Βιβλιο

Τι κάνει νιάου νιάου στο χαρτί;

Το νέο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου «Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι», με εικονογράφηση Ναταλίας Καπατσούλια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

4169-207182.JPG
Γιώργος Δημητρακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 251
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
39201-88200.jpg

Ο Πέτρος Τατσόπουλος μιλά στην ATHENS VOICE για το νέο του βιβλίο «Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Όταν ξεκινάς με «Ανήλικους», είναι μοιραίο κάποια στιγμή να γράψεις για αυτούς. Μόνο. Το νέο βιβλίο του Πέτρου Τατσόπουλου μετά την καθαρτική «Καλοσύνη των ξένων» είναι παιδικό. «Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι». Καλό θα είναι να το διαβάσεις με έναν ενήλικο δίπλα, γιατί μπορεί και να έχεις άγνωστες λέξεις. Αλλά, πάλι, σιγά το δύσκολο. Μπορείς να το γκουγκλάρεις. Η Κυβέλη δένεται με τον αγαπημένο της γάτο Σίσυφο που μάζεψε από το δρόμο, αλλά ερωτεύεται ένα συμμαθητή της που έχει αλλεργία στις γάτες και ο Σίσυφος πρέπει να εξοριστεί στο μπαλκόνι. Το πρώτο βιβλίο του Τατσόπουλου για παιδιά δεν είναι πολύ σίγουρο ότι απευθύνεται μόνο σε αυτά, γιατί μπορεί να σου θυμίσει πού ακριβώς έχεις καταχωνιάσει τη χαμένη σου παιδικότητα και καλά θα κάνεις να είσαι σίγουρος πριν σε αφοπλίσει. Ξανά.

Εσύ προτιμάς γάτα ή σκύλο;
Ρέπω περισσότερο προς την πλευρά του Σίσυφου. Παρόλο που δεν είχα ποτέ καλή σχέση με την πειθαρχία, ήμουν δηλαδή πολύ Σίσυφος στη ζωή μου, υπήρχαν φορές που ήμουν Γκρέγκορι. Έβαζα τον κώλο μου κάτω και δούλευα, συχνά σκληρά. Θυμάμαι κάτι ξένους παραγωγούς που ρωτούσανε τον Περάκη: «Πότε θα αρχίσουμε τη νέα ταινία;» κι αυτός έλεγε: «Ε, σε 2-3 βδομάδες περίπου…» και του έλεγαν «Τι σημαίνει περίπου;». (γέλια)  

Γιατί oνομάτισες Σίσυφο το γάτο της ιστορίας σου;
Υπάρχουν δύο εξηγήσεις: Πρώτον, ότι όλοι οι γάτοι του κόσμου ακούν το ψι και το σίγμα. Υποκοριστικά τους σε όλες τις γλώσσες έχουν αυτά τα γράμματα, όπως τα “pussycat” και «ψιψίνα». Ο Σίσυφος έχει πολύ σίγμα. Δεύτερο στοιχείο είναι ότι όπως ο αρχαίος Σίσυφος, έτσι κι αυτός είναι ένας γάτος που δεν υπακούει σε κανόνες. Δηλαδή δεν είναι ούτε σπιτόγατος ούτε αλητόγατος. Για την ακρίβεια, προσπαθεί να γίνει σπιτόγατος. Να ξεκουραστεί. Γιατί παρόλο που είναι 8 χρονών –είναι συνομήλικος με την Κυβέλη, το κοριτσάκι που τον προστατεύει– στην ηλικία των γάτων, αντιστοιχεί σε ανθρώπινη ηλικία 48 χρονών. Αυτός λοιπόν είναι σχεδόν σαν εμένα, που μόλις μπήκα στα 50. Σ’ αυτά τα 8 χρόνια, για γάτος είναι έμπειρος.

Έχει ένα θέμα με τις διακοπές;
Eίναι το μεγαλύτερο ψυχολογικό του τραύμα. Η λέξη «διακοπές». Γιατί όποτε είχανε διακοπές τα αφεντικά του, ή ψάχνανε –στην καλύτερη περίπτωση– κάπου να τον δώσουν ή απλώς τον αφήνανε στο δρόμο. Έτσι η λέξη διακοπές ήταν σα να λέμε φυλακή ή αστυνομία.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα ενός παιδικού βιβλίου; Ξεκίνησα να το γράφω το ’95, όταν ο γιος μου Γιάννης ήταν 2 χρονών. Ηταν το ερέθισμα για το βιβλίο αυτό. Μετά το παράτησα για ένα μεγάλο διάστημα που έγραφα άλλα πράγματα. Και τώρα που γεννήθηκε η κόρη μου η Δανάη, που είναι 7 μηνών, μου ξαναδόθηκε το ερέθισμα να το τελειώσω. Φαντάσου ότι ο γιος μου τώρα είναι 16 χρονών. Ελπίζω να μη φαίνεται ότι υπάρχει ένα μεγάλο διάστημα αποχής από το γράψιμό του.

Τι ακριβώς σε γοητεύει στον κόσμο των παιδιών;
Είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, πολύ περίεργος κι όμως πραγματικός. Τα παιδιά ζουν στον κόσμο της φαντασίας, αλλά είναι πραγματικός γι’ αυτά. Δηλαδή, μπορεί εσύ να γυρνάς από το ΙΚΑ ή το ΤΕΒΕ και αυτά να γυρνάνε από το κάστρο τους. Είναι εξίσου πραγματικός ο δράκος γι’ αυτά. Αν σφηνωθεί, για παράδειγμα, ο δράκος στον καναπέ, μπορεί να ουρλιάζει 3 μέρες.

Η αδυναμία των μεγάλων;
Ξεχνούν πώς ήταν όταν ήταν παιδιά, ξεχνάνε την παιδικότητά τους, την ελευθερία των συνειρμών. Τα παιδιά συνδέουν πράγματα με τρομερή ελευθερία. Οι μεγάλοι μαθαίνουν να βάζουν τους συνειρμούς τους σε κουτάκια, να θεωρούν, για παράδειγμα, ότι αυτό ή το άλλο είναι άσχετα. Αυτοπεριορίζονται συνεχώς, ώσπου τελικά να στεγνώσουν. Για μένα, οι μεγάλοι είναι «ανάπηροι» σε σχέση με τα παιδιά.

Τα παιδιά βέβαια έχουν πολλές διαστάσεις.
Εννοείται ότι έχουν και πολλά κακά στοιχεία. Η μοχθηρία είναι ένα από τα στοιχεία τους. Στο βιβλίο αυτό, προσπάθησα να αποδώσω τον κόσμο των παιδιών όπως τον βλέπει ένας γάτος που, ενώ είναι συνομήλικός τους, είναι ένας ώριμος γάτος και μιλάει με λόγια γλώσσα. Θέλησα να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα ενός μεγάλου δίχως συγκαταβατικές εκπτώσεις. Του στιλ «δεν λέμε αυτή την λέξη γιατί μπορεί να μην την καταλάβουν τα παιδιά». Δεν πειράζει, ας μην την καταλάβουν, θα ρωτήσουν τους γονείς τους να τους πούνε, κι αν δεν ξέρουν ούτε οι γονείς, θα ανοίξουν ένα λεξικό να το βρουν. Αυτό ήταν μια παράδοση που παλιά κρατούσε στο παιδικό βιβλίο και σιγά σιγά εξέλειψε.

Ξεκινάς με τη φράση «Λένε πολλά ψέματα για μας τους γάτους».
Σε ιντριγκάρει λίγο το τι ψέματα λένε για τους γάτους… Αλλά επειδή ακριβώς το αντίπαλο δέος στο βιβλίο είναι ένας σκύλος που λέγεται Γκρέγκορι –Γρηγόρης, αλλά το έχει εξαμερικανίσει γιατί είναι αμερικανόπληκτος, έχει πάει στην Αμερική και κάνει συνέχεια αναφορές–, αυτός διαδίδει τα ψέματα. Δηλαδή ο Σίσυφος, αντίθετα με τον Γκρέγκορι, είναι ελεύθερος, χαλαρός, αμπελοφιλόσοφος, δεν έχει καμία αίσθηση πειθαρχίας και ευθύνης. Ήθελα να φτιάξω έναν ήρωα που να μην είναι politically correct, να μη διδάσκει, να μην έχει διδακτικό ύφος. Και ταυτόχρονα να είναι λίγο πιο πολύπλοκος από τους ήρωες του Disney.

Ο Γκρέγκορι είναι αμερικανοθρεμμένος, δηλαδή.
Αμερικανόπληκτος για την ακρίβεια. Στην ουσία τον είχαν δέσει κι έβλεπε μόνο καλαμπόκια να ψηλώνουν. Δηλαδή δεν έχει δει τίποτα, αλλά συνέχεια λέει «κατά την παραμονή μου στην Αμερική, όταν ήμουν στην Αμερική». Στην ουσία το έχει ως άλλοθι εμπειρίας.

Πώς εξηγείται η αμερικανοθρεμμένη ελληνική κουλτούρα, από τον κινηματογράφο μέχρι τη μουσική, με τον έντονο αντιαμερικανισμό;
Eίναι μια διπολική ψύχωση των Ελλήνων. Αυτό το κατάλαβα στην Αλβανία, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό. Το ’99, αμέσως μετά τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, ήταν η πιο ανθελληνική περίοδος της Αλβανίας. Έβλεπες στην Κορυτσά συνθήματα «Θάνατος στους  Έλληνες» και εννοείται δεν μίλαγα ελληνικά πουθενά, μιλούσα αγγλικά γιατί υπήρχε στοχοποίηση. Τα βράδια, η Κορυτσά ολόκληρη γινόταν ένα τεράστιο σκυλάδικο, όπου άκουγαν μόνο ελληνικά τραγούδια. Θυμάμαι κάτι συγκροτήματα που τραγουδούσαν με σπαστά ελληνικά το «Σώμα μου φτιαγμένο από πηλό». Αλβανοί, τι σχίζα είναι αυτό! Απόλυτα ελληνοποιημένοι, χωρίς να μιλούν ελληνικά, αλλά ακούγανε ελληνικά τραγούδια και ταυτόχρονα μας μισούσανε. Την ίδια σχέση νομίζω έχουμε κι εμείς. Είμαστε αμερικανοποιημένοι στα πάντα εκτός από τη δουλειά.

Πόσο θα επηρεάσει την ανάγνωση η οικονομική κρίση;
Όλες οι έρευνες και οι στατιστικές καταλήγουν στο εξής διπολικής ψύχωσης αποτέλεσμα: Οι  Έλληνες διαβάζουν λιγότερο. Αλλά για καλή μας τύχη, εμάς των συγγραφέων, αγοράζουν περισσότερο! Έχει δηλαδή ενταχτεί το βιβλίο στα καταναλωτικά προϊόντα, ενώ παλιότερα δεν υπήρχε. Παλιά πηγαίνανε μ’ ένα κουτί πάστες στα σπίτια, ενώ τώρα μ’ ένα βιβλίο. Δεν το διαβάζουν, το βάζουν αμέσως στη βιβλιοθήκη. Υπάρχει μια καταναλωτική τάση που υποτίθεται ότι λόγω της κρίσης θα αυξανόταν. Με το σκεπτικό ότι, αφού λόγω της κρίσης ο κόσμος δεν θα μπορούσε να αγοράσει ακριβά δώρα, θα «διολίσθαινε» στο βιβλίο. Αγοράζουν πολύ λιγότερα βιβλία απ’ ό,τι στο παρελθόν, από εκεί που θα διέθεταν λεφτά για 5 βιβλία, τώρα διαθέτουν για 2.

Τελικά, είναι παιδικό βιβλίο σου ή κάτι άλλο;
Είναι ένα βιβλίο που αναφέρεται στα παιδιά, αλλά όχι μόνο. Με τον ίδιο τρόπο έχει πράγματα που είναι κλείσιμο ματιού στους μεγάλους. Εύχομαι να το διασκεδάσουν και οι μεγάλοι.


«Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι» του Πέτρου Τατσόπουλου, με εικονογράφηση Ναταλίας Καπατσούλια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ. 136, € 10 - έκδοση με audio book €13).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ