Ταξιδια

Το Λασίθι του Γιώργου Κοκοτόυ

Ένα πρωί καταφθάνει στην Ελούντα ένα πολυπληθές κινηματογραφικό συνεργείο από το Χόλιγουντ. Επικεφαλής ο μέγας και τρανός Walt Disney...

ΤΕΥΧΟΣ 401
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
24248-53737.jpg

Λασίθι: Ο Γιώργος Κοκοτός γράφει για το αγαπημένο του μέρος στην Κρήτη στην Athens Voice

Aρχές της δεκαετίας του ’70, νεαρός μηχανικός τότε, κατεβαίνω στην Κρήτη, στον Άγιο Νικόλαο, προκειμένου να ξεκινήσω την κατασκευή ενός ξενοδοχείου κοντά σ’ ένα άγνωστο τότε ψαροχώρι, την Ελούντα.

Πρώτη μου δουλειά μόλις έφτασα ήταν να ζητήσω να στελεχώσω το συνεργείο των οικοδόμων, τους οποίους είχα φέρει μαζί μου, με ντόπιους εργάτες. Το νέο, όπως ήταν φυσικό, κυκλοφόρησε πολύ γρήγορα στα χειμαζόμενα από ανείπωτη φτώχεια χωριά της περιοχής. Έτσι, από την άλλη κιόλας μέρα, άρχισε μια νέα κάθοδος των μυρίων.

Κατέφθαναν άνδρες κάθε ηλικίας, μερικοί σε βαθιά γηρατειά, φορώντας την κρητική τους στολή: τη βράκα, που μετά βίας έφτανε να καλύψει τα παμπάλαια στιβάνια τους, αφήνοντας έτσι να φανούν τα κάτισχνα πόδια τους. Το ξεθωριασμένο κεντητό γιλέκο και το μαύρο σαρίκι να τους σκεπάζει το μέτωπο, κλείνοντάς τους σχεδόν τα μάτια.

Νέα, αμούστακα παιδιά κι άλλοι μεγαλύτεροι έφταναν με κάθε μέσο. Άλλοι με τα πόδια κι άλλοι, οι πιο «προνομιούχοι», με τα γαϊδουράκια τους. Έρχονταν από παντού. Από το Σχίσμα και την Άνω και Κάτω Ελούντα, από τον Λούμα, τον Σκινιά, τη Φουρνή, τις Πινές, τον Βρουχά. Όλα χωριά της περιοχής, αλλά αρκετά χιλιόμετρα μακριά.

Στην αρχή τα ’χασα. Χρειαζόμουν μόλις μερικές δεκάδες κι εκείνοι ξεπερνούσαν τους διακόσιους. Και σ’ όλων το στόμα να κυριαρχεί μία και μοναδική λέξη: «Ντίσνεϊ». Aπόρησα όταν το άκουσα, μάλιστα προς στιγμή νόμισα πως παράκουσα. Η απορία μου όμως λύθηκε το ίδιο κιόλας βράδυ, όταν ρώτησα σχετικά, κατά την καθιερωμένη μου επίσκεψη στο σπίτι του, τον αξέχαστο φίλο μου Ρούσσο Καπετανάκη. Έναν άνθρωπο που δέκα χρόνια πιο πριν, αρχές του ’60, ως δήμαρχος της πόλης έγινε η αφορμή ώστε ν’ αρχίσει να ξετυλίγεται ο μίτος του τουρισμού της Κρήτης.

O Ρούσσος σιώπησε για λίγο κι ύστερα, πιάνοντας το κουβάρι των αναμνήσεών του, άρχισε να το ξετυλίγει. Δεν τον διέκοψα ούτε μια φορά, συγκλονισμένος, απλώς άκουγα… Για την Ελούντα, τους κατοίκους της και την απέραντη φτώχεια τους. Μια φτώχεια τόσο αβάσταχτη που ωθούσε πολλούς απ’ αυτούς να επιδιώκουν να κολλήσουν λέπρα προκειμένου «να περάσουν απέναντι», στη Σπιναλόγκα, για να εξασφαλίσουν  ένα πιάτο φαΐ κι ένα μικρό επίδομα… Βλέπεις, ο τόπος δεν έβγαζε τίποτα ή σχεδόν…

Ένας γκριζοκόκκινος βράχος, με υπόλευκες «φλέβες» να τον διαπερνά, να καλύπτει σχεδόν τα πάντα. Κι ανάμεσα στους βράχους να φυτρώνουν χαρουπιές και λίγες αναιμικές ελιές. Έτσι, το λίγο λάδι, το χαρούπι και η υπόλευκη «φλέβα», το ακόνι, όπως το έλεγαν –ένα υλικό από το οποίο, λόγω της σκληρότητάς του, φτιάχνονται οι τροχοί λείανσης και κοπής άλλων υλικών– αποτελούσαν τα μοναδικά μέσα για την επιβίωσή τους. Ακόμα τώρα μπορεί κανείς να διακρίνει, σε μερικά απάτητα μέρη, τους ατέλειωτους σωρούς από πέτρες, μάρτυρες αψευδείς του μόχθου των ανθρώπων που ολημερίς έσπαζαν τη σκληρή πέτρα για να πάρουν το ακόνι της.

Η φτώχεια, ως συνέπεια όλων αυτών, αποτελούσε ένα φαινόμενο ενδημικό πια, σε σημείο μάλιστα τέτοιο ώστε να αποκαλούμε από παλιά, συνεχίζει ο Ρούσσος, τους Ελουντιανούς «διακονιάρηδες». Και συνεχίζει τη διήγησή του με μια προσωπική του εμπειρία, σε εκδρομή στην Ελούντα με φίλους… «να βλέπεις τα παιδιά να ορμάνε στις πεταμένες από την παρέα μου μισοφαγωμένες καρπουζόφλουδες…».

Σ’ αυτό λοιπόν το σκηνικό, της φτώχειας και της εξαθλίωσης, καταφθάνει ένα πρωί στην Ελούντα ένα πολυπληθές κινηματογραφικό συνεργείο από το Χόλιγουντ. Επικεφαλής ο μέγας και τρανός Walt Disney και ένα μπουκέτο από διαλεκτούς ηθοποιούς, με κορυφαία τη Hayley Mills. Σκοπός τους να γυρίσουν σε ταινία το μυθιστόρημα της συγγραφέως Mary Stewart. Ήταν η συγγραφέας που λίγα χρόνια πριν, σε μια επίσκεψή της στην Κρήτη, καταστάλαξε στην Ελούντα. Κι εκεί μαγεύτηκε. Σε τέτοιο σημείο, που έμεινε για καιρό κι έγραψε ένα βιβλίο σαν παραμύθι, το «The moonspinners» («Τα φεγγαρογνέματα», στην ελληνική του απόδοση). Ήταν τέτοια η ομορφιά του τόπου, με κείνο το μοναδικό ολόγιομο ελουντιανό φεγγάρι να φωτίζει, με το μυστηριακό του φως, τη λιμνοθάλασσα, που η συγγραφέας όχι απλώς μαγεύτηκε κι εμπνεύστηκε το βιβλίο, αλλά κι όταν ο Disney της ζήτησε να το γυρίσει ταινία αυτή δέχτηκε, υπό έναν και μοναδικό όρο: η ταινία να γυριστεί στην Ελούντα!

Κι έτσι όλα, από τη μια μέρα στην άλλη, άλλαξαν: σπίτια ανακαινίστηκαν, νερό ήρθε, μπάνια και τουαλέτες φτιάχτηκαν, πλατείες και δρόμοι ανακατασκευάστηκαν και το σύνολο των κατοίκων  προσλήφθηκαν, άλλοι ως κομπάρσοι κι άλλοι στις βοηθητικές εργασίες της ταινίας. Το χρήμα –παντελώς άγνωστο είδος έως τότε– άρχισε να ρέει άφθονο…

Eδώ κάπου τελειώνει τη διήγησή του ο Ρούσσος Καπετανάκης, αφήνοντάς με άφωνο και προβληματισμένο από το βαρύ φορτίο που αναλάμβανα, με την ταύτιση που είχε γίνει από τους κατοίκους του χωριού, του ξενοδοχειακού έργου με εκείνο του κινηματογραφικού, ένα φορτίο που άρχιζε κιόλας να βαραίνει τους ώμους μου…


* Ο Γιώργος Κοκοτός έχει γράψει το βιβλίο «Tζια-Θερμιά», που κυκλοφορεί από τις εκδ. GEMA.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ