Αρχειο

Τα παιδιά κάτω στην Πλάκα

Βράδυ Πρωτοχρονιάς, Πλάκα, Αθήνα.

115108-627044.jpg
Αλεξάνδρα Κατσαρού
ΤΕΥΧΟΣ 288
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βράδυ Πρωτοχρονιάς, Πλάκα, Αθήνα. Οι πιο ξενέρωτοι εξ ημών καταφεύγουμε στον κήπο του σπιτιού για τσιγαράκι και λακριντί επιπέδου. Το βαφτίζουμε socializing και εντρυφούμε σ’ αυτό για το επόμενο δίωρο. Μισά ελληνικά-μισά αγγλικά – μην τυχόν και φανούμε αγενείς στους ξένους της παρέας, μη διαψεύσουμε τη φήμη του φιλόξενου λαού. Διάβολε, εμείς γεννηθήκαμε με Ρroficiency, κουλτούρα και αναμνήσεις από τότε που ήμασταν «έξω». Ζαλισμένοι Ινδοί σερβιτόροι μάς κυνηγάνε από πίσω και γεμίζουν τα ποτήρια μας με σαμπάνια. «Αυθεντικοί Ινδοί» σκέφτεται η καραδεξιά πλευρά του εαυτού μου και σκέφτομαι να συνωμοτήσω με έναν απ’ αυτούς – να ρίξουμε ΟΜΟ στην παροχή της εσωτερικής πισίνας και μετά να φέρουμε μέσα τον ιερό ελέφαντα που είμαι σίγουρη ότι έχουν παρκάρει δίπλα στους κίονες της Ποικίλης Στοάς. Με μια ελαφρά κλίση του κεφαλιού προς τα πάνω, αντικρίζεις ένα φοίνικα να  υψώνεται στον πιο φωτεινό ουρανό που έχει γνωρίσει ποτέ Γενάρης μήνας. Πανσέληνος Αυγούστου πρωτοχρονιάτικα, χιλιάδες αστέρια κι εμείς τα χαζεύουμε χωρίς παλτουδάκια με ώμους έξω και λυμένες γραβάτες. Μια νύχτα στο Μαρόκο, οριζινάλ και οριεντάλ όσο δεν πάει. Μόνο η Ακρόπολη μπροστά μας μάς θυμίζει πού είμαστε. Ακούμε τη φωνή του Τρίνι Λοπέζ από την αίθουσα του χορού να τραγουδάει. “I’ d hammer out danger, I’ d hammer out a warning, I’ d hammer out love between my brothers and my sisters, all over this land”.

 

Αφήνουμε πίσω μας το σπίτι-φρούριο και περπατάμε στα στενά της Πλάκας με στομάχια υπερπλήρη και δισεκατομμύρια φυσαλίδες στο αίμα μας. Κατηφορίζουμε την Αδριανού και αρχίζουν να εμφανίζονται σκιές ξαπλωμένες σε σκαλάκια και γωνίες. Δίπλα τους, τενεκεδάκια από μπίρα και χαρτοπετσέτες Everest. Μιλάνε σε μια άγνωστη γλώσσα με πολλά λάμδα και ανοιχτά φωνήεντα και γελάνε δυνατά.

Προχωράμε και βλέπουμε στα είκοσι μέτρα μια ομάδα μεταναστών να βαδίζει γοργά προς το μέρος μας – φοβάμαι. Είναι όλοι αγόρια γύρω στα 25 με 30, πλησιάζουν και σφίγγω με το ένα χέρι την τσάντα μου και με το άλλο το χέρι του αγοριού δίπλα μου. Μας κοιτάζουν. Φοβάμαι ότι με είδαν να αλλάζω χέρι στην τσάντα. Αυτό θα μπορούσε να τους εξαγριώσει περισσότερο, να τραβήξουν μαχαίρι αντί να μας κλέψουν κατά τα συνήθη. Την παραμικρή κίνηση να δω, θα βγάλω αστραπιαία τα παπούτσια και ή θα τους χτυπήσω ή θα τρέξω. Αρχίζουν να κραυγάζουν και να κουνάνε ψηλά τα χέρια τους. Έρχονται με φόρα κατά πάνω μας. Τρέμω. Και αυτοί απλώς μας προσπερνούν. Μάλιστα. Νιώθω επίσημα το πιο μαλακισμένο πλάσμα του πλανήτη για το έτος 2010. Στην άλλη άκρη της Αθήνας, ο Καρατζαφέρης απορεί με τον εαυτό του που δεν με κάλεσε στη χριστιανική του δεξίωση.

 

Πλησιάζοντας την πλατεία Μοναστηρακίου, ακούμε τραγούδια, φωνές και ήχους κρουστών, κάποιοι έχουν στήσει πανηγύρι. Σταματάμε λίγο πριν το σταθμό του Ηλεκτρικού, όπου έχουμε πλήρη άποψη της πλατείας. Δεκάδες μετανάστες –δεν μπορώ να ξεχωρίσω εθνικότητες– έχουν καταλάβει την πλατεία και γιορτάζουν κάτω απ’ τον αφρικανικό ουρανό με φόντο την Ακρόπολη. Χωρισμένοι σε παρέες, τραγουδούν δυνατά στη γλώσσα τους, στη μέση κάποιοι κάνουν επιδέξιες χορευτικές φιγούρες ενός χορού άγνωστου σ’ εμάς και σχεδόν επικίνδυνου, χειροκροτάνε, τσουγκρίζουν τις μπίρες τους. Τα άκρως επικίνδυνα αγόρια που συναντήσαμε νωρίτερα δίνουν τώρα το ρυθμό με αυτοσχέδια κρουστά. Δείχνουν ευτυχισμένοι. Όλοι αυτοί εδώ γιορτάζουν μια μέρα που δεν ανήκει καν στο δικό τους ημερολόγιο, αλλά τη γιορτάζουν με πάθος. Περνάμε ανάμεσά τους – οι δύο και μοναδικοί Έλληνες σε ολόκληρη την πλατεία. Νιώθω σαν να τους τη χαλάμε. Μας περιεργάζονται, αλλά δεν ξέρω με τι διάθεση. Μας φωνάζουν περιπαιχτικά, «Έι μίστερ! Έι μάνταμ!». Γι’ αυτούς είμαστε μάλλον ο μίστερ με το κοστούμι και η μάνταμ με τα ψηλά παπούτσια, που μόλις έφαγαν τα κέρατά τους σε κάποιο ζάπλουτο σπίτι με ζάπλουτους φίλους και Ινδούς σερβιτόρους. Άραγε μας ζηλεύουν; Μας κοροϊδεύουν; Θα ’θελαν να είναι στη θέση μας ή μας οικτίρουν; Τι σκέφτονται; Μου έρχεται ξανά η μελωδία. Τα παιδιά κάτω στον κάμπο κυνηγάνε τους αστούς. Δεν ανήκουμε καθόλου σ’ αυτή την πλατεία, την έχουν καταλάβει και είναι δική τους. Ο μίστερ με το κοστούμι και η μάνταμ που προσπαθεί να περπατήσει πάνω στα αστεία παπούτσια της, σφίγγοντας την τσάντα στο στήθος, είναι εντελώς παράταιροι σ’ αυτό το πάρτι. Δεν ξέρω αν είναι –αλλά σίγουρα νιώθουν– κωμικοί.

Διασχίζουμε γρήγορα την πλατεία και φτάνουμε στην Ερμού. Αναρωτιέμαι αν έχουν κάπου να κοιμηθούν μετά, πώς έφτασαν εδώ, πώς τους φαίνεται η Ευρωπαϊκή μας Ένωση, τηλεφώνησαν άραγε στις γυναίκες τους; Ο αποψινός ουρανός τούς θυμίζει την πατρίδα τους; Σκέφτομαι τα ίδια και για τους ξένους καλεσμένους και για τους Ινδούς σερβιτόρους, αλλά και για τους Έλληνες φίλους μας. Δεν ξέρω ποιος απ’ όλους είναι λιγότερο ευτυχής ή δυστυχής, όπως δεν ξέρω και ποιος απ’ όλους νιώθει περισσότερο ξένος απόψε.

 

Περιμένοντας στη στάση των ταξί, φρενάρουν απότομα μπροστά μας δύο αυτοκίνητα λευκά, χαμηλωμένα, με μπλε φώτα και μπουζουκοτράγουδα στη διαπασών. Από μέσα βγαίνουν δύο παρέες αγοριών γύρω στα 18, Αλβανοί δεύτερης γενιάς πέραν πάσης αμφιβολίας. Ρίχνουν περιφρονητικές ματιές στην παρέα των Πακιστανών δίπλα μας, κωλοπαιδίστικα βλέμματα σ’ εμάς και συγκρατούν βρισιές πίσω απ’ τα δόντια τους. Μου θυμίζουν μαλάκες Έλληνες.

Μέσα στο κεφάλι μου ο Λοπέζ παλεύει με τον Γκάτσο.  I’ d hammer out danger, I’ d hammer out a warning, I’ d hammer out love between my brothers and my sisters / Έλα κόρη της σελήνης, κόρη του αυγερινού, να χαρίσεις στα παιδιά μας λίγα χάδια του ουρανού.

Όποιος νιώθει ο πιο ξένος απ’ όλους μας να σηκώσει το χέρι του.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ