Life

Κούρα, ξούρα, με τις υγείες σας

Ψαλίδια, φαλτσέτες και κολόνιες με άρωμα λεμόνι διατηρούν καθαρούς τους αυχένες και ανέπαφες τις εικόνες μιας άλλης εποχής. Η A.V. κάνει βόλτα στα παραδοσιακά ανδρικά κουρεία της πόλης.   

Δημήτρης Παπαδόπουλος
Δημήτρης Παπαδόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 308
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
7512-17024.jpg

Ο Ηλίας Στέφας είναι 80 ετών και, όπως σχεδόν όλοι οι συνομήλικοί του, ξυρίζεται καθημερινά. Όταν ήταν πιτσιρίκος δούλεψε για ένα διάστημα ως κάλφας ενός μπαρμπέρη, κάπου σε μια στοά της Βερανζέρου. «Περνούσε υγειονομική υπηρεσία και έκανε ελέγχους στο μπαρμπέρικο» μου λέει προσπαθώντας να δώσει έναν τόνο επιστημοσύνης στο λειτούργημα του κουρέα. «Ο κουρέας φορούσε άσπρη ποδιά, απολύμανε τη φαλτσέτα του, έφερε την αύρα του γιατρού» θυμάται. Στα χρόνια του είδε τους νέους να ξυρίζονται διότι «έτσι έπρεπε» και να αφήνουν μακριά μαλλιά και μούσια διότι έτσι ήθελαν, τους γιεγιέδες να πηγαίνουν στο κουρείο μόνο για να λουστούν. Είδε να κυκλοφορούν στο εμπόριο ξυραφάκια μιας χρήσης, αφροί ξυρίσματος σε σπρέι, άφτερ σέιβ και κρέμες για μετά το ξύρισμα. Σήμερα ξυρίζεται στο σπίτι του και κουρεύεται μια φορά το μήνα στην κομμώτρια της γειτονιάς. Δεν έχει κάπου αλλού να πάει. Ίσως υποκύψει στις πολυτέλειες που εμπλούτισαν την ανάγκη ενός καθαρού αυχένα: μασάζ, καπουτσίνο και Ftv.

Η αρχιτεκτονική νόρμα ενός παραδοσιακού ανδρικού κουρείου παραμένει κραταιά: ένας πάγκος, ένας καθρέφτης, μία ή περισσότερες καρέκλες που κοιτούν προς τον εν λόγω καθρέπτη. Ψαλίδια, ψαλιδάκια, ξυράφια, κολόνιες, πούδρα, σκεύος για τον αφρό ξυρίσματος, βαμβάκι, οινόπνευμα, αναπτήρας. Στο δωρικό περιβάλλον τους μπορεί να μην ακούγεται απολύτως τίποτα. Η φωνή της Μαργαρίτας Μυτιληναίου στο εθνικό ραδιόφωνο, η παραμάνα που «κλείνει» την ποδιά στο λαιμό, το θρόισμα του παντελονιού στο δερμάτινο κάθισμα. Το επαναλαμβανόμενο άνοιγμα και κλείσιμο του ψαλιδιού που σκίζει τον αέρα λίγο πριν περάσει ανάμεσα από τα μαλλιά της κεφαλής σου. Χρατς. Σε αυτή την ησυχία ο ήχος της φαλτσέτας που ακουμπά το σβέρκο σου ακούγεται δυνατά. Σε ανατριχιάζει. Σου θυμίζει το πρώτο παιδικό σου κούρεμα. Εκείνο που είχες καθίσει στο ειδικό σκαμπό ή στην τάβλα. Ανυπομονούσες να ψηλώσεις, ήθελες να κάθεσαι στην καρέκλα των μεγάλων. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα για κούρεμα στο μπαρμπέρικο της οδού Κορίνθου στην Πάτρα. Καπνός από ελληνικά τσιγάρα ή μάλλον από κάφτρες που έκαιγαν το πλαστικό τασάκι, ταλκ, κολόνια Μυρτώ, πολιτικές συζητήσεις για να ανάβουν τα αίματα. Ξαφνικά, ησυχία. Έτσι είμαστε οι άνδρες, φωνάζουμε και έπειτα βυθιζόμαστε σε περισυλλογή. Ο επαναλαμβανόμενος ήχος του ψαλιδιού κόβει τον αέρα. «Με τις υγείες σας».

Ο Γιώργος Κολλάρος δουλεύει ως κουρέας από το 1953. Θυμάται τις γυάλες με τις βδέλλες που υπήρχαν στα μπαρμπέρικα. «Για να πέφτει η πίεση των πελατών» εξηγεί. Τα πτυελοδοχεία, τα οποία υπήρχαν μέχρι και τη δεκαετία του ’50, κι έπειτα τις ταμπέλες «απαγορεύεται το πτύειν». «Μέχρι και βεντούζες έκοβαν οι κουρείς τότε. Έβγαζαν και κανένα δόντι με την τανάλια». Γελάμε με την ευθυμία που μπορεί να προκαλέσει ο παραδοσιακός χώρος του. Περίπου 40 χρόνια τώρα διατηρεί το κουρείο του στην οδό Απόλλωνος. Με το συνεργάτη του, Γιώργο Παναγιωταρά, είδαν μέσα από τη βιτρίνα τους να αλλάζει ο χαρακτήρας της πόλης, οι συνήθειες των ανδρών, οι μόδες επί κεφαλής. «Μπορώ να σου πω ότι είμαστε οι τελευταίοι κουρείς της Αττικής. Αν κάποιος δεν ξέρει να “σβήνει” το σβέρκο ή να ξυρίζει, δεν είναι μπαρμπέρης» υπερθεματίζει ο Κολλάρος. «Παπούτσι και κεφάλι αποτελούν τη βιτρίνα του άνδρα» συμπληρώνει ο Παναγιωταράς. «Φαντάσου να φοράς το καλύτερο κοστούμι. Για πες ένα μόδιστρο» απαιτεί για να συνεχίσει τη σκέψη του. «Ζένια;» απαντώ. «Αυτός! Σκέψου να φοράς ένα τέτοιο κοστούμι και να έχεις αγυάλιστα παπούτσια και ακαθάριστο αυχένα». Τουλάχιστον δεν θα με πουν τεντιμπόι, σκέφτομαι. 

Εσύ και η φαλτσέτα

Κοιτάζοντας το είδωλο του πελάτη μέσα από τον καθρέφτη, ξέρει ακριβώς τι χρειάζεται. «Αν αναλογιστείς ότι κουρεύω δέκα κεφάλια τη μέρα επί πενήντα τόσα χρόνια, θα καταλάβεις τι έχουν δει τα μάτια μου» μου λέει ο Κολλάρος. Θα κάνει όμως αυτό που του ζητάει ο πελάτης. Ο κουρέας είναι από τους λίγους επαγγελματίες που επεμβαίνει στο ζωτικό σου χώρο, ακουμπά το λαιμό, τον αυχένα σου. Θα πρέπει να σου εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Τότε θα ανοιχτείς. Η διαδικασία του ξυρίσματος είναι μια πρωτόγονη εμπειρία. Δεν περιγράφεται, δεν εξηγείται. Αποδοχή, χαλάρωση, ηρεμία. Στην καρέκλα του κουρέα αισθάνεσαι παιδί, έστω και για μια στιγμή. Ντροπή και έξαψη μαζί. Όλοι οι άνδρες θα καθίσουν στη δερμάτινη καρέκλα. Έστω για μια φορά. Δεν υπάρχουν γυναίκες, δεν υπάρχει ανταγωνισμός. Θυμάσαι ακόμη το πρώτο κούρεμα της μάνας σου με την κατσαρόλα. Τα μπαρμπέρικα μετριούνται στα δάχτυλα, οι κουρείς κρεμάνε ο ένας μετά τον άλλο την ποδιά τους, γυρίζουν την πινακίδα: «Κλειστόν».

Δεν κοιτάς απευθείας τον κουρέα στα μάτια, μιλάτε πάντα μέσω του καθρέφτη. Τα θέματα συζήτησης ποικίλλουν στα στενά όρια της κουβέντας καφενείου: πολιτική, μπάλα, φράγκα, γυναίκες. Οι πελάτες χωρίζονται σε εκείνους που φτάνουν έτοιμοι να εξομολογηθούν τα πάντα και σε εκείνους που δεν τους παίρνεις μιλιά. «Είναι χώρος αποσυμπίεσης το κουρείο. Εκεί πήγαιναν πάντα και τα έλεγαν οι άνδρες. Γι’ αυτό τρελαινόμαστε πια: πληρώνουμε ψυχολόγους διότι δεν υπάρχουν χώροι για να χαλαρώσουμε. Δεν μπορείς πλέον να πας σε μια μπάρα για να πιεις, να ξεχαστείς. Δεν μπορείς να δεις τους φίλους σου. Χρειάζεσαι πολλά λεφτά» μου εξηγεί ο Παναγιώτης Γρηγορίου, ιδιοκτήτης του νέου barber shop 1900 στο Κολωνάκι. «Το τετράπτυχο γύρω από τον άνδρα είναι: κουρέας, ράφτης, μπάρμαν, τσαγκάρης. Ακόμη και στο κούρεμα κάνουν σκόντο πια» μου λέει καθώς πίνουμε ένα ποτό στο χώρο αναμονής. Ο χώρος του είναι βουτιά στη μνήμη. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πηγαίνει ένας άνδρας σε γυναικείο κομμωτήριο. Εκτός κι αν είναι ο εραστής της κομμώτριας» αστειεύεται. Αποφάσισε να γυρίσει τη ζωή του τούμπα: από στέλεχος στην εταιρεία, ιδιοκτήτης κουρείου. «Μου αρέσουν πολύ οι αντίκες. Ως συλλέκτης έπεφτα συνεχώς πάνω σε έπιπλα κουρείου». Όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το corporate όνειρό του, η σκέψη για το κουρείο ήρθε αβίαστα. Ο λουτήρας που έχει είναι του 1850. Ο πάγκος αποτελεί μετατροπή του πάγκου εργασίας ενός μάστορα.

Στην περίπτωση του Αδαμόπουλου στη Μάρκου Μουσούρου, το κουρείο αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση. «Ήταν το κουρείο της γειτονιάς από τη δεκαετία του ’70. Τώρα πια δουλεύουμε μαζί. Οι πελάτες μεγάλωσαν μαζί μας, έφεραν τα παιδιά τους, έρχονται με τα εγγόνια τους» εξηγεί. Σε ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο του κουρείου αράζουν γνωστοί και φίλοι, περιμένουν να κουρευτούν ή λένε απλώς μια καλημέρα και κατευθύνονται στις δουλειές τους. Μπορεί το πελατολόγιο να έχει αλλάξει, η συχνότητα με την οποία επισκεπτόμαστε το κουρείο να έχει αλλάξει και οι τάσεις να ορίζουν διαφορετική διάταξη σε τούφες και φράντζες, όμως τα κουρεία παραμένουν ένα κομμάτι του κοινωνικού ιστού. Ακόμη κι αν όλα πάνε εντελώς στραβά, ο μπαμπάς θα σε πάρει από το χέρι για ένα καλό κούρεμα ή για το πρώτο σου ξύρισμα.


ΦΩΤΟ: 40 χρόνια διατηρούν το κουρείο Barber Shop Πλανήτης Αθήνα στην οδό Απόλλωνος, ο Γιώργος Κολλάρος με το συνεργάτη του Γιώργο Παναγιωταρά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ