Εικαστικα

Απειθάρχητο

Μικρό σημείωμα στη μνήμη του Βλάση Κανιάρη.

79441-177676.JPG
Νάντια Αργυροπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 337
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
12827-29046.jpg

Στις 3 Μαρτίου, με μια μικρή παράγραφο στην εφημερίδα The New York Times, επιβεβαιώθηκε (ξανά) αυτό το παράδοξο και ειρωνικό συμβάν που είναι η ζωή: Το πρωινό που με λύπη μαθαίναμε για το θανάτο του Βλάση Κανιάρη, η έγκριτη τεχνοκριτικός της μεγάλης εφημερίδας Roberta Smith έκανε ειδική μνεία στο έργο του όπως παρουσιάστηκε στο Armory Show της Νέας Υόρκης, από την γκαλερί The Breeder. Περισσότερο και από την αναφορά στον «Έλληνα καλλιτέχνη της Άρτε Πόβερα... που αξίζει ένα υψηλότερο προφίλ στην Αμερική» (sic), εκείνο που κάνει εντύπωση είναι το επίθετο που χρησιμοποιεί για να περιγράψει το μικρό κολάζ από βουτηγμένο σε μπογιά ρούχο και εφημερίδες του Κανιάρη: “obstreperous”, δηλαδή «απειθάρχητο», «δύστροπο», «ταραχώδες».

Καθώς φτιάχνω αυτό το μικρό σημείωμα στη μνήμη του, βρίσκω τον αιχμηρό αυτό προσδιορισμό ως τον πλέον κατάλληλο για το έργο ενός ανθρώπου που εξέφρασε με τον πιο κομψό και ευγενή τρόπο τη διαρκή και τρομερή αγωνία που συνιστά το πρόβλημα της τέχνης. Στην πιο πρόσφατη συνάντησή μας στο ισόγειο αρχείο-γραφείο του, τέλη Γενάρη, μου έδειξε το έργο με το μικρό μετανάστη-τουρίστα που ετοίμαζε για την γκαλερί Team της Νέας Υόρκης, ήθελε να μάθει τα πάντα για το σχεδιασμό της επικείμενης έκδοσης για το Marathon Marathon project, στο οποίο είχε συμμετάσχει, και ανάμεσα σε όσα κουβεντιάσαμε κατάφερε για άλλη μια φορά να μου μεταδώσει την αίσθηση ενός ανθρώπου με εκρηκτική περιέργεια αλλά και τη θυμοσοφία, την οικονομία των μέσων και των τρόπων που φτιάχνει τις σωστές αποστάσεις από τα πράγματα.

«Μοναχικός» είναι η λέξη που επαναλαμβάνει στις ερωτήσεις για τις σχέσεις του με ομάδες ή μεγάλους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεξέθεσε στο εξωτερικό, στη διάρκεια της μεγάλης συζήτησης που έκανε με τον επιμελητή Hans Ulrich Obrist με την ευκαιρία του Μαραθωνίου. «Αυτό με βασανίζει πολύ» λέει στον Obrist περιγράφοντας το «Αντίδωρο», τον τεμαχισμό και το μοίρασμα του έργου του στην γκαλερί Breeder ένα χρόνο πριν, όχι μια έκθεση αλλά «μια σκέψη πάνω στην ιστορία της τέχνης» με τα λόγια του. «Ήταν ένα είδος performance, ένα happening στο πρότυπο εκείνων των ιστορικών εκθέσεων όπου μοιράσατε στο κοινό γυψωμένα κόκκινα γαρίφαλα ή και αργότερα γαρδένιες;» τον ρωτάει ο ξένος επιμελητής. «Όχι» απαντάει έντονα, «δεν είχε καμιά από τις συμβάσεις της. Τότε τα πράγματα ήταν χειρονομίες απλές. Χειρονομίες απέναντι στην ανάγκη ή στο πολιτικό μπλα-μπλα. Το 1957, όμως, έφτιαξα μονοτυπίες και τις έκοβα και τις έστελνα σαν card postales. Πριν το “Αντίδωρο”, τώρα που το σκέφτομαι, έκανα κάτι ανάλογο... Αυτό με ενδιαφέρει πολύ. Το έργο μοιράστηκε σε όλη την πόλη, σε κομμάτια χωρίς υπογραφή. Και κάθε κομμάτι ήταν η Τέχνη. Παντού. Φτάνουμε έτσι κοντά στην πλευρά της τέχνης, όχι στην πλευρά της παραγωγής της τέχνης. Και αυτό ήταν ένα βήμα τόσο σημαντικό, που μετά μπλόκαρα. Σκέφτομαι. Το να κάνεις ζωγραφική είναι απλό. Η πιθανότητα του να εξηγήσεις ένα καθαρό κύκλο με ενδιαφέρει. Η πιθανότητα. Το ενδεχόμενο».

Ο Obrist ξεφυλλίζει μαζί του όλη τη δουλειά του, επιμένει ακόμη και στο άγνωστο στο ευρύ κοινό φιλμ που έχει κάνει ο Κανιάρης στο Βερολίνο και στις αναφορές στο Θέατρο του Παραλόγου, επισημαίνει τις σχέσεις του έργου του Κανιάρη με αυτό του Αμερικανού πρωτοπόρου των “Environments” και “Happenings” Allan Kaprow, αλλά και του νεότερου Martin Kippenberger, μαθαίνει για τη φιλία του Έλληνα καλλιτέχνη με τον πολυμήχανο, αυτοδίδακτο και πασίγνωστο δημιουργό των asseblages Ed Kienholz και το γλύπτη των μηχανών JeanTinguely, τη διαφοροποίηση του Κανιάρη από τους Nouveaux Realistes του Γάλλου κριτικού Pierre Restany εξαιτίας «του κοινωνιολογικού και πολιτικού δεδομένου» από το οποίο εκκινούσε ο Κανιάρης και το οποίο θεωρούσε απαραίτητο, σημαντικό περισσότερο από τη «Νέα Φύση» που απασχολούσε την καλλιτεχνική ομάδα. Ίσως αυτό που προκύπτει πιο καθαρά μέσα σε αυτή την πλούσια σε πληροφορίες και αναφορές κουβέντα, είναι η απόφαση ζωής του Κανιάρη να μην κολακέψει και να μην εντυπωσιάσει κανένα. Ούτε πολιτικούς, ούτε κυρίως το «λαό», ούτε ειδικούς, ούτε αμύητους. Γι’ αυτό και μοναχικός, «ελεύθερος να μην κάνω τίποτα ή ό,τι ήθελα» όπως λέει. «Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η τέχνη. Ο κορμός του δένδρου, δηλαδή. Όλα τα άλλα, οι διαφορετικοί -ισμοί και τα διαφορετικά μέσα είναι τα φυλλώματα. Όλα αποδεκτά και σεβαστά, αλλά προτιμώ το δέντρο, το προϊόν του που είναι ένα πράγμα κοινό. Για όλους και όχι μόνο για τον καλλιτέχνη. Δεν νομίζω ότι οι καλλιτέχνες είναι κάτι εξαιρετικό, άλλωστε. Είναι κι αυτοί πολίτες. Έτσι, είμαι πολύ αισιόδοξος με όλο αυτόν τον πειραματισμό που κάνουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι. Ελπίζω ότι έτσι δεν θα έχουμε ανάγκη την τέχνη. Παράδοξο, ίσως. Αλλά το ότι υπάρχουν κάποιοι πιο προικισμένοι δεν μου λέει τίποτα... Υπάρχει μια πολιτική, και όχι κομματική, πλευρά της καθημερινής ζωής που έχει σημασία. Η τέχνη πρέπει να είναι χρηστική και χρήσιμη. Με βασανίζει το πώς θα μας υπηρετεί και δεν θα την ατενίζουμε απλά... Γι’ αυτό τα ανδρείκελά μου δεν έχουν κεφάλι, χέρια. Έχουν την κοινή μοίρα των χιλιάδων κινήσεων. Η πραγματικότητα είναι το κοινό υλικό τους, όπου και όπως και να γεννήθηκαν».

«Έχετε πει ότι το έργο σας δεν είναι πολιτικό. Ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί τέτοιο μόνο ως ανθρωπιστικό-πολιτικό. Χρειαζόμαστε ένα νέο ανθρωπισμό; Δώστε μου έναν ορισμό, μια φράση που να συνοψίζει το μέλλον» του λέει ο Obrist, «Πράγματι, συγκρούστηκα με τα αριστερά κρουπούσκουλα στο Βερολίνο γιατί δεν έκανα μανιφέστο τη δουλειά μου... Δεν με ενδιαφέρει παρά η κοινωνική πλευρά του πολιτικού, όχι το γενικά επαναστατικό ή ο επικαιρικός σχολιασμός... Όσο για το μέλλον, θα είναι σε σχέση με αυτό που έχουμε ανάγκη από αυτό, με αυτό που περιμένουμε και φτιάχνουμε γι’ αυτό. Το μέλλον δεν φτιάχνεται μόνο του και έτσι είναι σε άμεση σχέση με αυτό που κάνουμε με αυτό» απαντά.

Νομίζω ότι αυτή είναι μια αντίληψη ευθύνης που μπορούσε να δώσει μόνο κάποιος που έφτιαξε έργα - αρχετυπικές εικόνες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα κριτίκαρε λόγω και έργω τον ανέξοδο ελληνικό «συναισθηματισμό», «βάρβαρο και αφελή μαζί, προορισμένο να ζήσει μια δική του μικρή εκδοχή της ιστορίας».

Και είναι και η έντιμη στάση κάποιου που χειρίστηκε, με το μεγάλο κουράγιο που είναι αναγκαίο, την απόφασή του να είναι «σύγχρονος», να μη συμπίπτει δηλαδή ποτέ, απόλυτα, με την εποχή του.   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ