Θεατρο - Οπερα

Oι «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου

53155-117261.jpg
Λένα Ιωαννίδου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
364100-753111.jpg

Η νέα παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας, σε σκηνοθεσία Έκτορα Λυγίζου, ήταν μια αφηγηματική παράσταση «δωματίου» −κατά τη γνώμη μου θα λειτουργούσε πολύ καλύτερα σε ένα κλειστό θέατρο− που δεν κατάφερε να γεμίσει, την Παρασκευή τουλάχιστον, το Αργολικό θέατρο −έτσι κι αλλιώς, στο καστ δεν υπήρχε το «τρανταχτό» όνομα που θα έφερνε κόσμο− αλλά θα συζητηθεί γιατί προτείνει μια διαφορετική προσέγγιση της ευριπίδειας τραγωδίας, έξω από τα καθιερωμένα.

Ο μύθος. Ο θεός Διόνυσος φτάνει με ανθρώπινη μορφή στην πόλη της Θήβαςγια να εδραιώσει τη θρησκεία του. Μια νέα θρησκεία που εξισώνει τους πάντες: βασιλιάδες, δούλους, θεούς, μάντεις, γυναίκες και άνδρες... Οι γυναίκες της πόλης, τυφλωμένες από τον Διόνυσο, έχουν ήδη γίνει Μαινάδες και έχουν καταφύγει στο ιερό όρος Κιθαιρώνα όπου επιδίδονται σε βακχείες. Δεν τις βλέπουμε, μαθαίνουμε όμως για τις τρομακτικές τους πράξεις από τις αφηγήσεις όσων τις είδαν. Η πόλη έχει χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Από τη μία ο βασιλιάς της Θήβας Πενθέας, που αισθάνεται ότι δέχεται αυτή την επίθεση από το άγνωστο, και από την άλλη ο Διόνυσος που επαγγέλλεται ένα κόσμο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τα πιο ζωώδη αλλά και τα πιο αγνά του ένστικτα. Ο ένας μετά τον άλλο γίνονται υποστηρικτές της νέας θρησκείας. Ο Πενθέας αντιστέκεται στην έλευσή της και συλλαμβάνει τον Διόνυσο. Την ίδια στιγμή όμως φλέγεται από την επιθυμία να δει και να ακούσει τις Βάκχες. Ο θεός τον εκδικείται για τη ασέβειά του πείθοντάς τον να μεταμφιεστεί σε γυναίκα έτσι ώστε να διασχίσει αθέατος την πόλη και να ανέβει στο βουνό για να βιώσει την έκσταση της βακχείας χωρίς να πάρει μέρος σ’ αυτήν. Η θηλυκή του μεταμφίεση όμως δεν τον προστατεύει. Ο Διόνυσος αποσύρεται, ο Πενθέας πέφτει στην παγίδα του και γίνεται θύμα της έκστασης των Μαινάδων. Οι Βάκχες, με πρώτη τη μητέρα του, Αγαύη, τον διαμελίζουν. Το όρος γίνεται μάρτυρας του σπαραγμού του.

Η σκηνοθεσία. Η βασική ιδέα πάνω στην οποία κινήθηκε και ανέπτυξε ο Έκτορας Λυγίζος είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην ατομικότητα του ήρωα και την πολυφωνία του Χορού, μέσα στη φαντασίωσή τους να μετατραπούν σε Βάκχες. Πώς οι αντιστάσεις του κάμπτονται σιγά-σιγά και αφήνεται να παρασυρθεί από το ξένο στοιχείο. Πώς τα άτομα αφομοιώνονται και γίνονται ένα σύνολο, μια ομάδα που αφηγείται, έχοντας σαν βασικά εργαλεία το σώμα και τη φωνή. Η ίδια η παράσταση προκαλεί τη συνομιλία με το κοινό. Τη μαρτυρία του. Τη συνενοχή του...

Η παράσταση. Λίγο μετά τις 9 το βράδυ, οι ηθοποιοί −ανάμεσά τους και ο σκηνοθέτης− πλησιάζουν κουβαλώντας στους ώμους ένα τεράστιο μπλε μοβ τόπι −το σκηνικό της παράστασης− το οποίο σπάει στα τρία, ξετυλίγεται και καλύπτει την άδεια ορχήστρα του θεάτρου.

Όλοι φορούν ένα γιλέκο - πανοπλία, σαν υφαντή κουρελού, πάνω από λευκές ολόσωμες φόρμες (η Κλειώ Μπομπότη υπογράφει το σκηνικό και τα κοστούμια). Κάθε φορά που ένας από τους ήρωες πείθεται και προσχωρεί στο «στρατόπεδο» του Διονύσου, απελευθερώνεται μέσα από μια διαδικασία μεταμόρφωσης, αφαιρώντας με τελετουργικές κινήσεις ένα λεπτό ραβδί από την πλάτη και πετώντας το στο έδαφος –ακούγεται ο μεταλλικός του ήχος− η πανοπλία αποκολλάται από το σώμα και πέφτει κάτω.

Η πλοκή του έργου ακολουθείται πιστά, όμως ο σκηνοθέτης ζητά από το κοινό όχι να δει αλλά να φαντασιώσει τα όσα τρομερά περιγράφονται από τους αφηγητές. Στη διάρκεια της παράστασης οι οκτώ ηθοποιοί εξελίσσονται, βρίσκονται σε συνεχή ροή, δραπετεύουν από το ρόλο τους και μπαίνουν στο ρόλο ενός άλλου. Εκφέρουν τα λόγια του ήρωα που υποδύονται, ξεκινώντας με το υποθετικό «αν ήμουν ο...». Αλλάζουν φύλο και ηλικίες, γίνονται αφηγητές του μύθου, πρωταγωνιστές του δράματος.

Σιγά-σιγά όλοι οι ήρωες αφομοιώνονται από το χορό του Διονύσου. Τα χορικά ενώνονται με τα επεισόδια, τα πρόσωπα μιλούν με μια φωνή, ο θίασος συντονίζεται και γίνεται ένα πολυφωνικό σύνολο. Στην τελευταία σκηνή οι οκτώ ηθοποιοί γίνονται πλέον ένα για να αφηγηθούν μέσα από τα λόγια του β’ Αγγελιαφόρου τον σπαραγμό του ήρωα από τις Μαινάδες.

Τι ακούσαμε να κουβεντιάζεται κατά την κάθοδο από το θέατρο

  • Οι περισσότεροι σχολίαζαν θετικά το πείραμα του Λυγίζου, την τολμηρή προσέγγισή του στο έργο, τη διαφοροποίησή του από τις οικείες «επιδαυρικές» ερμηνείες.
  • Όλοι παραδέχτηκαν ότι η παράσταση ήταν μια άρτια δουλειά συνόλου. Συζητήθηκε πιο πολύ ο εκπληκτικός συντονισμός της ομάδας στα πολυφωνικά χορικά – από τις πιο συγκινητικές στιγμές της παράστασης.
  • Ξεχώρισαν τις ερμηνείες της Ανέζας Παπαδοπούλου και του Χρήστου Στέργιογλου (απολαυστικοί σαν ζευγάρι γερόντων Κάδμος-Τειρεσίας), τον δυναμικό Πενθέα της Μαρίας Πρωτόπαππα και στη συνέχεια τον εκτός ελέγχου Πενθέα του Βασίλη Μαγουλιώτη, αλλά και τη λιτή ερμηνεία του Αργύρη Πανταζάρα −«έπαιζε» με τις ταχυδακτυλουργικές κινήσεις των δακτύλων του− στο ρόλο του Διονύσου.
  • Σχολιάστηκαν αρνητικά από κάποιους οι περικοπές στο κείμενο του Ευριπίδη −έμοιαζε, είπαν, με διασκευή− και παραξένεψε, η παντελής απουσία μουσικής − αν εξαιρέσουμε τη μουσικότητα της μετάφρασης του Γ. Χειμωνά.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ