Εικαστικα

Το φολκλόρ της καταστροφής

Η ελληνική τέχνη και η (εικαστική) παραγωγή της δεν ήταν ποτέ «της μόδας».

79441-177676.JPG
Νάντια Αργυροπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 366
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πάνος Κοκκινιάς, Πρέσπες, 2009
Πάνος Κοκκινιάς, Πρέσπες, 2009

Η ελληνική τέχνη και η (εικαστική) παραγωγή της δεν ήταν ποτέ «της μόδας». Ακόμα και στους χρόνους που η πρωτοπορία, και η αγορά αργότερα, έστρεψαν διαδοχικά την προσοχή τους σε εθνικές σχολές και την παραγωγή της καλλιτεχνικής περιφέρειας, η ελληνική τέχνη δεν μελετήθηκε με τους όρους που μελετήθηκε, π.χ. η κινέζικη, η ινδική, η αραβική, η αφρικανική, η πολωνική ή η κεντροευρωπαϊκή και βαλκανική τέχνη γενικότερα.

Με ένα αρχαίο παρελθόν - φόντο τρομερό σε οτιδήποτε νέο αναδυόταν, με έντονο κατακερματισμό και καλλιτεχνικές ιδιορρυθμίες πολλές, που στα εικαστικά ειδικότερα δεν σχημάτισαν ποτέ ρεύματα τόσο έντονα και διαρκή ώστε να αναγνωριστούν και να μελετηθούν επαρκώς από τη διεθνή κριτική, με χαρακτηριστικά ανεπαρκώς «εξωτικά» και με εξαιρετικές δυσθυμίες (θεσμικού και οργανωτικού τύπου) που εξέθρεψαν περαιτέρω την αμηχανία των παρατηρητών, η ελληνική τέχνη δεν έγινε, ευτυχώς όπως αποκαλύπτουν τα ύστερα, «τρέντι».

Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κάθε παραγωγή της ήταν πάντα λίγο «εκτός συγχρονισμού» σε σχέση με τις διεθνείς τάσεις, πράγμα το οποίο μπέρδευε εξίσου κοινό, αγορές και κριτικούς, με άδικα και συχνά πρόχειρα συμπεράσματα: οι Έλληνες καλιτέχνες μάλλον αντέγραφαν (την ποπ, την άρτε πόβερα, το γκοθ, διαλέξτε), ή στην καλύτερη περίπτωση χρησιμοποιούσαν αναιμικές εκδοχές της εύρωστης εικαστικής εσπεράντο, χωρίς την πολιτική ζέση ή την αισθητική επινοητικότητα της τελευταίας.

Ο 21ος αιώνας ξύπνησε σε ένα υπερυβριδικό τοπίο, σαρωμένο από φοβερές αλλαγές στην επικοινωνία, την πολιτική, την οικονομία, και με τον όρο «εθνική ταυτότητα» να γεννά, για πρώτη ίσως φορά στην νεότερη ιστορία, όχι διανοητικές και κοινωνικοπολιτικές διαμάχες, αλλά κυρίως τεράστια, πρωτόγνωρη, αφόρητη, αμηχανία. Για λόγους που μόνο με όρους κοσμικής ειρωνίας μπορούν να εξηγηθούν, η Ελλάδα μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο αυτής της αμηχανίας. Να έχει γίνει κάτι σαν το κουτί της Πανδώρας και η Πανδώρα μαζί, για το διεθνές θυμικό. Το γεγονός έχει γεννήσει μερικά από τα πιο παράδοξα στιγμιότυπα και έχει αναζωογονήσει μερικά από τα πιο γελοία κλισέ, σε όλα τα επίπεδα. Από τους ξένους δημοσιογραφικούς τίτλους που παραπέμπουν αφελώς στο «ελληνικό δράμα» έως τους εγχώριους που επικαλούνται τη μεγάλη «ανάγκη για ποίηση στον καιρό της κρίσης», και από τα μαζικά δράματα στα μαζικά θεάματα –τον κατεξοχήν χώρο ταλάντωσής μας εσχάτως–, κανένας δεν σκέφτεται απλώς να κάνει ησυχία για λίγο.

Έτσι δεν ξέρει κανείς τι είναι πιο μελαγχολικό: το πρόσφατο, κακογραμμένο άρθρο των «New York Times» (14/10/11, «Greece’s big Debt Drama is a Muse for its Artsts», by Rachel Donadio), όπου η Ελλάδα, «κομμάτι Μιλάνο και κομμάτι Καράτσι» (sic), «ένας παράδοξος συνδυασμός ευρωπαϊκού σοφιστικέ και τριτοκοσμικού χάους» (sic) περιγράφεται ως το πιο «μανικό» και γι’ αυτό ενδιαφέρον κομμάτι της «αργοκίνητης Μεσογείου», ή η κίνηση της Ελληνίδας καλλιτέχνιδος που αναφέρεται στο άρθρο και με σεμνή περηφάνια το προώθησε στα μέιλ που είχε στη λίστα επαφών της;

Τι είναι πιο μελαγχολικό; Το ότι το ελληνικό Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τοποθέτησε με ανεξήγητη έλλειψη κοινού νου, αν όχι επιμελητικής φαντασίας, έργα στον παρόντα δημόσιο χώρο και κατόπιν αναρωτήθηκε με δασκαλίστικη σοβαρότητα γιατί αυτά δεν έτυχαν της κατανόησης και φροντίδας των πολιτών, ή ότι το μουσείο αυτό, που επιθυμήσαμε και υποστηρίξαμε όσο κανένα άλλο στην Ελλάδα, παγιδεύτηκε, αυτοστραγγαλιζόμενο δημιουργικά, στο ιδεολόγημα ενός κτιρίου-θεσμικού καταφυγίου, σε εποχές που η δράση ήταν ήδη στους δρόμους (στους ίδιους δρόμους που ανεπιτυχώς προσπάθησε να στολίσει) και στις συνέργειες, στις διεθνείς συνεργασίες;

Τι είναι πιο μελαγχολικό; Ότι άνθρωποι με δημόσιο λόγο αναφέρονται με μονοδιάστατη οπτική στην τέχνη, ως αυτή να πρέπει να είναι ρεπόρτερ σε διατεταγμένη αποστολή (να καταγγείλει την αστυνομία, να καταγράψει τις απεργίες, να διασύρει το σύστημα, να δικάσει, να πάρει εκδίκηση) ή ότι καλλιτέχνες σοβαροί, οι οποίοι αποκάλυψαν άλλοτε, καίρια, στοχαστικά, τα δεινά και το μεταίχμιο της ελληνικής ταυτότητας και της κρίσης της, παρασύρονται σήμερα σε εικαστικά gags με τσολιάδες και σημαίες τύπου τηλεοπτικής Ελληνοφρένειας;

Τι είναι πιο μελαγχολικό; Ότι έχουμε πια πιο πολλές fast track εικαστικές κολλεκτίβες από ό,τι ιδέες και έργα αληθινά ενδιαφέροντα, ή το ότι θα κάψουμε, μέσα στην αγχωμένη σπουδή μας για σίριαλ εκθέσεων και επαναστατικά πολιτιστικά πρότζεκτ και αρχιτεκτονικοπολιτικοκοινωνικές in situ δράσεις, την παραμικρή ελπίδα να συγκεντρωθούμε πραγματικά σε κάτι, όπως στην παράξενη οικονομία που έχει η έννοια της αποτυχίας ή τα έργα της συνειδητής νηφαλιότητας, όπου «δεν υπάρχει ούτε ίχνος δράματος ή δέους ή διδαχής» (για να χρησιμοποιήσουμε την περιγραφή του Αρανίτση για την Αμοργό).

Τι είναι πιο μελαγχολικό τελικά; Η ίδια η καταστροφή ή το φολκλόρ της και το γεγονός ότι είμαστε πια «τρέντι» εξαιτίας του, και χωρίς να συναισθανόμαστε αυτό τον, ανεπαίσθητο ακόμη, αλλά υπαρκτό κίνδυνο;  Ίσως μέσα σε αυτή τη σύγχυση των πάντων, και στον συχνά ειλικρινή αν και άτσαλο καημό για μια νέα ταυτότητα (που φαίνεται να μας έχει, ξανά, οδηγήσει σε παραλυτική περίσσια δημιουργικότητας), κι αυτήν ακόμη την ιδέα της μελαγχολίας και τη σύνδεση της «αινιγματικής σκέψης» με την τέχνη έχει ενδιαφέρον να την ψάξουμε σε ένα μεταίχμιο, σε έναν της συνοχής και όχι της απλής συνάρθροισης χώρο, και πιο προσεκτικά, αποφεύγοντας να κάνουμε την αγωνία μας καρικατούρα.

Έτσι ίσως οι ξένοι γίνουν αληθινοί συνομιλητές μας, αντί επιπόλαιοι παρατηρητές μας (ενδεχόμενο που ανέδειξε αρνητικά η μάλλον επιφανειακή προσέγγιση της επιμελήτριας Τζέσικα Μόργκαν στο «Last Grand Tour» του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης), ίσως προτιμήσουμε με θάρρος ακόμη και άδεια μουσεία ή θεσμούς που θα ρισκάρουν με άγνωστους ευρέως καλλιτέχνες και επιμελητές και νέες πρακτικές αντί να δείχνουν κακές περιοδεύουσες εκδοχές καλλιτεχνικών έργων που ούτε στην αιχμή ούτε στην ιστορία μπορούν τώρα να καταχωρηθούν (όπως η έκθεση του Ντάμιεν Χίρστ πρώτα στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και μετά στο Μπενάκη), ίσως ακόμη και να συμβάλουμε απρόσμενα, λόγω της ιδιότυπης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας και συγκυρίας, αλλά «με συνειδητή νηφαλιότητα» σε μια τοπική όσο και παγκόσμια, μια επείγουσα πάντως συζήτηση γύρω από τη λειτουργία των συστημάτων που συνοψίστηκε πρόσφατα (από ένα σύγχρονο καλλιτέχνη) ως εξής: «Το να κινηθεί κανείς ενάντια στο ρεύμα είναι ένα πρόβλημα, γιατί (το ρεύμα) κινείται προς κάθε κατεύθυνση. Νευρωτική δημιουργία είναι η ανταμοιβή. Κάτι θα συμβεί». (Liam Gillick, «Contemporary art does not account for that which is taking place», e-flux journal #21, 2010)

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς κάτι που δεν είχε γίνει ακόμη από την υπογράφουσα όταν δόθηκε το κείμενο αυτό, πώς διαχειρίζονται οι δύο ελληνικές Μπιενάλε αυτή τη γεμάτη παράδοξα ιστορική στιγμή καθώς και τη γενικότερη νοσταλγία, αν όχι λαγνεία, του σύγχρονου ως ερείπιο. Σημαντική εδώ (και με την πρόθεση να χωροθετήσει καλύτερα τις επιφυλάξεις - ανησυχίες αυτού του κειμένου), μια επισήμανση του Κώστα Αξελού: «Το αίνιγμα, το άνοιγμα της τέχνης απαιτούν να ξεπεράσουμε το δικό μας κλείσιμο» («Το άνοιγμα στο επερχόμενο και το αίνιγμα της τέχνης», εκδ. Νεφέλη, 2009).

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ