Θεατρο - Οπερα

Στο τέλος συγκινούμαι;

33446-75562.JPG
Ευγενία Μίγδου
ΤΕΥΧΟΣ 620
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
361002-747605.jpg

Τον Δήμο Αβδελιώδη οι περισσότεροι τον γνωρίσαμε από τις κινηματογραφικές του ταινίες, κυρίως από την «Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων» (1999), ταινία ύμνο στο μεγαλείο του κύκλου της φύσης και στο λαϊκό ελληνικό πολιτισμό, η οποία συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Είχαν προηγηθεί «Η Νίκη της Σαμοθράκης» (1990), «Το Δέντρο που πληγώναμε» (1987), και ο «Αθέμιτος Συναγωνισμός» (1982). Και στις τέσσερις υπογράφει το σενάριο, τη σκηνοθεσία και την παραγωγή, ενώ όλες απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας.

Η δράση του στο θέατρο –συνυφασμένη εξαρχής με μια εντελώς καινούρια ερμηνευτική προσέγγιση και θεατρική πρακτική, μέσω της φωνητικής ερμηνείας και της μουσικότητας του λόγου (κειμένου)– εκκινεί δυναμικά το 1993 με τις «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού». Ακολούθησαν παραστάσεις που ξεχώρισαν και διακρίθηκαν, μεταξύ των οποίων οι «Βαβυλωνία» (Δ. Βυζάντιος), «Πέρσες» (Αισχύλος), «Ιχνευτές» (Ευριπίδης) , «Ερωφίλη» (Γ. Χορτάτσης), «Μαράν Αθά» (Θ. Ψύρρας), έργα Καραγκιόζη, καθώς και άλλες πάνω σε λογοτεχνικά αριστουργήματα των Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη, Σολωμού, έργα ιδιαιτέρως προσφιλή στον Δήμο Αβδελιώδη, που επαναλαμβάνονται για χρόνια. Κοινός παρονομαστής σε όλες τις θεατρικές του δουλειές είναι η ανάδειξη του λόγου και της γλώσσας χωρίς περιορισμούς, της ομορφιάς και της μουσικότητάς τους ως κύρια μέσα για την ανάδυση των εικόνων και των νοημάτων. Το 2015, σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ και έπειτα από τρία χρόνια προετοιμασίας, παρουσίασε το «Πλάτωνα Απολογία Σωκράτη», εγχείρημα τολμηρό αλλά και παράσταση - σταθμός στα θεατρικά χρονικά, αφού το κείμενο απαγγέλθηκε στην αρχαία ελληνική, με σκοπό να ακουστεί ως μια γλώσσα φυσική και ζωντανή, που μεταφέρει με αυθεντικότητα τα αισθήματα και το ήθος του Σωκράτη. Η παράσταση ταξίδεψε και εκτός συνόρων για να αποθεωθεί πέρυσι από το Διεθνές Διπλωματικό Σώμα 27 Πρεσβειών στην ιστορική Όπερα του Ανόι στο Βιετνάμ.

Δημιουργός πολυπρισματικός, «χειρώνακτας» τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο, καταγίνεται πέρα από τη σκηνοθεσία (διδασκαλία εκφοράς και ερμηνείας), με όλα τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας: μετάφραση των αρχαίων κειμένων (απόφοιτος και της Φιλοσοφικής άλλωστε), δραματουργική επεξεργασία και θεατρική διασκευή, σκηνογραφία, φωτισμούς, παραγωγή.

Φέτος παρουσίασε στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας πέντε παραστάσεις: «Μοιρολόγι της φώκιας - Καμίνι», «Όνειρο στο κύμα - Έρως Ήρως», (Αλ. Παπαδιαμάντης), «Πλάτων Απολογία Σωκράτη», «Ελένη» (Γ. Ρίτσος), «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» (Γ. Βιζυηνός).

Πότε και κάτω από ποιες συνθήκες συλλάβατε την ιδιαίτερη σημασία της εκφοράς και της μουσικότητας του λόγου, ως μέσου για την ανάδυση των νοημάτων και των εικόνων ενός έργου; Το 1992, όταν σε μια πρόβα η αξέχαστη συνεργάτιδα και φίλη, Μίρκα Γεμενζάκη,  μου «πέταξε», μεταξύ σοβαρού και αστείου, πως όλα καλά με μένα σαν σκηνοθέτη, αλλά δεν ξέρω να ακούω τους ηθοποιούς μου. Το εξέλαβα βέβαια ως συνολική απόρριψη, λόγω χαρακτήρα, εντούτοις όχι μόνο δεν της κράτησα κακία αλλά το αντίθετο, τη θαύμασα γιατί θεώρησα πως εννοεί μια τεχνική που δεν είχα ποτέ υπολογίσει συνειδητά. Αργότερα, παρακολούθησα το σεμινάριό της που εμπεριείχε απαγγελία κειμένου από Παπαδιαμάντη. Ομολογώ ότι δεν πήρα την απάντηση γιατί έβαζε σαν μουσικό χαλί τους πλάγιους βυζαντινούς ήχους, με αποτέλεσμα όλα τα κείμενα να φαίνονται ίδια. Όμως από την ημέρα που άκουσα αυτή τη φράση της Μίρκας ταράχθηκα τόσο πολύ δημιουργικά που έβαλα σκοπό να μπορώ να σχεδιάζω συνειδητά τον ήχο, την απαγγελία δηλαδή της παράστασης έτσι ώστε να μπορώ να εξηγώ και στους ηθοποιούς και σε μένα γιατί επιλέγω αυτόν τον τρόπο απαγγελίας σε μια συγκεκριμένη φράση και όχι έναν οποιοδήποτε άλλο. Τότε άρχισε μια πορεία σε αυτή την έμπρακτη αναζήτηση με πολλές αλλεπάλληλες εκπλήξεις, σαν να ανακάλυψα φλέβα «χρυσού». Όμως την πρώτη δημόσια παρουσίαση και εξήγηση της μεθόδου μου την έκανα μόλις το 2011, χάρη στην πρόταση που μου έκανε ο αγαπημένος φίλος μουσικός και συνεργάτης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, να την παρουσιάσω στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών.

Πώς δουλεύετε τα κείμενα που ανεβάζετε στη σκηνή; Πρόκειται για έναν συνδυασμό τεχνικής και ορθολογισμού. Είναι κάτι απολύτως ελέγξιμο και καθόλου αφημένο στην τύχη ή την έμπνευση. Για παράδειγμα, σε μία περίοδο με τρεις προτάσεις πρέπει αρχικά να βρεις τη δεσπόζουσα –όπως λέμε στη μουσική–, την πρωτεύουσα σημασία, ώστε να καταλάβεις γιατί χτίστηκε αυτή η πρόταση. Αν δεν γίνει αυτό, δεν προχωράς παρακάτω. Από εκεί κι έπειτα καταλαβαίνεις τη βαρύτητά της και γιατί χτίστηκαν οι άλλες, δευτερευούσης σημασίας, επεξηγηματικές προτάσεις. Στηρίζομαι πολύ στο συντακτικό και τη γραμματική. Όταν αυτό βρεθεί με αυτούς τους όρους, γίνεται η «μουσική» εκτέλεση και, τέλος, μόλις τελειώσει αυτή η ανίχνευση και η εμπράγματος δράση, προς το τέλος των δοκιμών, κάνω την τελική ενορχήστρωση.

Μιλάτε με μουσικούς όρους. Πώς αποδίδεται τελικά η μουσικότητα του λόγου; Αυτό που κάνω νομίζω πως είναι τελικά όπερα, γιατί χτίζω όλο το έργο σε μουσικές παραμέτρους. Παίζω, πλέον, με τους χρόνους όπου όλα είναι μετρημένα, και η κάθε παύση. Το κείμενο το διαβάζω μουσικά: οι νότες, δηλαδή κάθε τονισμός που έχει μία λέξη, είναι στην πραγματικότητα μια συχνότητα. Εγώ ισχυρίζομαι ότι μόνο μία συχνότητα εκφράζει το νόημα, αποκαλύπτει τη σημασία. Πολλές φορές παρομοιάζω τις λέξεις με κοχύλια: αν πας απότομα και τρομάξεις το κοχύλι, κλείνει ερμητικά και δεν σου αποκαλύπτει το μαργαριτάρι που έχει μέσα. Πρέπει σαν χάδι να είναι ο τονισμός για να αποκαλυφθεί η σημασία. Οπότε, η πρώτη μουσική παράμετρος είναι ο τονισμός, αμέσως μετά ο ρυθμός. Αν αλλάξεις τον ρυθμό της λέξης, πάλι αλλοιώνεται το νόημα. Έπονται οι εντάσεις και οι αντιστίξεις, φυσικά, και μετά η χροιά του ηθοποιού που είναι το χάρισμά του και δίνει άλλη πνοή στο κείμενο. Και η κίνηση, όμως, είναι χορογραφημένη σε απόλυτη συνέπεια με το λόγο.

Απευθύνεστε, όπως έχετε δηλώσει, όχι μόνο στο θεατρόφιλο, αλλά στο ευρύτερο κοινό «που αναζητά στο θέατρο την ψυχαγωγία σαν πραγματική απόλαυση». Πιστεύετε πως έχετε πετύχει αυτό το στόχο; Η πρώτη παράσταση που έκανα με τον συνειδητό αυτό τρόπο ήταν το 1995, όταν η Αγνή Στρουμπούλη μου ζήτησε να σκηνοθετήσω τρία ελληνικά παραμύθια που διάλεξε, κι εγώ σκηνοθέτησα τη φωνή της ουσιαστικά, απαγγέλλοντας ο ίδιος και  εξηγώντας γιατί πρέπει να πει την κάθε φράση με συγκεκριμένη νότα και συγκεκριμένο ρυθμό.  Όταν το 2015 παρουσίασα την «Απολογία του Σωκράτη» στην πρωτότυπη αρχαία ελληνική γλώσσα, χάρη στη μέθοδο αυτή, έζησα πραγματικά την αναγνώριση και την ενθουσιώδη αποδοχή, ακόμα κι αυτών που ήταν στην αρχή επιφυλακτικοί.

Με ποια κριτήρια επιλέγετε τους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάζεστε; Τις περισσότερες φορές συνεργάστηκα με ηθοποιούς που ήταν δίπλα μου. Πρέπει να είναι άνθρωποι ευγενικοί, με ήθος, αφοσιωμένοι στην τέχνη με σοβαρότητα και συνέπεια. Να πιστεύουν πως το θέατρο είναι πηγή ευφορίας και ότι για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να το υπηρετήσουν σωστά. Αν πας να το οικειοποιηθείς, τότε το συναίσθημα χωρίζεται και δημιουργείται άλλος κόσμος, ενώ το ζητούμενο είναι να γίνουμε ένας κόσμος.

Ποιο είναι το δικό σας ζητούμενο στην τέχνη; Ένα κριτήριο έχω για την τέχνη, ασχέτως του τρόπου ή του μέσου που θα χρησιμοποιήσει κανείς: στο τέλος συγκινούμαι; Συγκινούμαι σημαίνει ότι προσλαμβάνω αυτή τη βεβαιότητα, την εσωτερική και εντελώς αδιαπραγμάτευτη, ότι το τελικό αποτέλεσμα με έπεισε, ότι έχει καλό σκοπό. Αυτό που έχει σημασία σε μια παράσταση όταν τελειώσει, δεν είναι το τι ακριβώς έγινε αλλά το πώς σε έκανε να νιώσεις. Η τέχνη, από τη γέννησή  της εδώ στην Ελλάδα, υπόσχεται μια υψηλή πνευματική τέρψη. Τα άλυτα ζητήματα του ανθρώπου και της πραγματικότητας τίθενται σε μια λογική τάξη, γίνονται διάφανα. Αρθρώνεται ένας λόγος που καταλήγει στην κατανόηση μιας αλήθειας. Ο θεατής, εν ηρεμία, οδηγείται από το φόβο και τη σύγχυση στην κάθαρση και τη λύτρωση. Δεν είναι μάθημα, δεν είναι προπαγάνδα, είναι ένα σκηνικό γεγονός με τέτοιο τρόπο φτιαγμένο από τον συγγραφέα ώστε να παρέχει πνευματικές ηδονές, βαθιές συγκινήσεις, να προκαλεί ανατριχίλα. Ανατριχιάζει κανείς επειδή διακυβεύονται τα ανθρώπινα ιδανικά.

Τα έργα τα επιλέγετε και τα προσεγγίζετε πάντα με τη λογική του κλασικού αυτού κανόνα; Θεωρείτε πως μία είναι πάντα η ορθή ανάγνωση ενός έργου; Εγώ απλώς διαβάζω με απόλυτη λογική τα πράγματα, δεν τα διαβάζω «κάπως» για να βρω τη διαστροφή ή το πέραν του νοήματος· δεν βάζω τον εαυτό μου, σαν σκηνοθέτη, πάνω από τον συγγραφέα, αλλά στην υπηρεσία του. Όταν ένα κείμενο είναι λαμπρό, σφυρηλατημένο πάνω στα ανθρώπινα ιδανικά και ιδεώδη, δεν θα προβληματιστώ περαιτέρω. Είναι σα να έχεις ένα αριστούργημα ομορφιάς μπροστά σου, κι εσύ να θέλεις να το σκαλίσεις από μέσα για να δεις γιατί είναι έτσι. Κάνοντάς το όμως αυτό, στην πραγματικότητα, το αποδομείς και το καταστρέφεις, ψάχνεις να λύσεις τα δικά σου προβλήματα. Θεωρώ απαράδεκτο να βγαίνεις από μια παράσταση φορτωμένος προβλήματα. Ποτέ δεν είχα πειστεί από αυτά. Απωθημένα και βαριές καταθλίψεις γίνονται ταινίες και έργα τέχνης, υποτίθεται. Έχει συμβεί πολλές φορές, διάφοροι θεωρητικοί, ερευνητές, να βρίσκουν ψυχαναλυτικές π.χ. παραμέτρους σε θαυμάσια κλασικά κείμενα, αποδομώντας έτσι τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής πεζογραφίας. Είναι ψυχαναγκαστικοί. Όταν χάνει κανείς την ευχαρίστηση του πρώτου επιπέδου του νοήματος και δεν μπορεί να το απολαύσει, είναι αμέσως δυστυχής. Τέτοιες «χειρουργικές» μελέτες πάνω σε κείμενα που δίνουν μόνο τη χαρά, δείχνουν και στους νεότερους έναν λάθος δρόμο προς την τέχνη. Έτσι όμως χάνουμε την τέχνη.

Πού οφείλεται αυτό; Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν. Πρόκειται για μια αμηχανία των καλλιτεχνών μπροστά σε πράγματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν με έναν κλασικό τρόπο της τέχνης που βάζει λογική τάξη στα πράγματα και επιμένει στην ανάδειξη του ωραίου. Είναι μια αδυναμία να βρουν έναν τρόπο σύνθεσης και καταφεύγουν στην αποδόμηση για σωτηρία. Θεωρεί κανείς πως αν π.χ. πιάσει ένα αριστουργηματικό, κλασικό έργο και μπορέσει να το καθυποτάξει, αν βρει έναν δρόμο να επικοινωνήσει με τον άλλο –πάλι μέσα από τέτοιου είδους ψυχαναλυτικές φόρμες–, προσφεύγει σε κάτι σημαντικό και το πιστεύει κιόλας.

Εστιάζουν, δηλαδή, στις εξωτερικές εντυπώσεις προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή; Αναζητούν λύσεις προς εντυπωσιασμό, όπως το νεοφανές λ.χ. ή το σκανδαλώδες για να διακριθούν; Όλοι ξεκινούν με καλές προθέσεις, έχουν την ανάγκη της αναγνώρισης, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε καλλιτέχνη, και επιδιώκουν το καλό. Δεν το συναντάνε, όμως, γιατί δεν έχουν την παιδεία, είναι εκτεθειμένοι δηλαδή. Η παιδεία παρέχει τα κριτήρια αξιολόγησης ώστε να ξεχωρίζει κανείς ταχύτατα το καλό από το κακό, το όμορφο από το άσχημο, το φάλτσο από το αρμονικό. Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» έδωσε τους κανόνες ώστε να υπάρξουν τα κριτήρια, απλώς εμείς δεν τα γνωρίζουμε ή τα υποτιμάμε. Αν το καλλιτεχνικό γεγονός δεν είναι πιο δυνατό από το θέμα που πραγματεύεται, αν δεν το υπερβαίνει δηλαδή, και δεν αναδεικνύει την πραγματικότητα, την αλήθεια, τότε δεν υπάρχει λόγος να το επιχειρήσει κανείς.

Θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει, ωστόσο, ότι η πραγματικότητα και η αλήθεια είναι έννοιες υποκειμενικές ή πολυεπίπεδες. Η αλήθεια είναι μαθηματικό μέγεθος. Έχει σχέση με την κίνηση και τη δράση. Κάθε κίνηση, είτε με τη σκέψη –γιατί και η σκέψη είναι κίνηση– είτε με τη δράση μας, σημειώνεται μέσα στο χρόνο σαν ένα γεωμετρικό άνυσμα το οποίο δεν μπορεί να υποκατασταθεί από μία δεύτερη, τρίτη ή τέταρτη αλήθεια. Η αλήθεια είναι μία και μπορεί να αναγνωριστεί μέσα στο χρόνο, είτε στον παρελθόντα είτε στον παρόντα. Ελευθερώνει και μόνον αυτή ενώνει τους ανθρώπους. Δεν είναι περίεργο ούτε μεταφυσικό. Η έκτη αίσθηση την αναγνωρίζει, αλλά εμείς την έχουμε καταργήσει. Τα έχει καταθέσει αυτά, καθώς και πολλά άλλα, στα συγγράμματά του ο Γιώργος Πασχαλίδης, και προσωπικά τα αποδέχομαι πλήρως.

Παρακολουθείτε τις θεατρικές σκηνές της Αθήνας; Βλέπω ελάχιστα πράγματα λόγω φόρτου εργασίας, οπότε δεν έχω εποπτεία και επομένως άποψη. Αλλά από όσα έχω δει κατά καιρούς δεν ευχαριστιέμαι. Κινούνται κυρίως στο χώρο της αισθητικής αναζήτησης, πράγμα που νομίζω πως είναι προς λάθος κατεύθυνση. Αν δεν αναζητηθεί ο λογικός άξονας της δραματουργίας που κάνει ένα έργο να στέκεται όρθιο και ζωντανό, και ξεκινάει από το αισθητικό το οποίο είναι εντελώς δευτερεύον –για να μην πω τριτεύον–, ήδη έχει χαθεί το εγχείρημα πριν ακόμα ξεκινήσει.

Φέτος παρουσιάσατε πέντε θεατρικές παραγωγές. Πώς ανταπεξέρχεστε σε συνθήκες κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας; Οι δυσκολίες ξεπερνιούνται όταν έχεις να κάνεις κάτι ευχάριστο. Δεν έχω ματώσει, απλώς δυσκολεύομαι να ανταπεξέλθω στις υποχρεώσεις μου και δεν μου μένει λίγο παραπάνω χρόνος για να μπορέσω να κάνω ταινίες.

Αλλά οι ταινίες δεν είναι κοστοβόρες; Δεν είχα ποτέ αυτό το άγχος. Όταν μπορούσα να υποστηρίξω μια ιδέα, ένα σενάριο, προχωρούσα. Ξεκινούσα χωρίς λεφτά, τίποτε. Αν έκανε άλλος αυτές τις ταινίες, το κόστος θα ήταν πενήντα φορές επάνω.

Η κινηματογραφική σας γραφή είναι εντελώς ιδιότυπη, ξεχωρίζει στην ελληνική κινηματογραφία εν γένει. Πώς δουλεύετε στις ταινίες; Τις ταινίες μου τις φτιάχνω χειρωνακτικά, από άποψη όμως. Γιατί πιστεύω ότι μια ταινία πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα κλίμα τελετουργικό όπου όλοι πρέπει να είναι συντεταγμένοι, όλοι συγκεντρωμένοι. Και αυτό δεν το απαιτώ από τους άλλους. Απλώς είμαι ο ίδιος συγκεντρωμένος και όλοι συντονίζονται μαζί μου. Θέλω να γίνονται ήσυχα τα πράγματα, δεν μου αρέσει ο θόρυβος και η φασαρία. Στην αρχή δέχτηκα απόρριψη στις ταινίες μου. Όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο αναγνωρίζουν τη δουλειά μου. «Το δέντρο που πληγώναμε» είναι μια ταινία που δεν έχει όμοια, ούτε κι εγώ μπορώ να την ξανακάνω. Ήταν για την εποχή της, και για τώρα ακόμα, μια ταινία που δεν μπορείς να την κατατάξεις εύκολα.

Πολλοί λένε πως είχε μια νοσταλγία για την εποχή στην οποία τοποθετείται, και την ύπαιθρο της δεκαετίας του ΄60. Καμία νοσταλγία. Ήμουν 34 χρονών όταν την έκανα και ήθελα να δείξω πόση είναι η απόσταση από τα παιδικά μας χρόνια. Τι δυστυχία είναι να μην μπορούμε να εντάξουμε στη ζωή μας αυτή τη βαθιά και απολαυστική εμπειρία της ζωής των παιδικών μας χρόνων – όσοι βέβαια είχαμε αυτή την ευτυχία. Ήθελα να δείξω πως αυτό περνάει, είναι ένας παράδεισος που χάνεται. Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι είναι σε άλλο μήκος κύματος, δεν αφήνουν τα παιδιά να είναι ευτυχισμένα σε αυτή την ηλικία. Εάν δεν παίξεις μικρός, δεν μεγαλώνεις. Το παιδί είναι αυτό που παίζει – από εκεί προέρχεται και η λέξη παιδί. Αν δεν παίξει δεν θα γίνει κανονικός άνθρωπος, θα έχει προβλήματα σε όλη του τη ζωή. Το παιχνίδι ενδυναμώνει την αυτοκυριαρχία, την αυτοπεποίθηση, τα αισθήματά του για τους άλλους.

Στην πολυβραβευμένη, εντός κι εκτός Ελλάδας, «Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων», που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό, βλέπουμε πάλι μια δοξαστική εικόνα της φύσης και του λαϊκού πολιτισμού. Είναι η καλύτερη ταινία σας; Στην ταινία αυτή περιέγραψα το πώς ήταν οι άνθρωποι υπό την επήρεια ενός άλλου πολιτισμού, που είναι ο ομηρικός. Μέχρι που έφυγα από τη Χίο υπήρχε ακόμα ζωντανός ο λαϊκός πολιτισμός, ο οποίος ήταν απόρροια του ομηρικού. Τα είχε τακτοποιημένα τα πράγματα με τις γιορτές, τις συνήθειες, την πίστη. Ο κόσμος, δηλαδή, είχε αυτή τη ζωτική επαφή με τη φύση και μπορούσε να απολαύσει τη ζωή. Πολλοί από όσους έχουν δει τις ταινίες μου μού λένε ότι η «Η Νίκη της Σαμοθράκης» είναι η καλύτερή μου και χαίρομαι πάρα πολύ. Ήταν η μόνη έξω από το στενά ηθογραφικό πλαίσιο –το πλαίσιο μόνο– γιατί δραματουργικά είναι μια παιγνιώδης κριτική στο θέμα της ελληνικότητας μέσα από την ανίχνευση των αρχετύπων.

Σας λείπει η γενέτειρά σας, η Χίος; Αντέχετε την Αθήνα;Την αγαπώ πάρα πολύ τη Χίο. Έχει μια γοητεία απέραντη, ατελείωτη, ανεξερεύνητη. Αυτό που μας συνδέει με την πατρίδα μας είναι οι άνθρωποι, οι γονείς, οι φίλοι μας. Τους φίλους μου τους βλέπω κι εδώ που έρχονται, οι γονείς μου δεν ζούνε πλέον. Ζω και δουλεύω εδώ, οπότε τι να πάω να κάνω; Δεν είμαι ονειροπόλος. Διακοπές δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου παρά μόνο σε συνδυασμό με δουλειά. Η Αθήνα, από την άλλη, δεν παύει να είναι μια υπέροχη πόλη. Δεν την αλλάζω με τίποτε. Είναι ζωντανή η αρχαιότητα δίπλα μας. Περπατάς και λες πού βρίσκομαι τώρα, στον χώρο όπου γεννήθηκε ο πολιτισμός. Είναι απίστευτο, πολύ μεγάλο γεγονός, και όποιος δεν το καταλαβαίνει, χάνει. Μόνο και μόνο γι' αυτό μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος. Όταν ήρθα στην Αθήνα, βρήκα την πόλη των ονείρων μου.

Τι σχεδιάζετε προσεχώς; Έχω ιστορίες και πολλά σενάρια για τον κινηματογράφο. Σε ένα, ενάμιση μήνα θα μπορώ να πω για ταινίες και για αποφάσεις που έχω πάρει. Βρίσκομαι σε εποχή επαναπρογραμματισμού. Στο θέατρο, το μεγάλο μου όνειρο –γιατί έχω και μικρά και θα τα πραγματοποιήσω– είναι η «Ιλιάδα» στο πρωτότυπο, για να δείξω ότι και το ομηρικό κείμενο είναι μία γλώσσα ζωντανή η οποία μπορεί να προκαλέσει μεγάλη απόλαυση στους ακροατές, είτε είναι Έλληνες είτε ξένοι, λόγω της μουσικής που περιέχει.

*Για την καλοκαιρινή περιοδεία της παράστασης «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον» με την Ιωάννα Παππά                                                           

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ