Επικαιροτητα

54 χρόνια από τη δολοφονική επίθεση των φασιστών Γκοτζαμάνη κι Εμμανουηλίδη στον Γρηγόρη Λαμπράκη

Το παρακράτος, οι ανακρίσεις και η «πτώση» του Καραμανλή

62224-137655.jpg
Newsroom
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
355427-736638.jpg

54 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη δολοφονική επίθεση εναντίον του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη από παρακρατικούς, η οποία οδήγησε στον θάνατό του 4 ημέρες αργότερα.

Συγκεκριμένα, λίγο μετά τις 8 το βράδυ της 22ας Μαΐου του 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε από το ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ της Θεσσαλονίκης, όπου είχε αφιχθεί τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες, για να μεταβεί σε εκδήλωση που διοργάνωσε η «Επιτροπή δια την διαθνή ύφεσιν και ειρήνην», στην οποία ήταν ομιλητής. Η κατάσταση ήταν τεταμένη. Από τις 6 το απόγευμα πολλές δεκάδες άτομα ακραίων δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων είχαν αρχίσει να συγκροτούν αντισυγκέντρωση στα πεζοδρόμια των οδών Σπανδωτή, Ερμού και Βενιζέλου, κοντά στο κτίριο όπου επρόκειτο να γίνει η συγκέντρωση. Είχαν προηγηθεί διαβήματα στελεχών της ΕΔΑ τόσο προληπτικά στον εισαγγελέα Πρωτοδικών κ. Αργυρόπουλο, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την αστυνομία, όσο και στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα, μετά τη συνάθροιση των «αντιφρονούντων».

Στον τόπο της συγκέντρωσης βρίσκονταν ήδη 180 χωροφύλακες εν στολή, καθώς και ο επιθεωρητής Χωροφυλακής Βόρειας Ελλάδας υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου και ο διευθυντής των αστυνομικών δυνάμεων της πόλης, συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής. Κανείς τους όμως δεν έδωσε διαταγή να διαλυθεί η αντισυγκέντρωση. Έτσι ο Γρηγόρης Λαμπράκης προπηλακίστηκε καθώς πήγαινε στο κτίριο όπου βρίσκονταν τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, απ' όπου και εκφώνησε μετά από λίγο το λόγο του, κάτω από τις έξαλλες κραυγές του πλήθους των «αγανακτισμένων πολιτών», ενώ έπεφταν βροχή οι πέτρες εναντίον του.

Μέσα σ' αυτή την έκρυθμη κατάσταση, αφού ολοκλήρωσε όπως-όπως την ομιλία του για την ειρήνη, ο βουλευτής της ΕΔΑ φώναξε από το μικρόφωνο: «Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατέψουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου».

Στο μεταξύ, ο βουλευτής Καβάλας της ΕΔΑ Γιώργος Τσαρουχάς, που ήταν περαστικός από τη Θεσσαλονίκη, έσπευσε κι αυτός για τη συγκέντρωση, αλλά μόλις πλησίασε δέχθηκε άγρια επίθεση από τους «αντιφρονούντες», τραυματίστηκε κι ενώ τον μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, δέχθηκε ξανά επίθεση των παρακρατικών στοιχείων που τον κατέβασαν κάτω κι άρχισαν να τον χτυπούν και να τον κλωτσούν μανιωδώς. Πολίτες τον μετέφεραν αιμόφυρτο, στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών.

Η στιγμή της δολοφονίας και η τυχαία σύλληψη των δραστών

Ο Λαμπράκης, που δεν είχε μάθει τίποτα για την περιπέτεια του Τσαρουχά, ετοιμαζόταν να φύγει. Παρουσιάστηκε ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η περιοχή είχε εκκαθαριστεί από τους συγκεντρωμένους. Βγαίνοντας ο Λαμπράκης συνάντησε τον συνταγματάρχη Καμουτσή, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ασυδοσία των παρακρατικών. Βλέποντας να εκκαθαρίζεται ο χώρος μπροστά στο κτίριο, ο Λαμπράκης μαζί με αρκετά άτομα ξεκίνησαν να περάσουν απέναντι στο ξενοδοχείο. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ακούστηκε ο θόρυβος από μία τρίκυκλη μοτοσυκλέτα, που όρμησε με ξέφρενη ταχύτητα και έπεσε πάνω στην ομάδα του βουλευτή και των φίλων του, ενώ κάποιος που ήταν ανεβασμένος στην καρότσα, χτύπησε με ένα λοστό τον Λαμπράκη στο κεφάλι. Ο βουλευτής σωριάστηκε αιμόφυρτος στο έδαφος. Οδηγός του τρίκυκλου ήταν ο Σπύρος Γκοτζαμάνης, μεταφορέας, γνωστός στον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Ένας από τους εθελοντές συνοδούς του Λαμπράκη, ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, πήδηξε μέσα στην καρότσα του τρίκυκλου και άρχισε να συμπλέκεται με το άτομο που κρατούσε τον λοστό. Αργότερα έγινε γνωστό ότι επρόκειτο για τον Μανώλη Εμμανουηλίδη, καταδικασμένο για βιασμό, παιδεραστία, κλοπή κ.α. Ακολούθησε άγρια πάλη. Το τρίκυκλο σταμάτησε, ο Γκοτζαμάνης κατέβηκε και ένα γκλομπ χτύπησε τον Χατζηαποστόλου, έως ότου εμφανίστηκε ένας απλός τροχονόμος, ο οποίος μη γνωρίζοντας όσα είχαν προηγηθεί, συνέλαβε τον Γκοτζαμάνη κατόπιν υποδείξεων των περαστικών.

Στο μεταξύ ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου διαπιστώθηκε ότι ήταν θανάσιμα τραυματισμένος. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη νύχτα της Αθήνας. Η κυβέρνηση διέθεσε ειδικό αεροσκάφος για να μεταφέρει στη συμπρωτεύουσα τον ειδικό νευροχειρουργό Δώρο Οικονόμου, για να χειρουργήσει τον βουλευτή της ΕΔΑ που χαροπάλευε. Η γνωμάτευσή του όμως ήταν παρόμοια με εκείνη του καθηγητή Νικόλαου Καβαζαράκη, του νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα σωτηρίας. Τέσσερις μέρες μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, στη 1:22 μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Μαΐου, ο Λαμπράκης άφησε την τελευταία του πνοή.

Σύμφωνα με τη μετέπειτα καταγγελία του Θ. Γρέβια, φοιτητή τότε και υποστηρικτή του Γ. Λαμπράκη, αφότου ο Λαμπράκης μεταφέρθηκε στο ΑΧΕΠΑ, αφέθηκε να πεθάνει. Μιλώντας στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ο Γρέβιας δηλώνει χαρακτηριστικά: «Τον άφησαν βαριά τραυματισμένο, χωρίς ορό στο νεκροθάλαμο του νοσοκομείου. Το σχέδιό τους πέτυχε».

Ο Θ. Γρέβιας περιέγραψε τις στιγμές που ακολούθησαν όταν ο Γρηγόρης Λαμπράκης μεταφέρθηκε σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο: «Τα μεσάνυχτα βρισκόμασταν έξω από την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου, όταν εξήλθε ένας γιατρός. Απευθύνθηκε σε μας, ρωτώντας αν ήμασταν εκεί για τον Λαμπράκη. Του απαντήσαμε “ναι”. Είπε ότι χρειαζόταν ένας από μας, γιατί δεν επαρκούσε το νοσηλευτικό προσωπικό. Πήγα εγώ. Κατέβηκα με τον γιατρό στο πρώτο υπόγειο. Από ένα μακρόστενο διάδρομο μπήκαμε σε ένα κλειστό θάλαμο. Στην είσοδο βλέπω τη γραμματέα της οργάνωσής μας Καίτη Τσαρουχά, να κρατάει στα χέρια της τον βαρύτατα τραυματισμένο πατέρα της, Γιώργη Τσαρουχά (χτυπήθηκε το ίδιο βράδυ), βουλευτή Καβάλας της ΕΔΑ. Στο βάθος δεξιά ξαπλωμένο ανάσκελα, το σώμα του Γρηγόρη Λαμπράκη».

Ο Θ. Γρέβιας σημειώνει ότι ο Λαμπράκης ήταν ζωντανός, αλλά σε κωματώδη κατάσταση. «Ο γιατρός μου ζήτησε να καθίσω σε μια καρέκλα, πίσω από το κεφάλι του, να τοποθετήσω τα χέρια μου στην κάτω σιαγόνα και να κρατώ συνεχώς το κεφάλι του προς τα πίσω και έφυγε. Του είχαν κάνει τραχειοστομία. Δεν ήταν διασωληνωμένος, δεν είχε ορό. Κατά διαστήματα το στήθος του τρανταζόταν από ακανόνιστες εισπνοές και εκπνοές», συνεχίζει ο Γρέβιας.

Ερωτηθείς για τον θάλαμο και το αν υπήρχε άλλος ασθενής εκεί, ο Γρέβιας απάντησε: «Ο χώρος όπου βρισκόμασταν δεν ήταν θάλαμος νοσηλείας. Ούτε τα κρεβάτια ήταν κρεβάτια νοσηλείας. Το κρεβάτι στο οποίο ήταν ο Λαμπράκης, αποτελούνταν από τρεις ξύλινες σανίδες πάνω σε δύο μεταλλικά “Π”, πιθανότατα νεκροκρέβατο. Μάλλον ήταν ο νεκροθάλαμος του νοσοκομείου».

Ανακρίσεις – Πώς ο Σαρτζετάκης «ξεσκέπασε» το παρακράτος

Το χτύπημα κατά του Λαμπράκη προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης και το σύνολο του κεντρώου και αριστερού Τύπου να κάνουν λόγο από την πρώτη στιγμή για οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας. Η επίσημη αστυνομική εκδοχή αντίθετα, ήταν ότι επρόκειτο για τροχαίο ατύχημα και αυτήν υιοθέτησε αρχικά και η κυβέρνηση της χώρας.

Η σορός του Λαμπράκη μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο ναό του Αγίου Ελευθερίου και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η νεκρώσιμη ακολουθία έλαβε χώρα στη Μητρόπολη, στις 4 το απόγευμα της 28ης Μαΐου. Την κηδεία παρακολούθησαν όλοι οι αρχηγοί και οι βουλευτές των κομμάτων της αντιπολίτευσης και δεκάδες χιλιάδες λαού.

Ήδη, στη Θεσσαλονίκη είχαν ξεκινήσει οι ανακρίσεις για το «ατύχημα», από τον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη και τους εισαγγελείς Δημήτριο Παπαντωνίου και Νίκο Αθανασόπουλο, υπό τη γενική εποπτεία του εισαγγελέα εφετών Παύλου Δελαπόρτα. Αργότερα, ο Παπαντωνίου αντικαταστάθηκε από τον εισαγγελέα Στυλιανό Μπούτη. Αν και η ηγεσία της Xωροφυλακής Θεσσαλονίκης έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκρύψει κρίσιμα στοιχεία και να εκφοβίσει τους μάρτυρες, η ανακριτική ομάδα (παρά τις απροκάλυπτες παρεμβάσεις και πιέσεις που δέχτηκε από τον τότε εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετέπειτα -το 1967- πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια) κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει ότι επρόκειτο για προμελετημένο έγκλημα και να αποκαλύψει τους ηθικούς αυτουργούς του. Έτσι, τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη ακολούθησαν τρανταχτά ονόματα.

Τον Ιούλιο του 1963 ο ανακριτής Χρήστος Σαρτζετάκης απήγγειλε κατηγορίες για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γρηγόρη Λαμπράκη εναντίον του υπομοίραρχου Εμμανουήλ Καπελώνη, διοικητή του αστυνομικού τμήματος Τριανδρίας, και του Ξενοφώντα Γιοσμά (που, λόγω της δράσης του στην Κατοχή, είχε καταδικαστεί ως δοσίλογος και, ακριβώς για τον λόγο αυτό, αποκαλούνταν συχνά κοροϊδευτικά Φον Γιοσμάς). Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέως κρίθηκαν προφυλακιστέοι ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος, οι συνταγματάρχες Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής αστυνομίας, και Μιχαήλ Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Τρύφων Παπατριανταφύλλου.

Στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης έμεινε ο υπομοίραρχος της Ασφάλειας Δημήτριος Κατσούλης, του τμήματος «Δίωξης Κομμουνιστών». Όπως ισχυρίστηκε ο υπομοίραρχος Εμμανουήλ Καπελώνης, ο Κατσούλης της Ασφαλείας Θεσσαλονίκης ειδοποίησε όλα τα παραρτήματα να στείλουν τους άνδρες τους στον τόπο της συγκέντρωσης και να πάρουν μαζί τους «εθνικόφρονες πολίτες» για ν' αποδοκιμάσουν τους οπαδούς της ειρήνης. Επειδή όμως στο μεταξύ άλλαξε ο τόπος της συγκέντρωσης όπου θα μιλούσε ο βουλευτής, οι περί ων ο λόγος πολίτες εκλήθησαν να μαζευτούν στο Ε΄ Αστυνομικό Τμήμα. Εκεί τους έβγαλε λόγο ο υπομοίραρχος Κατσούλης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, τους τόνισε ότι «στόχος μας είναι ο Λαμπράκης». Στο υπόμνημά του ο υπομοίραρχος Καπελώνης ισχυρίστηκε ότι προ των επεισοδίων και της συγκέντρωσης, ο Κατσούλης πέρασε από τα γραφεία της Γενικής Ασφαλείας και δήλωσε κομπορρημονών στους αξιωματικούς: «Σήμερα θα δείτε τι θα γίνει...».

Τελικά, για τον φόνο καταδικάστηκαν οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης, ενώ ο Γιοσμάς καταδικάστηκε μόνο για διατάραξη της κοινής ειρήνης.

Σημαντικό ρόλο στις αποκαλύψεις έπαιξε και η μαχητική έρευνα και αρθρογραφία τριών δημοσιογράφων που είχαν ανέβει στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το θέμα: Του Γιώργου Ρωμαίου του Βήματος (μετέπειτα υπουργού του ΠΑΣΟΚ), Γιάννη Βούλτεψη της Αυγής και Γιώργου Μπέρτσου (της τότε μεγάλης σε κυκλοφορία Ελευθερίας των Αθηνών).

«Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα»;

Όταν το πρωί της 23ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στο πολιτικό γραφείο, λίγες ώρες μετά τη δολοφονική επίθεση, αναφώνησε οργισμένος: «Μα ποιος κυβερνά επιτέλους αυτήν τη χώρα;». Η πολιτική θύελλα που ξέσπασε έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έπειτα από πέντε περίπου μήνες εκλογική ήττα της ΕΡΕ.

Με πληροφορίες από τη Βικιπαίδεια

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ