Θεματα

Taste Voice: Τα μαγαζιά της ζωής μας

Ίσως φαίνεται απίστευτο στους σημερινούς εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, αλλά στην αρχή της μεταπολίτευσης η Ελλάδα μπορεί να είχε ντισκοτέκ

4628-666073.jpg
Προκόπης Δούκας
ΤΕΥΧΟΣ 302
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
6377-14719.jpg

Ίσως φαίνεται απίστευτο στους σημερινούς εικοσάρηδες και τριαντάρηδες, αλλά στην αρχή της μεταπολίτευσης η Ελλάδα μπορεί να είχε ντισκοτέκ (Μούσες στον Αστέρα της Βουλιαγμένης και στην Ακαδημίας, 9+9 στο Στάδιο, Studio 4 στο τότε νεότευκτο Agora και το λαϊκότερο Studio 74 –«αντιγράφοντας» τη Νέα Υόρκη– στο Σύνταγμα, από τα γνωστότερα), μπουζούκια και γενικώς «κλαμπ», αλλά music bars δεν είχε. Το είδος ήταν απολύτως άγνωστο...

Όλα άρχισαν στη Θεσσαλονίκη, που ως πρωτοπόρα πόλη (δεν είχε «ανακαλύψει» ακόμα τον Ψωμιάδη και τον Παπαγεωργόπουλο) συνέλαβε (ή αντέγραψε πρώτη από το εξωτερικό) την ανάγκη να υπάρχει χώρος με μουσική λίγο πιο δυνατή από τη στάθμη ενός ραδιοφώνου – και όπου θα μπορούσες να κουνήσεις, έστω ελαφρά, το κορμί σου (ή και να χορέψεις) πίνοντας ένα ποτό, χωρίς να πρόκειται για ξενυχτάδικο, που χρειαζόταν μεγάλο αριθμό ατόμων και μικρές ώρες για να «ζεσταθεί».

Στην Αθήνα, το πρώτο του είδους μαγαζί, ήταν το Bright Shoe, σε μια τριγωνική μικρή πλατεία δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στην Ερατοσθένους, εκεί που κατεβαίνουν τα τρόλεϊ από το Παγκράτι (απέναντι θα έκανε αργότερα μια μεγάλη «καριέρα», από το 1983 ως το 2000, το Πάρτυ, της Ελένης Ζιώγα και του Βασίλη Νικολάου, του “Bryan”, επονομαζόμενου έτσι από τη λατρεία του για τον Ferry). Εκεί, λοιπόν, στη μικρή πλατεία μαζεύονταν κάθε βράδυ δεκάδες όρθιοι, έξω από το μαγαζί, καιρού επιτρέποντος – και για πρώτη φορά απολάμβαναν τη μουσική, έτσι απλά! Στην Πάτρα, η μόδα επεκτάθηκε γρήγορα και πολλά μικρά bar, όπως η Iguana και το Banana Moon, ξεφύτρωσαν γρήγορα, προς τέρψιν Πατρινών και φοιτητών, με μπόλικη βρετανική ηλεκτρονική ποπ και new  wave, που σάρωναν εκείνη την εποχή.

Η επανάσταση για τα δικά μου ακούσματα, όμως, ήρθε το καλοκαίρι του ’83. Ο Μπάμπης Ρουμελιώτης και ο γνωστός σε όλους τους κατοίκους και επισκέπτες του νησιού Fernando, ο φωτογράφος που τρύπωνε παντού, συνασπίστηκαν κι έφτιαξαν τον περίφημο Κούκο – στο Γουμενιό, λίγο πιο πάνω από τα Ματογιάννια, εκεί που είναι τώρα το Αppalooza. Στο σχήμα συμμετείχε και μια πανέμορφη Αμερικανίδα - και η εισροή φρέσκου υλικού από τα αμερικανικά δισκάδικα ήταν εμφανής: Εκεί πρωτάκουσα το “White Lines (Don’t Don’t Do It)”, το  τραγούδι που στην ουσία σηματοδότησε πρώτο (τουλάχιστον για μας τους εκτός Νέας Υόρκης) ένα νέο είδος, που ονομάστηκε hip-hop κι εμείς απλά τότε το λέγαμε “rap”...

Άλλη «αλυσίδα διασκέδασης» προερχόταν από τον Μπάμπη Πασάογλου, που είχε προηγουμένως (δυο σοκάκια πιο πέρα) ένα από τα πρώτα music bar της Μυκόνου, την Ibiza, μόνο για ένα χρόνο δυστυχώς. Ο ίδιος ήταν συνδημιουργός ενός εμβληματικού (ως προς τη θέση και τα πρωινά) μαγαζιού, της Βεγγέρας, που δέσποζε στα Ματογιάννια, ενώ η κληρονομιά του καλού γούστου υπάρχει ακόμα, λίγο πιο κάτω στα Τρία Πηγάδια, με τα φινετσάτα Άστρα, που άνοιξαν το 1987 και από το 1996 συνεχίζουν και με τη συμμετοχή του Όμηρου Ευαγγελινού.

Ο Κούκος έκανε αργότερα μια εντυπωσιακή είσοδο και στα αθηναϊκά πράγματα, μ’ ένα πολύ όμορφο χώρο στο Θησείο και παραλλήλως με τη μετατροπή της νησίδας μεταξύ κολυβητηρίου και Μετς σε νυχτερινό κέντρο. Ενδιαφέρουσα μουσική έπαιξε για ένα διάστημα και το Wildrose, σ’ ένα ημιυπόγειο στον περιφερειακό του Λυκαβηττού, πριν κατέβει σε μια όχι και τόσο ενδιαφέρουσα πιάτσα, Αμερικής και Πανεπιστημίου, και χάσει όλο του το άρωμα...

Γύρω στο 1984 (κι ενώ το καλοκαίρι ο Λουκιανός Κηλαδόνης είχε μαζέψει εκατοντάδες χιλιάδες κόσμο στο πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα beach party του στη Βουλιαγμένη), είχε έρθει η ώρα για το Balthazar να κάνει αισθητή την παρουσία του, μετατρεπόμενο από εστιατόριο και σε music-bar, που ξαφνικά γέμισε κόσμο. Η υπέροχη έπαυλη, που όταν χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 1900 είχε κήπο έως το σημερινό Πύργο των Αθηνών (πώς νομίζετε λεγόταν η περιοχή Αμπελόκηποι;) και που είχε φιλοξενήσει πρόσφυγες το 1922 (τα χωρίσματα στον πάνω όροφο διατηρήθηκαν μέχρι πρόσφατα) είχε μαραζώσει, ώσπου την ανακάλυψε ο Νίκος Παλαιολόγος και η συγγραφέας Καίη Τσιτσέλη. Έλαμψε στα χέρια τους ως restaurant, από τη δεκαετία του ’70, αλλά είχε έρθει η ώρα της αλλαγής.

Στο πρώτο εκείνο υπέροχο team σε μπάρα και service, η Τόνια, τότε σύντροφος του Θοδωρή Μανίκα, η σκηνοθέτις Αθηνά Σακελαρίου, ο Αυστραλός Bryan και βέβαια οι αδελφοί Πιτσιλή, που αργότερα έφτιαξαν το Rock’ n Roll: Ένα μαγαζί που από το στεϊκάδικο Stage Coach μεταμορφώθηκε στο πιο «κυριλέ» music bar του Κολωνακίου και των βορείων προαστίων μαζί (το μόνο μαγαζί όπου άνετα κυκλοφορούσες με σακάκι ή κοστούμι!) και λειτουργεί με απίστευτη επιτυχία μέχρι σήμερα, αλλά και χρηματοδότησε την αγορά του Balthazar το 1998 (η ζωή κύκλους κάνει) από την Εθνική Τράπεζα και τους αρχικούς δημιουργούς του.

Πίσω όμως στη δεκαετία του ’80, ένα άλλο φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του σε μια καινούργια πιάτσα, μεταξύ Hilton και Caravel: Ένα μαγαζί χωρίς όνομα – που όλοι αποκαλούσαν No Name. Με «τοξικό» team στα decks, μεταξύ των οποίων η σύντροφος του Δημήτρη Πουλικάκου, Θέκλα, και ο μετέπειτα ραδιοφωνικός παραγωγός Κώστας Ζήκος, το No Name αποτέλεσε ένα «διάττοντα αστέρα», που έλαμψε δυνατά (αφού «κλωνοποιήθηκε» και στην Πούντα της Πάρου), αλλά δυστυχώς λίγο.

Μια άλλη «ρίζα» που έδωσε πολλούς καρπούς ήταν το Follie στην Αλεξάνδρας, που ακόμα και σήμερα φιλοξενεί τις latin κοινότητες της Αθήνας. Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μας έμαθε τη latin jazz, με εξαιρετική ατμόσφαιρα – και οδήγησε στη δημιουργία αργότερα πολλών και διαφόρων μαγαζιών, όπως τα συνονόματα Follie στη Σίφνο και στη Λεωφόρο Κηφισίας, το Μπρίκι αρχικά στο Παγκράτι και (φυσικά ακόμα) στην πλατεία Μαβίλη και το Tapas που εξακολουθεί και ξεχωρίζει στο Γκάζι.

Εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχιζε να ανθίζει κι ένα άλλο «μπουμπούκι» (υπήρχε από το 1979!), που έμελλε να έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από την τοπική, για μία ολόκληρη δεκαετία και πλέον: Στη Σαντορίνη, στο κλίμα του πρώτου beach bar, του Yazz (που υπάρχει ακόμα στην Περίσσα με τον Μισέλ), φτιάχτηκε η Casablanca – θα το έλεγες και μικρό club, που όμως δεν είχε καμία σχέση με τα «εμβληματικά» μαζικά μαγαζιά του νησιού, όπως το Enigma και το Koo (με τα αντίστοιχα beach-bar τους, το Wet και το Chilli, που εξακολουθούν να «βασιλεύουν» στη φθορά της παραλίας). Η Casablanca έδινε στιλ στο νησί κι είχε ένα φανατικό κοινό που ακολουθούσε και στις ημερήσιες εξορμήσεις την «τρέλα» του ιδιοκτήτη του, Άγη Σωτηρόπουλου. Η λάμψη της θάμπωσε αργότερα από χρέη και τα τοπικά συμφέροντα, ώσπου, μετά από πολλά χρόνια λουκέτου, ξανάνοιξε ανανεωμένη το 2004 από τον Χρήστο Μενδρινό κι έτοιμη να αντιμετωπίσει τον 21ο αιώνα, με πολλές μετακλήσεις διάσημων djs - και resident τον αειθαλή Τony, που είναι εκεί από το 1984!

Πολλοί από τους θαμώνες (αλλά και το προσωπικό) της Casablanca βρήκαν από το 1991 ένα στέκι στην Αθήνα που τους ταίριαζε. Ένα υπόγειο εστιατόριο στην Πρατίνου, στο Παγκράτι, μετατράπηκε από τον Τζέρυ Κακαβιάτο, τον Γιάννη Αυλωνίτη και τον Πέτρο Αλταμιριανό σ’ ένα από τα πιο groovy μαγαζιά της Αθήνας. Και το όνομα αυτού Groovin’ – είναι απορίας άξιο πώς άντεξαν οι ένοικοι της πολυκατοικίας από πάνω. Σε λάθος θέση, αλλά με πάθος, το Groovin’ έπαιζε εξαιρετικές μουσικές και άντεξε μέχρι το 1997.

Στο Κολωνάκι, στη Σκουφά, είχε έρθει η ώρα για μια άλλη πιάτσα, που αργότερα ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Πρωτοπόρο όμως ήταν το Σκουφάκι του Φώτη Γκιζίνου και του Σπύρου Παπασπύρου – τότε υπήρχε μόνο το ιστορικό Dolce, στη συνέχεια Φίλιον, μέχρι σήμερα το κατεξοχήν καφενείο πολυτελείας της περιοχής. Το Σκουφάκι, σε μεξικάνικο στιλ, άνοιξε το 1996 και έπαιζε εξαιρετικές μουσικές (χαμηλά), φιλοξενώντας τα πιο στριμωγμένα και παθιασμένα live κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, καθώς και οι δύο ιδιοκτήτες είχαν (και επαγγελματική) σχέση με την καλή μουσική. Σημερινά μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας, όπως το Pairidaeza, το Joker’s και το Key στελεχώθηκαν ή δημιουργήθηκαν από προσωπικό που πέρασε από το Σκουφάκι, ενώ ο Φώτης μόλις δημιούργησε το Playmobar στο Γκάζι.

Τέλος, μια «οικογενειακή δυναστεία» εκφράστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα τελευταία 13 χρόνια στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Ζουγανέλης, γιος του ιδιοκτήτη του παλιού Remezzo σε Αθήνα και Μύκονο, μουσικός ο ίδιος, δημιούργησε ένα μοναδικό πολυχώρο, το Guru: Κάτω ταϊλανδέζικο εστιατόριο και bar, με ένα «εξωτικό» μείγμα μουσικής, που τα περιείχε όλα, και πάνω πρώτα club και  τα τελευταία χρόνια η σημαντικότερη live jazz σκηνή της Αθήνας. Δυστυχώς, η γκετοποίηση της πλατείας Θεάτρου οδήγησε στο κλείσιμο το εξαιρετικό αυτό μαγαζί, που είχε και τη σπάνια ιδιότητα να το τιμούν τα βόρεια προάστια, αλλά με κάποιον μαγικό τρόπο να τα «εξαφανίζει» και να τα χωνεύει μέσα του. Ευτυχώς άφησε παρακρατήθηκες - και μία από αυτές είναι το Baba Au Rhum, που δημιούργησε ο Θάνος Προυνάρους στον πεζόδρομο της Κλειτίου, κάτω από το Σύνταγμα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ