;). Αυτό το γεγονός πότε θα το αντιληφθούν οι συνωμοσιολόγοι; Η νεολαία μας ψεκάζεται στις καφετέριες! Εδώ στις παρέες δεν μιλάνε, καπνίζουν, πίνουν freduccino και κοιτάνε σαν υπνωτισμένοι την οθόνη του κινητού. Δοκίμασα για πρώτη φορά στη ζωή μου Freduccino και το βρήκα νόστιμο, αλλά δεν το αλλάζω με τον Παπαγάλο Λουμίδη Σκούρο. Όλο αυτό το φραπόγαλο που μένει στο τέλος του freduccino και που πρέπει να το ρουφήξεις με το καλαμάκι κάνοντας τρομερό θόρυβο δεν μου αρέσει, ρε παιδί μου, το βρίσκω πολύ γελοίο. Το έκανα όμως, αφού αυτή είναι η τελετουργία, μάζεψα και τα τελευταία υπολείμματα του φραπόγαλου με το καλαμάκι, το έγλειψα και μετά μπήκα μέσα στο μαγαζί, πήρα ένα Greek Frozen yogurt, είχαν προσφορά, μου έδωσαν άλλο ένα δώρο, κι εγώ με τη σειρά μου το πρόσφερα στον Τάκη.

Τρώγοντας το παγωτό κατεβήκαμε προς τη θάλασσα. Ο ήλιος έδυε στο βάθος, πίσω από ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο. Μικρές βαρκούλες λικνίζονταν στην παραλία. Η κίνηση στη Βουλιαγμένης ήταν έντονη, γύριζαν όλοι από τις παραλίες. Παλιά ξενοδοχεία και από τις δυο πλευρές της λεωφόρου. Αν μπορούσαν να γράψουν όσα έχουν ζήσει θα έπαιρναν Νόμπελ λογοτεχνίας. Τα «Αστέρια» έρημα, παρατημένα, με τα λαμπιόνια τους σβηστά, τα φύλλα πεσμένα στη γη, τα δέντρα γυμνά ύψωναν τα κλαριά τους σαν ικεσία στον ουρανό, ένα ζευγαράκι πέρασε τρέχοντας τη λεωφόρο, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής. «Πάμε να φύγουμε;» είπα στον Τσαντίλη. Μέσα στο ταξί αυτή τη φορά αντί για Lady Άντζελα, έπαιζε Lady Gaga…

Φωτό: Τάκης Τσαντίλης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ