Life

Σαρακοστή με τη Μπέλλου

Σαν σήμερα το 1921 γεννήθηκε η Σωτηρία Μπέλλου και ο Γιώργος Παυριανός θυμάται την άνοιξη του 1978 μια απίστευτη συνάντηση

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 430
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
38042-85629.jpg

100 χρόνια από την γέννηση της Σωτηρίας Μπέλλου και επαναδημοσιεύουμε μια σπαρταριστή ιστορία με την δημοφιλή τραγουδίστρια

Ο Μάνος Χατζιδάκις βγάζει τα γυαλιά του, πίνει μια γουλιά από τον αγαπημένο του εσπρέσο και μετά μας κοιτάει με ύφος παιδιού που περιμένει με αγωνία το καινούργιο του παιχνίδι. «Λοιπόν, τι έχετε να μου προτείνετε για τη Μεγάλη Εβδομάδα;»

Είναι άνοιξη του 1978, βρισκόμαστε στην ΕΡΤ, στο Τρίτο Πρόγραμμα, εγώ και ο συνθέτης Δημήτρης Λέκκας έχουμε μια ιδέα: «Η Σωτηρία Μπέλλου να τραγουδήσει τον “Επιτάφιο” του Γιάννη Ρίτσου με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη!» Τα μάτια του Μάνου λάμπουν, «αριστούργημα!» αναφωνεί και μας διηγείται μια ιστορία σύμφωνα με την οποία, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης ρώτησε το διευθυντή της Columbia Τάκη Λαμπρόπουλο «μα πώς θα τα πει αυτά τα τραγούδια ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης που είναι άντρας;», ο Λαμπρόπουλος του απάντησε: «Γιατί, και ο Ρίτσος που τα έγραψε άντρας δεν είναι;».

Έτσι ξεκινήσαμε να βρούμε τη Σωτηρία Μπέλλου, που εκείνη την εποχή τραγουδούσε με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο «Χάραμα» στην Καισαριανή. «Θα σας πάω εγώ» μας είπε η γυναίκα-θρύλος της ραδιοφωνίας, η Ρηνιώ Παπανικόλα. «Η Σωτηρία είναι φίλη μου, θα το κάνει για χάρη μου». Μπαίνοντας στο «Χάραμα» βλέπουμε τον Τσιτσάνη στην πίστα ανέκφραστο, να τραγουδάει τα αθάνατα τραγούδια του με την ιδιότυπη φωνή του. Δίπλα του κάθεται η Σωτηρία, ντυμένη με μια καφέ φούστα, μαύρη ζακέτα, μαύρα αντρικά παπούτσια και τα τεράστια μυωπικά της γυαλιά. Τα μαλλιά της είναι κουρεμένα κοντά και, όταν τραγουδάει, στο στόμα λαμπυρίζουν δυο-τρία χρυσά δόντια. Μόλις παίρνει είδηση τη Ρηνιώ τη χαιρετάει και της αφιερώνει το «Απόψε κάνεις μπαμ!» προσθέτοντας και ένα «Ρηνιώ» στο τέλος. «Απόψε κάνεις μπαμ, Ρηνιώ, απόψε κάνεις μπαμ, Ρηνιώ, σε βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ, Ρηνιώ!»

Ξημερώματα, στο καμαρίνι της, αφού έχουμε περάσει και έχουμε φιλήσει το χέρι του Βασίλη Τσιτσάνη, της εξηγούμε το λόγο της επίσκεψης. «Αφού είστε φίλοι της Ρηνιώς, θα το κάνω. Να έρθετε από το σπίτι να το συζητήσουμε με την ησυχία μας».

«Πού είναι το σπίτι;»

«Στα Σπάτα».

«Πώς θα το βρούμε;»

«Όποιον και να ρωτήσεις πού είναι το παλατάκι της Μπέλλου, θα σου πει. Ελάτε τη Δευτέρα που έχω ρεπό».

Δευτέρα μεσημέρι, με το σιέλ, σαραβαλιασμένο Φολκσφάγκεν της Ρηνιώς, φτάνουμε στα Σπάτα. «Πού είναι το παλατάκι της Μπέλλου;» Μας δείχνουν. Ένα νεόχτιστο διώροφο, με κάτι κολόνες στην είσοδο (εξού και παλατάκι) και ένα αγρόκτημα στο πίσω μέρος. Χτυπάμε, ξαναχτυπάμε, εμφανίζεται ένας σκύλος, εμφανίζεται μια γάτα, η Μπέλλου πουθενά. «Σωτηρία! Σωτηρία!» φωνάζουμε και οι τρεις, με τα πολλά έρχεται και μας ανοίγει. «Δεν σας είδα καλά, και επειδή χρωστάω κάτι λεφτά κρύβομαι» δικαιολογείται.

Η Σωτηρία παίζει μανιωδώς χαρτιά, έχει χάσει μια περιουσία, είναι το πάθος της. «Ευτυχώς που πριν από χρόνια ερχόταν η φίλη μου η Τασούλα, έπαιρνε το μεροκάματο και το έβαζε στην τράπεζα. Έτσι χτίσαμε το παλατάκι». Έρχεται και η Τασούλα από το αγρόκτημα, είναι νεότερη από την Μπέλλου, μελαχρινή, με κοντό μαλλί, φοράει μια φόρμα, γαλότσες. «Εδώ ό,τι τρώμε είναι από τον κήπο μας. Δεν τρώμε εμείς τα ραντισμένα» λέει και μας βγάζει μεζέδες και ούζο. Η Σωτηρία και η Ρηνιώ καπνίζουν μανιωδώς, μιλάνε για τα παλιά, προσπαθούμε να ανοίξουμε κουβέντα για τον «Επιτάφιο» όταν ξαφνικά η Μπέλλου σταματάει, «ρε, άι στο διάολο από ’κει!» λέει στο σκύλο, ένα μικρό τεριέ, που εδώ και ώρα προσπαθεί να πηδήξει τη γάτα! «Και ύστερα σου λέει ότι μόνο οι άνθρωποι είναι ανώμαλοι!» σχολιάζει και ρίχνει στην αυλή ψίχουλα από το ψωμί. Αμέσως μαζεύονται τα περιστέρια και αρχίζουν να τσιμπολογούν. Και τότε, με μια αστραπιαία κίνηση, βουτάει ένα περιστέρι, του στρίβει επιδέξια το λαιμό, κόβει το κεφάλι και αρχίζει να το ξεπουπουλιάζει μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας! «Μείνετε, θα φάμε πιτσούνι με ρύζι!»... μας λέει με το φυσικότερο τρόπο του κόσμου και μετά σηκώνεται, δίνει μια κλωτσιά στο σκύλο που έχει ξαναρχίσει τα παιχνίδια με τη γάτα, δίνει το ξεπουπουλιασμένο περιστέρι στην Τασούλα να το μαγειρέψει και μας οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού.

Το σαλόνι είναι σκεπασμένο με άσπρα σεντόνια, «για να μη σκονίζονται τα έπιπλα», σε μια γωνιά άθικτο μέσα στο κουτί του ένα πικάπ Technics τελευταίο μοντέλο, «το πήρα από την Αμερική, αλλά δεν το έχω συνδέσει ακόμα», βγάζει από τη σερβάντα ασημένια μαχαιροπήρουνα τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτες και μας τα δείχνει, «τα αγόρασα από τη Ρωσία, είναι ατόφιο ασήμι», καθόμαστε στη μεγάλη τραπεζαρία, ο Λέκκας βάζει το δίσκο σε ένα παλιό πικάπ Grundig, το πικάπ κλαίει, «χάλια το λέει ο Μπιθικώτσης» σχολιάζει, της εξηγούμε ότι το πικάπ χάνει στροφές, δεν φαίνεται να πείθεται, σηκώνεται, μας φέρνει αυγοτάραχο για μεζέ, ακούμε το δίσκο ολόκληρο και όταν τελειώνει πέφτει σιωπή.

Η Μπέλλου σβήνει το χιλιοστό τσιγάρο, κοιτάει πρώτα τη Ρηνιώ, ύστερα εμάς τους δυο, «ωραίο» λέει σκεφτική, «ωραίο, αλλά δεν έχει, βρε παιδί μου, στρογγυλά λόγια».

«Τι σημαίνει στρογγυλά λόγια;» τη ρωτάω.

«Να έχουν ομοιοκαταληξίες, να μπορώ να τα θυμάμαι. Αυτό είναι ολόκληρο κατεβατό. Πού να το θυμηθώ;»

«Μα θα έχεις τα λόγια γραμμένα μπροστά σου, όταν θα το ηχογραφήσουμε στο στούντιο» λέει η Ρηνιώ.

«Και στο μαγαζί; Άμα μου το ζητάνε στο μαγαζί; Θα βγαίνω με λόγια γραμμένα να το λέω;»

«Μα θα σας ζητάνε να πείτε τον “Επιτάφιο” στο μαγαζί;» πετάγομαι εγώ.

«Γιατί; Μια χαρά ζεϊμπεκιά είναι το πρώτο τραγούδι» και εκεί, μέσα στην κιτς τραπεζαρία, πάνω από τα ασημένια μαχαιροπήρουνα και τα αποτσίγαρα, η Σωτηρία Μπέλλου αρχίζει να τραγουδάει το «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου...» με έναν τέτοιο πόνο και σπαραγμό που μας κάνει να ανατριχιάσουμε. Πάνω που έχουμε φτιαχτεί και την ακούμε μαγεμένοι, σταματάει, «μωρή Τασούλα, τι γίνεται το πιτσούνι;» φωνάζει και μετά μας προτείνει να δούμε τον πάνω όροφο.

Στην κρεβατοκάμαρα μια τεράστια κούκλα πάνω στο κρεβάτι μάς χαμογελάει με ανοιχτά τα χέρια. Ανοίγει την ντουλάπα και βλέπουμε 40 ζευγάρια ίδια μαύρα παπούτσια στη σειρά. «Με βολεύουνε, και επειδή τα στραβοπατάω έχω πάρει όλα αυτά για να τα αλλάζω» μας εξηγεί.

Μας δείχνει ένα κλειστό ντουλάπι. «Αυτή είναι η βιβλιοθήκη. Εδώ έχω τα βιβλία». «Τι βιβλία;» ρωτάει η Ρηνιώ.

«Ωχ, καημένη Ρηνιώ, ξέρω κι εγώ; Είναι η εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ και κάτι κομμουνιστικά που διαβάζει η Τασούλα!»

Η περιήγηση τελειώνει, κατεβαίνουμε κάτω στην τραπεζαρία, η Τασούλα έχει σερβίρει το πιτσούνι που πριν από λίγη ώρα περπατούσε αμέριμνο ανάμεσά μας. Σα να είχαμε συνεννοηθεί και οι τρεις, με μια φωνή, «εμείς νηστεύουμε» είπαμε και καθίσαμε να φάμε το νοστιμότατο ρύζι και την ντοματοσαλάτα από το αγρόκτημα. Και ύστερα, ντίρλα από τα ούζα (που δεν τα νηστέψαμε καθόλου!) παρακαλέσαμε τη Σωτηρία και μας τραγούδησε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Και δακρύσαμε εκείνη τη Σαρακοστή του 1978 για την παλιοζωή που έχει δυο πόρτες, μπαίνεις από τη μια, σεργιανάς ένα πρωινό κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό από την άλλη βγαίνεις.

Όχι, δεν ηχογράφησε ποτέ τον «Επιτάφιο». Ήθελε ολόκληρη ορχήστρα, ενώ ο Χατζιδάκις ήθελε να το πει μόνο με ένα μπουζούκι, ζήτησε μια παράλογη αμοιβή, δεν έβγαινε στο τηλέφωνο, το σχέδιο ναυάγησε. Λίγο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα μάς κάλεσε στο «Χάραμα» και με τον Βασίλη Τσιτσάνη στο μπουζούκι, τραγούδησε προς τιμής μας το «Είμαι αητός χωρίς φτερά». Μετά βίας μπορέσαμε να συγκρατήσουμε τα γέλια μας. Το μυαλό και των τριών μας πήγε αμέσως στο δύστυχο το πιτσούνι!


Εικονογράφηση: Sotos Anagnos

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ