Αρχειο

Ο Έβρος απέναντι

Το editorial του SOUL που κυκλοφορεί

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
75530-152355.jpg

Το καλοκαίρι του ’69 ο Άρμστρονγκ πάτησε το φεγγάρι. Το φεγγάρι ήταν ασπρόμαυρο, όλος ο έξω από τον Έβρο κόσμος ήταν ασπρόμαυρος στην τηλεόραση εκείνο το καλοκαίρι. Έγχρωμη ήταν μόνο η Αλεξανδρούπολη, η μπλε θάλασσα, ο άσπρος φάρος και τα κόκκινα βραχώδη πετρώματα αργίλου, δίπλα στα οποία ήταν κτισμένο το κέντρο διασκεδάσεως «Ο Κόκκινος Βράχος». Εκεί είδα τον κυρ-Νιλ να προσσεληνώνεται και να περπατά αργά «θαν καβούρι», όπως παρατήρησε ο μικρός μου αδελφός, που ακόμα δεν είχε πάει στο δημοτικό, ώστε να πληροφορηθεί για τους νόμους της βαρύτητας.

Λίγες μέρες πιο πριν, από το μπαλκόνι του σπιτιού μας, σωστό θεωρείο, απόσταση λίγα μέτρα από το πανί του θερινού σινεμά «Αλέξανδρος», είδα τον Ντέιβιντ Νίβεν και τους πανούργους μαχητές του στη «Γέφυρα του Ποταμού Κβάι». Αναγνώρισα αμέσως το σάουντρακ, εκείνη τη μελωδία που σφύριζαν οι κρατούμενοι όταν παρέλαυναν σε διμοιρίες σφυρίζοντας. Ήταν το «Βίσκο, ακατανίκητο, Βίσκο ακατανίκητο», διαφήμιση λιπαντικών αυτοκινήτου που έριχνε στα διαλείμματα η ΥΕΝΕΔ. Όμως την επόμενη μέρα στην παραλία της Νέας Χιλής, όπου μας πήγαν για κολύμπι οι γονείς μας, κανένας δεν ήθελε να παίξουμε πόλεμο με Γιαπωνέζους και Συμμάχους ή να κάνει ψαλιδάκια με την μπάλα σαν τον παικταρά Ρόι από τους Rovers, που τις περιπέτειές του και τις ματσάρες που κέρδιζε τις καταβροχθίζαμε στο «Δυναμικό Αγόρι». Όλοι ήθελαν να περπατούν αργόσυρτα σαν αστροναύτες, όλοι ήθελαν να τους φωνάζουν «Νιλ». Ακόμα και η Γιούλα με την Αντιγόνη, τα κορίτσια της παρέας που διάβαζαν «Πάτι», ήθελαν να τις φωνάζουμε «Νιλ». Ο αδελφός μου εξανέστη από την αδικία. «Ο Άρμθτρονγκ είναι αγόρι, όχι κορίτθι , εθείς να είθτε η Τάμμυ και η Νάντια Κωθταντοπούλου. Εχθέθ είπατε πωθ αυτέθ θέλετε να είθτε!»

Το καλοκαίρι του ’69 ο αδελφός μου ήταν θιθίκης, στις Γιορτές του Κρασιού, δίπλα στο στάδιο του Άλεξ, όπως λεγόταν τότε η ποδοσφαιρική ομάδα, είχαμε δει λάιβ την Τάμμυ, την κυρία Νάντια και τον Τζίμη-τι φταίω εγώ, αν έχω τσιγγάνα καρδιά-Μακούλη. Οι μάνες μας φορούσαν πουά φορέματα και χόρευαν τους μπαμπάδες μας τανγκό, εμείς πίναμε στη ζούλα κοκτέιλ με μπρούσκα, ημίγλυκα, μαυροδάφνες και κοκκινέλια ανάμεικτα, μας έπιανε λόξυγκας και κάναμε χικ. Όπως ο Ρόντυ στον «Μπλεκ», όταν μπεκρόπινε στα κρυφά.

Το καλοκαίρι του ’69 η Αλεξανδρούπολη ήταν η πόλη των πόλεων, η πρωτεύουσα του γαλαξία Έβρου, καμία σχέση με τη Νέα Ορεστιάδα, όπου μας πάρκαραν οι γονείς μας στις θείες μου μερικά βράδια μετά τον Άρμστρονγκ για να φύγουν ινκόγκνιτο παραθέριση στη Σαμοθράκη.

Στη Νέα Ορεστιάδα κυκλοφορούσαν ακόμα κάρα με ζεμένα βόδια στους δρόμους, διέσχιζες τα πεπόνια Τυχερού, τα μεταξωτά Σουφλίου και το κάστρο του Καλέ Διδυμοτείχου μέχρι να φτάσεις. Δίπλα από το οδικό δίκτυο κυλούσε ο ποταμός Έβρος, απέναντι, στα φυλάκια των «άλλων», μπορούσες να δεις την Ημισέληνο και τα όπλα των τούρκων φρουρών. Ο κήπος μας ήταν γεμάτος ορτανσίες και αχλαδιές, λίγα μέτρα παραπέρα, στο μοναδικό ξενοδοχείο της πόλης, το «Βιέννη», στο ρουφ γκάρντεν του μιλούσαν πολωνικά και κουτσοαγγλικά οι τεχνικοί που ήρθαν από τη Βαρσοβία, για να επιμεληθούν το χτίσιμο του εργοστασίου σακχάρεως. Στη Νέα Ορεστιάδα δεν είχα να κάνω και πολλά, τα  μεσημέρια τεμπέλιαζα στον κήπο και, όταν το θέρος κόρωνε, καταβρέχαμε με τον αδελφό μου ο ένας τον άλλο με δροσιές από το λάστιχο της βρύσης. Τα απογεύματα με έστελνε ο θείος μου να του «πιάσω» μια εφημερίδα «Ακρόπολη», τα βράδια μας κερνούσε ραβανί στο ζαχαροπλαστείο του «Τεμπρίδη». Τα πρωινά με πήγαιναν στα μαθήματα πιάνου της αρμένισσας δασκάλας κυρίας Αναΐς - ζοριζόμουν. Πιάνο έκαναν μόνο τα κορίτσια, άσε που, αν γινόμουν μουσικός, ήθελα να γίνω απευθείας αρχιμουσικός και να προΐσταμαι της φιλαρμονικής Αλεξανδρουπόλεως, όπως ο μαέστρος Αγκλιάς με το ραβδί του.

Λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο οι γονείς μου μας περισυνέλεξαν πάλι πίσω στην Αλεξανδρούπολη, το καλοκαίρι μου φαινόταν ατελείωτο, παρότι η μανία με τον Άρμστρονγκ δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Ο αδελφός μου συνέχιζε στο Καλαμάκι και στο Δελφίνι, άλλες όμορφες θάλασσες του Έβρου, να περπατά σαν καβούρι-Νιλ στη Σελήνη. Ένα μεσημέρι η μάνα μου αποφάσισε πως μαζί με τα μπάνια έπρεπε να ξαναπιάσω την αλφαβήτα, να τη φρεσκάρω γιατί θα άνοιγε πάλι η Ζαρίφειος Παιδαγωγική Ακαδημία και θα πήγαινα δευτέρα τάξη. Δεν δυσανασχέτησα, ο μπαμπάς μου είχε πει πως ο Άρμστρονγκ πήγε στο φεγγάρι γιατί έπιανε πουλιά στον αέρα, ήταν μαθηταράς και έπαιζε στα δάχτυλα γράμματα και αριθμούς. Ο αδελφός μου έκλαιγε με μαύρο δάκρυ, με το ζόρι θα πήγαινε νήπια, Άρμστρονγκ γιοκ ακόμα για αυτόν, μόνο ιχνογραφία με νερομπογιές και άσματα τύπου «χαρωπά τα δυο μου χέρια τα κτυπώ». «Θκατά να φαθ» μου είπε φουλ τσαντίλας από τον υποβιβασμό.

Το καλοκαίρι που ο άνθρωπος ταξίδεψε για πρώτη φορά στη Σελήνη, το θυμάμαι ατόφιο, λεπτομερειακά, σαν τώρα, σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα. Σαράντα πέντε καλοκαίρια μετά, βράδυ τις προάλλες, στην παραλία του Μάρμαρα στη Χαλκιδική που ανταμώσαμε με τον αδελφό μου, καθώς τρώγαμε και αερολογούσαμε, σήκωσα το κεφάλι και είδα το φεγγάρι στον ουρανό, έγχρωμο όμως τώρα, μεγαλοπρεπώς ασημένιο κι όχι ασπρόμαυρο μέσω της διαμεσολαβητικής τηλεόρασης. «Τι το κοιτάς έτσι, λες και το βλέπεις πρώτη φορά» με ρώτησε; «Μίλα σωστά» του αντέτεινα, «μίλα ωραία και ευκρινώς» αποκρίθηκα. «Δηλαδή;» αντιγύρισε; «Δηλαδή έτσι: Τι το κοιτάθ έτθι, λεθ και το βλέπειθ πρώτη φορά; Εθύ ακόμα το κοιτάθ λεθ και είμαθτε θτην Αλεκθανδρούπολη Έβρου και τη νύχτα όλο με τρομάζειθ και λεθ πωθ θτο φεγγάρι, από την πίθω πλευρά, όχι τη φωτεινή, αλλά τη θκοτεινή έχει φαντάθματα που κάνουν γρουυυθθθ!» «Είσαι ηλίθιος» είπε και πνιγήκαμε από το γέλιο.

Ακούτε Ράδιο Έβρος, αφιερώσεις: Στους Κωνσταντίνο, Σωτηρία και Ιωάννη Τσιτσόπουλο. Στις Γιούλα Μουλούδη και Αντιγόνη Τσαρμποπούλου. Στις Σεσίλ και Αναΐς Κασαπιάν, όπως επίσης και στη μνήμη των Αντωνία Παπαδοπούλου, Ιωάννας, Κωνσταντίνου και Βησσαρίωνος Ράπτη. Και στον νομό Έβρου, σπιθαμή προς σπιθαμή, γη γενέθλια, home of the brave, πατρίδα σπάνια, καλοκαίρια εξαίσια.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ