Health & Fitness

Σε ισορροπία

Με αίσθηση της στιγμής

aggeliki-kosmopoulou_1.jpg
Αγγελική Κοσμοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
349142-724482.jpg

Παραδοσιακά, τη Μεγάλη Παρασκευή τρέχαμε χαλαρά το σούρουπο στον χωμάτινο δρόμο που χώριζε τα χωράφια της περιοχής, ανάμεσα σε συστήματα ποτίσματος, αφημένα αγροτικά μηχανήματα και ζώα που τελείωναν τη μέρα στη βοσκή. Επιστρέφαμε, ετοιμαζόμασταν στα γρήγορα και φτάναμε στην εκκλησία ίσα να ακούσουμε λίγα εγκώμια και να ακολουθήσουμε τον Επιτάφιο στη διαδρομή του πάνω απ’τα μνήματα. Το Μεγάλο Σάββατο αργά κατεβαίναμε με το αυτοκίνητο κοντά στο φράγμα του Αλφειού. Μετρούσαμε την απόσταση, την σημαδεύαμε στο έδαφος ή βάζοντας ένα δεντράκι για οδηγό, και κάναμε ταχύτητες, καθένας στον ρυθμό του. Οκτακοσάρια, συνήθως, από ένα παλιό πρόγραμμα του Burt Yasso, που στο περιοδικό είχε φθαρεί απ΄τη χρήση. Συναντιόμασταν σε κάποιο σημείο, δίναμε σήμα με ένα take five και συνεχίζαμε, στο σκοτάδι σχεδόν, με το φεγγάρι και τα φώτα απ΄τα μακρινά χωριά. Στην απόλυτη ησυχία. Επιστρέφαμε κι ετοιμαζόμασταν στο τσακ για την Ανάσταση, τελευταίοι, με το σώμα φρέσκο και παλλόμενο απ’την άσκηση μα ούτε βουτιά στην κατάνυξη. Και το πρωί του Πάσχα είχε πάντα εικοσάρι από την Ολυμπία προς τα ορεινά -και πίσω. Φεύγαμε χαλαρά, κατά τις δέκα, διασχίζαμε τα χωριά στη διαδρομή, ανηφορίζαμε στο βουνό εκεί που η κατοίκηση αραίωνε κι όταν φτάναμε το μαγικό δέκα, παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής. Στην κάθοδο, οι μυρωδιές απ΄τις σούβλες είχαν φουντώσει, τα τραγούδια παιάνιζαν γιορταστικά κι εμείς αφηνόμασταν με ευχαρίστηση στο «γεια σας παιδιά!». Σταματούσαμε για έναν μεζέ κι ένα ποτήρι κρασί, λέγαμε ευχές κι έπειτα σταματούσαμε ξανά στον επόμενο φίλο, στη επόμενη αυλή, μέχρι να φτάσουμε, κουρασμένοι, ζαλισμένοι μα ευτυχείς στο μεγάλο οικογενειακό τραπέζι. Όλα τα γιορτάζαμε τρέχοντας. Όλα τα ζούσαμε τρέχοντας.

Πριν μια εβδομάδα, δέχτηκα μια ασυνήθιστη πρόσκληση από τον Κωστή, ώρα επτά, στο γραφείο. «Έχεις εκεί ρούχα και παπούτσια;», ρώτησε σχεδόν συνωμοτικά. «Έχω», απάντησα. Γιατί πάντα έχω ένα ζευγάρι παπούτσια και μια φορεσιά τρεξίματος κοντά, να βρίσκεται. «Θα περάσω να σε πάρω για να τρέξουμε στον Κήπο», απάντησε και μου έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβω να αντιδράσω.

Βγήκαμε από τον πεζόδρομο της Ζαλοκώστα στο πεζοδρόμιο της Βουλής και τρέξαμε στο Ζάππειο και στον Κήπο, ανάμεσα σε μυρωδιές και κόσμο που βολτάριζε. Είχαμε βρεθεί εκεί, μαζί, εκατοντάδες φορές, κάθε ώρα της μέρας, κάθε εποχή. Και είχε περάσει πολύς καιρός να ξανατρέξουμε μαζί. Σχεδόν δεκαετία.

«Ωραία είναι», μουρμούρισε κάποια στιγμή, «να το ξανακάνουμε». «Εσύ μ’ άφησες να τρέχω μόνη», είπα κι εγώ με κάποιο παράπονο. «Βαρέθηκα», συνέχισε. «Θυμάσαι τότε, στη Σχοινούσα, που τρέχαμε και όλοι έπιναν τα ποτά τους; Τότε αποφάσισα πως δεν ήθελα άλλο».

Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα, σχεδόν φωτογραφικά. Απόγευμα, Ιούλιος, διακοπές. Σουρούπωνε, ο κόσμος ηλιοκαμένος απ΄τη μέρα και τη θάλασσα, χαλαρωμένος από τις διακοπές, απλωνόταν σε καρέκλες και σαιζ-λονγκ και έπινε δροσερά ποτά. Κι εμείς, με τα αθλητικά και τα χρονόμετρα στο χέρι, ανεβαίναμε την κολασμένη ανηφόρα από το λιμάνι στη Χώρα σε hill repeats. Πάνω και κάτω και πάνω ξανά. Κι όταν έφτασε η ώρα να βγούμε για ένα βραδινό ποτό «σαν άνθρωποι», ήμασταν τόσο αποκαμωμένοι που δεν μπορούσαμε να το χαρούμε.

Δεν ήταν εκείνη η τελευταία του μέρα στο δρόμο. Ακολούθησαν αρκετές, ένα-δυο χρόνια μετά. Μα ήταν, με κάποιον τρόπο, μια εμβληματική στιγμή, μια στιγμή που και οι δυο καταλάβαμε τι κερδίζαμε και τι χάναμε. Όχι από το τρέξιμο, μα από το απόλυτο της διάθεσής μας.

Fast forward στο σήμερα. Τα έχω ζήσει όλα. Τη διερευνητική, χαλαρή σχέση της αρχής, μέχρι να «κολλήσω» με το τρέξιμο. Τα χρόνια των πρώτων αγώνων, όταν όλα βελτιώνονταν μέρα τη μέρα. Τα χρόνια της εμμονικής διακονίας, όταν αυτό ήταν το κυρίαρχο, αυτός ο πρώτος ρόλος, όταν ήταν το τρέξιμο που όριζε τις μέρες, τις εβδομάδες, τις μετακινήσεις, τις διακοπές, τη διατροφή, τις παρέες. Την σταδιακή πτώση όταν άλλαξε η ζωή επειδή άλλαξαν οι συντεταγμένες της παρέας – κάποιος προστέθηκε και κάποιος έφυγε. Την ενοχικά χαλαρή σχέση του τελευταίου χρόνου, όταν οι απαιτήσεις της νέας δουλειάς και, κυρίως, η ανάγκη να εφεύρω εκ νέου τον εαυτό μου έκαναν να αραιώσουν πολύ οι δρομικές έξοδοι. Και η επαναφορά στην αρχή ενός άλλου κύκλου, τώρα, που λαχταρώ ξανά τον δρόμο και που τίποτα δεν είναι υποχρέωση. Που ξέρω πως μπορώ χωρίς το τρέξιμο, μα προτιμώ μαζί του. Που έχω κώδικες δρομέα για τη ζωή μα και ένα ολόκληρο σετ από άλλους. Που διαμορφώνω τη ζωή με το τρέξιμο παρόν και σε περίοπτη θέση, μα όχι κυρίαρχο, σε βάρος της ζωής.

Πήρε χρόνια, μα ισορροπώ. Έτσι, λέω αύριο, τώρα που έκλεισαν τα σχολεία για διακοπές, να βγω νωρίς νωρίς στο λόφο να εκμεταλλευτώ τον ύπνο του μικρού. Τη Μεγάλη Παρασκευή να τρέξω νωρίς στις ανηφόρες της έρημης πόλης για να αφήσω το σούρουπο για τους Αγίους Ισιδώρους και τη μοναδική τους θέα. Και την Κυριακή, με καλό, να «χτυπήσω» ένα πιο γρήγορο δεκάρι πριν χαρούμε τη μέρα με φίλους, όπως η μέρα απαιτεί. Σε ισορροπία και πληρότητα, με αίσθηση της στιγμής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ