Εικαστικα

Ο Maurizio Cattelan στην Ύδρα

Υπάρχουν τόποι πολυσήμαντοι, μέρη γεμάτα συνειρμούς. Η  Ύδρα είναι ένα τέτοιο μέρος.

4753-35225.jpg
Τζούλια Διαμαντοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 307
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Maurizio Cattelan
Maurizio Cattelan

Υπάρχουν τόποι πολυσήμαντοι, μέρη γεμάτα συνειρμούς. Η  Ύδρα είναι ένα τέτοιο μέρος. Στο προσωπικό λεξικό του καθενός μας σίγουρα περιέχει διαφορετικά συνώνυμα, μυρωδιές, αναμνήσεις, πρόσωπα, κι όμως υπάρχουν και λέξεις που ξεπετάγονται κοινές, στη συνείδηση όλων μας. Η  Ύδρα των καλοκαιριών μας, του Σαρωνικού, των δελφινιών, η  Ύδρα με τις γάτες της, τις άμαξες και τα γαϊδουράκια, η Ύδρα των αρχοντικών, του Μιαούλη, του Πειρατή, η  Ύδρα της τέχνης.

Ναι, η  Ύδρα της τέχνης: του Σαχτούρη, του Γκίκα, του Σεφέρη και του Μίλερ, του Κοέν και εσχάτως του Ιδρύματος Σύγχρονης Τέχνης ΔΕΣΤΕ. Που πέρσι εγκαινίασε το νέο του εκθεσιακό χώρο σ’ αυτό το νησί, επιλέγοντας τα παλιά Σφαγεία της Ύδρας για να στεγάζει κάθε καλοκαίρι site-specific εκθέσεις, αναθέτοντας κάθε χρόνο σ’ έναν καλλιτέχνη διεθνούς φήμης τη δημιουργία ενός έργου που κατά κάποιον τρόπο «υπαγορεύεται» από τον ίδιο το χώρο.   

Κι έτσι, φέτος, τα Σφαγεία  Ύδρας φιλοξενούν τον Maurizio Cattelan και το έργο του “We” έως τις 30 Σεπτεμβρίου (11.00-22.00).

Κι ενώ στην αφίσα της έκθεσης, ο ανατρεπτικός –και συχνά σατιρικός– καλλιτέχνης παρουσιάζεται να τρέχει σε στιλ surfer, κρατώντας αντί για σανίδα την ίδια του την ταφόπλακα με την επιγραφή «Τέλος», χωρίς να είναι σαφές αν τρέχει για να ξεφύγει από το χρόνο και τον ομόηχό του θάνατο, ή αν τρέχει για να βουτήξει σ’ αυτόν, στο γλυπτό που εκτίθεται μες στα Σφαγεία ο καλλιτέχνης μοιάζει, εκ πρώτης όψεως, να παραδίνεται στο διώκτη του. Γιατί τα δύο, μικρότερης κλίμακας, ομοιώματά του που αποτελούν το έργο, βρίσκονται κουστουμαρισμένα και ξαπλωμένα μακάρια, με τα χέρια σχεδόν σταυρωμένα, σ’ ένα παραδοσιακό ιταλικό κρεβάτι του ’30 που θυμίζει σαφώς… νεκροκρέβατο.

Η ιδιαιτερότητα όμως στο έργο του Cattelan προκύπτει απ’ αυτά ακριβώς τα «ίσως», τα ενδεχόμενα, την αβεβαιότητα που προκαλεί και τα ημιτόνια που εμπεριέχει.

Γιατί, αναπόφευκτα, η δεύτερη σκέψη του επισκέπτη δεν είναι άλλη απ’ αυτή: Ο Cattelan συνηθίζει να χρησιμοποιεί ομοιώματά του στα έργα του. Συνηθίζει με άλλα λόγια να δημιουργεί σωσίες του, είδωλα του εαυτού του, να κάνει το «εγώ» του χίλια κομμάτια. Αυτά τα χίλια κομμάτια, όμως, συνθέτουν ταυτόχρονα κι ένα πολυπρόσωπο «εμείς», μια πολλαπλή προσωπικότητα που όσο σχιζοφρενική κι αν φαίνεται δεν παύει να του χαρίζει τις άπειρες δυνατότητες των μελών που την απαρτίζουν. Μήπως λοιπόν ο καλλιτέχνης επιλέγει συνειδητά να ξαπλώσει στο νεκροκρέβατο αυτά τα δύο κομμάτια του, για να περισώσει τα υπόλοιπα; Μήπως οδηγεί αυτούς τους δύο μικροσκοπικούς στρατιώτες, που φορούν τα χαρακτηριστικά του, στη μάχη, για να μπορεί το πλήθος των υπόλοιπων «εγώ» του να γελάει με ανακούφιση, κρυμμένο σε κάποια γωνία; Με λίγα λόγια, μήπως ο καλλιτέχνης επιλέγει να θυσιάσει ένα κομμάτι του για να περισώσει το σύνολο με τον ίδιο τρόπο που στα σφαγεία θυσιάζονταν κάποτε τα ζώα σε όφελος των ανθρώπων;

Και ποιο είναι αυτό το κομμάτι του που τόσο έκδηλα θυσιάζει; Δύο μικροί, υποταγμένοι νάνοι, δύο φιγούρες του που –για πρώτη φορά σε έργο του–παρουσιάζονται παθητικοί, αδρανείς. Σε πόση αντίθεση έρχονται αυτοί οι μικροί Cattelan που κείτονται στην «κασέλα» με τα μικροσκοπικά χεράκια τους –απ’ τα οποία δεν λείπουν οι τρίχες και τα φροντισμένα νύχια– με τον αληθινό Maurizio, τον γεμάτο δύναμη άντρα που τρέχει στην αφίσα της έκθεσης. Κι εφόσον επιλέγει να ξαπλώσει τους πρώτους μακάρια και να τελειώνει μαζί τους, κρατώντας ζωντανό και παλλόμενο μονάχα το κομμάτι του που αυτός αναγνωρίζει ως αληθινό (τον άντρα που μπορεί ακόμα να κάνει surf), δεν μας θυμίζει άραγε σε τίποτα πενηντάρη με κρίση μέσης ηλικίας που τρέχει ν’ αγοράσει διάδρομο γυμναστικής, θάβοντας βαθιά μέσα του όσα του φωνάζουν «γερνάς»;

Όσο περισσότερο παρατηρήσει κανείς το έργο του Cattelan, τόσες περισσότερες απορίες θα πάρει μαζί του φεύγοντας. Άραγε τα φασιστικά σύμβολα που διακοσμούν τα πόδια του κρεβατιού δεν ψιθυρίζουν πως το έργο αυτό δεν μιλάει μόνο για το θάνατο αλλά και για τη δολοφονία; Κι υπάρχει μεγαλύτερος δολοφόνος απ’ το χρόνο; Κι ακόμα, γιατί το έργο αυτό περιέχει στην ουσία του μια απροσδιόριστη θρησκευτικότητα – σκούρο ξύλο και λευκά σεντόνια, αυστηρότητα και μαύρα ρούχα, μια μυρωδιά που παραπέμπει σε εσωτερικό ναού; 

Ανάμεσα σ’ όλη αυτή την πένθιμη ατμόσφαιρα βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως εδώ ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον πιο ιδιοφυώς «εξυπνάκια» καλλιτέχνη της γενιάς του, με τον άνθρωπο που στο έργο του “La Nona Ora” παρουσίασε ένα ομοίωμα του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β΄ χτυπημένο από μετεωρίτη και που φέτος θα δημιουργήσει το τεράστιο γλυπτό ενός ανθρώπινου χεριού με 4 κομμένα δάχτυλα και ανασηκωμένο το μεσαίο για να το τοποθετήσει απέναντι από την είσοδο του Χρηματιστηρίου του Μιλάνου, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με τον καπιταλισμό κι απλά σκέφτηκε πως το έργο θα αποτελούσε ένα ωραίο σκηνικό για το φθινοπωρινό fashion week της πόλης.          

Απ’ όσες σκοπιές κι αν το αναλύσει κανείς όμως, το έργο “We” δεν παύει να είναι δυο φοβισμένα και περιέργως ήρεμα κομμάτια του, που ο Cattelan επέλεξε ν’ αφήσει πίσω του, μέσα στα σφαγεία του νησιού. Κι εντέλει, με τον ίδιο τρόπο που βρισκόμαστε πάντα στο χείλος του θανάτου και στο κέντρο της ζωής, ακόμα και μέσα στο σκληρό κι απέριττο χώρο των Σφαγείων, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στην  Ύδρα. Κι έχουμε ακόμα τη δυνατότητα ν’ αφήσουμε και τα δικά μας βασανιζόμενα θραύσματα πίσω, στη σκοτεινή τους αίθουσα, να βγούμε από τη σιδερένια πίσω πόρτα προς το φως και να σταθούμε, γυμνοί από υπαρξιακά ερωτήματα, απέναντι στον τεράστιο καθρέφτη που λέγεται θάλασσα. Η θάλασσα του Αργοσαρωνικού, αυτό το καλοκαίρι του 2010.  


ΦΩΤΟ: Maurizio Cattelan We 2010, Φωτό: Zeno Zotti

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ