Μουσικη

Νύχτα στου Mαζωνάκη

Mετά από 3 ποτά, 5 τσιγάρα και 10 τραγούδια 

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 325
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Γιώργος Μαζωνάκης
Γιώργος Μαζωνάκης

Η ώρα είναι 1 το βράδυ κι εγώ μαζί με το φίλο μου, τον τραγουδιστή Βαγγέλη Αλκίμα, κάθομαι σε ένα από τα τραπέζια του «Βοτανικού», που είναι ήδη γεμάτος από κόσμο.Στην πίστα ο Πάνος Μπέκος, ο Νικηφόρος, η Άννα Τζαφέρη και η Μαρία Μακρή έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στους Vegas. Όμως, ο λόγος που έχουμε έρθει εδώ είναι ο Γιώργος Μαζωνάκης. Λαϊκό παιδί, δυτικά προάστια, βραχνή φωνή, «αυθεντικός», νύχτα. Του τα έχουν αναγνωρίσει όλα, όλοι. 

Οι περισσότεροι θαμώνες είναι νέα παιδιά, έχουν έρθει παρέες-παρέες, μοιράζονται ένα μπουκάλι ουίσκι στα 4 ή στα 6 και προς το παρόν διασκεδάζουν σεμνά και ταπεινά περιμένοντας να εμφανιστεί το είδωλό τους. 

Οι Vegas τελειώνουν το πρόγραμμά τους, τα φώτα σβήνουν, τα μηνύματα από τα κινητά παίρνουν φωτιά: «Πού είσαι; Σε λίγο βγαίνει ο Μαζωνάκης!», οι λουλουδάδες (οι περισσότεροι από αυτούς που πουλάνε λουλούδια είναι αγόρια) πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα τραπέζια, πυκνός καπνός γεμίζει την αίθουσα, οι προβολείς στο φουλ, η ορχήστρα τα δίνει όλα, εμφανίζεται ο Μαζωνάκης. Το κοινό πετάγεται όρθιο και τον αποθεώνει. Τραγουδάει το «Παιδί της νύχτας», τραγούδι που έγραψε ο υπογράφων και το μελοποίησε ο Τάκης Μπουγάς και διακρίνω το ίδιο πικρό χαμόγελο και την ίδια αίσθηση της μοναξιάς: «Εγώ κι οι δίσκοι μου και το ουίσκι μου, που μέσα θέλω να πνιγώ. Εγώ κι ο σκύλος μου, ο μόνος φίλος μου, που όλα του τα εξηγώ. Παιδί της νύχτας είμαι εγώ, δίχως αγάπη είμαι εγώ και σαν αλήτης τριγυρνάω…».

Τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, παλιά και καινούργια από το δίσκο του «Τα ίσια ανάποδα», οι φιάλες ανοίγουν, τα ποτά βάζουν φωτιά στο αίμα, η επιθυμία χτυπάει κόκκινο, καύτρες από τσιγάρα λάμπουν στο σκοτάδι, τα σώματα χαϊδεύονται, αγκαλιάζονται, χορεύουν, τα χείλη τραγουδάνε, τα μάτια κλείνουν, τα χέρια απλώνονται γεμάτα προσμονή. Είχα καιρό να πάω «στα μπουζούκια» και είχα ξεχάσει αυτό το σύννεφο ερωτισμού και αισθησιασμού που σε τυλίγει μετά από 3 ποτά, 5 τσιγάρα και 10 τραγούδια. Ο Μαζωνάκης συνεχίζει να βάζει φωτιές, περιφέρεται στην κυκλική πίστα, άλλοτε τραγουδάει όλο το τραγούδι, άλλοτε μας αφήνει εμάς να το τελειώσουμε, λέει για τα λάθη του, τα πάθη του, το διχασμένο του εαυτό και τον πιστεύουμε, ταυτιζόμαστε μαζί του γιατί είναι αυθεντικός και αληθινός. 

Το πρώτο μέρος από το πρόγραμμά του τελειώνει, ο Γιώργος φεύγει, η Πάολα έρχεται, και με το τσιγγάνικο ταμπεραμέντο της και το αμφίφυλο look της κρατάει τη θερμοκρασία της πίστας ανεβασμένη. 

Είμαι στο καμαρίνι του. Με κοιτάζει με το παιχνιδιάρικο βλέμμα του παιδιού που έχει κάνει κάποια σκανταλιά: «Πώς σου φάνηκε, Παύρη μου;». «Εσύ είσαι καταπληκτικός. Δεν μου αρέσει το μουστάκι και το φουστάκι» (ο Γιώργος έχει αφήσει ένα μουστάκι που δεν του πάει καθόλου και εμφανίζεται με κάτι σαν φούστα, σαν ζιπ-κιλότ, χάλια). «Δεν βαριέσαι, Παύρη μου. Κανείς από αυτούς εκεί έξω δεν έχει έρθει ούτε για το μουστάκι ούτε για το φουστάκι. Έχουν έρθει όλοι για τον Μαζωνάκη» μου λέει με ένα πονηρό χαμόγελο και έχει δίκιο. «Μα δεν μου λες σε παρακαλώ, το πρόγραμμα το έστησε ο…» και πριν προλάβω να πω το όνομα μπαίνει στο καμαρίνι ο Κωνσταντίνος Ρήγος. «Ναι, εγώ το έστησα» μου λέει «και έχω κάνει και το σκηνικό. Σου άρεσε;». «Πολύ ωραίο, αλλά έχω μια απορία: πότε προλαβαίνεις και τα κάνεις όλα αυτά;». «Δεν μπορώ να κάτσω ήσυχος ούτε στιγμή. Τρελαίνομαι!» μου απαντάει και φεύγει φουριόζος.

Πίνουμε ένα ουίσκι στα γρήγορα, με ρωτάει για κοινούς γνωστούς και φίλους, το καμαρίνι γεμίζει σιγά-σιγά, είναι εδώ ο παραγωγός Δημήτρης Χατζόπουλος, ο στιλίστας Μιχάλης Πάντος, ο Χάρης, πιστός φίλος του Γιώργου, ο ράπερ-χορευτής Κωνσταντίνος, θαυμαστές, σεκιουριτάδες, γκαρσόνια, ένας ολόκληρος κόσμος που τον περιβάλλει. «Ο Παυριανός έχει γράψει το “Παιδί της νύχτας” και το “Αλλάξανε τα πλάνα μου, κοιμήθηκα στη μάνα μου”» λέει και σφίγγει τη ζώνη της υπέροχης κινέζικης ρόμπας του. Του υπενθυμίζω πως εδώ και χρόνια υπάρχει το τραγούδι που έχουμε γράψει με τον Στάμο Σέμση, λέγεται «Γλυκιά παραίσθηση» και μόνο αυτός μπορεί να το πει. «Κάποια στιγμή θα το κάνουμε» λέει και χασμουριέται. 

«Αισθάνομαι ματιασμένος. Κάποιος με μάτιασε» και αμέσως τρέχουν όλοι να τον ξεματιάσουν. «Άντε, άσ’ τον να ξεκουραστεί, σε λίγο βγαίνει» μου λέει η Βάσω, η αδελφή του, φύλακας-άγγελος εδώ και χρόνια. 

Γυρίζω στο τραπέζι –ή μάλλον το τραπέζι αρχίζει να γυρίζει γύρω από εμένα– ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός έχει κάνει το καθήκον του, ο Μαζωνάκης από την πίστα κάνει και αυτός το δικό του, από εδώ και πέρα το ρεπορτάζ σταματάει και αρχίζει μια ανεξέλεγκτη κατάσταση γνωστή ως «λιώμα», «λιάδα», «αλοιφή», «ρούχλα», «μόλα», όπως θέλετε πείτε την. Η ώρα έχει πάει 5 το πρωί, ο Μαζωνάκης συνεχίζει ακάθεκτος, το κοινό εκστασιασμένο τον ακολουθεί, «βασανιστείτε!» τους προτρέπει χαμογελώντας, «λιποθυμάω!» λέω του Βαγγέλη, ακουμπάω στη στιβαρή του πλάτη και κατευθυνόμαστε προς την έξοδο. «Δεν ζω χωρίς Μαζώ» γράφει το μπλουζάκι ενός φανατικού θαυμαστή. Βγαίνουμε από τον «Βοτανικό», γονατίζω μπροστά στον κουλουρτζή και αρχίζω να μασουλάω τα κουλούρια ένα-ένα… ●

Φωτό: Κωνσταντίνος Ρήγος

*Γράφει ο Γιώργος Παυριανός, Στιχουργός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ