Πολιτισμος

Ο χορός της αρκούδας

Πώς χόρευε η Αθήνα τα τελευταία 40 χρόνια;

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 507
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
82604-184671.jpg

Στη ζωή μου γενικά απαγορευόταν να χορεύεις με ντάμα ή σαν τον Τραβόλτα. Σου έριχνε ο θεός του χαρντ ροκ από τον ουρανό μία με την ηλεκτρική κιθάρα του, έκανε κεράννννγκ στην κεφάλα σου και σε επανέφερε στην τάξη που ανήκες: στο air guitar.

Η Κιθάρα στον Αέρα ήταν ο χορός της φυλής μας στα πολύ παλιά χρόνια. Τώρα έχει γίνει cult και διοργανώνονται ολόκληρα φεστιβάλ και γυρίζονται ντοκιμαντέρ στο όνομά του. Κοίτα πώς έγινε: Στα σχολικά πάρτι δεν υπήρχαν πάντα κορίτσια εκεί (αν και τις καλούσαμε), οπότε ακούγαμε ανενόχλητοι Pink Floyd, το Dark Side Of The Moon, χωρίς το φόβο ότι θα έρθει καμία να μας ζητήσει να χορέψουμε όλη την πλευρά του δίσκου τσικ-του-τσικ, αν είναι δυνατόν. Αυτό κάναμε, λοιπόν. Βάζαμε ψυχεδελικούς δίσκους, αράζαμε στους καναπέδες και τρώγαμε όλο το ταψί το γαλακτομπούρεκο της μαμάς του Κ.

Σε περίπτωση που ανέβαινε η ένταση και υπήρχαν αρκετές μπίρες, μπορεί ξαφνικά να σηκωνόμασταν για να χορέψουμε την ίδια κίνηση σε λούπα, το χορό της Αόρατης Κιθάρας. Παίζαμε με την εξαιρετικά λεπτομερή κίνηση εκείνου που δεν έχει ιδέα από κιθάρα, το αριστερό χέρι ανεβοκατέβαινε στον αέρα πατώντας τα σωστά δήθεν σημεία στο τάστο και το δεξί χέρι στην περιοχή του πουλιού μας, έκανε με τον αντίχειρα ότι χτυπάει τις χορδές. Γκρανν-γκραν. Εκτός αν υποδυόμασταν τον μπασίστα, οπότε παίζαμε με το χέρι κάθετα, με δείκτη-μέσο-παράμεσο να κινούνται με πιο βαρύ ρυθμό. Μπομ μπομ μπομμμ. Το κεφάλι είτε σκυμμένο σε ομφαλοσκόπηση, είτε ελεύθερο, ανέμιζε μακριά μαλλιά, ακόμα κι αν δεν ήταν μακριά.

Αξίωμα: Όλοι οι χοροί όλης της ανθρωπότητας χορεύονται σαν να υπάρχουν μακριά μαλλιά. Βοηθάει στην κίνηση. Σε κάνει να επιπλέεις στο ρυθμό.

Ο Χορός της Αόρατης Κιθάρας, όμως, στην πραγματικότητα γεννήθηκε και απογειώθηκε μέσα στα εφηβικά δωμάτια, εκεί που όλοι μπορούσαν να χορεύουν Σαν Να Μην Τους Βλέπει Κανένας. Και αυτό είναι το είδος του χορού που είναι ο πιο θεραπευτικός απ’ όλους, ολομόναχος κι ελεύθερος. Τώρα πια έχει γίνει κίνημα, έκφραση, υπέρτατη χαρά. Χόρεψε σαν να μην υπάρχει άλλος στον κόσμο, είσαι εσύ λίγο πριν τη μεγάλη έκρηξη, τελευταία μέρα στον πλανήτη. Χόρεψε για να σωθείς.

Καλά, ας μην υπερβάλλουμε. Κανένας μας δεν έσωσε την ψυχή του ή τον πλανήτη χορεύοντας. Έκανε όμως φίλους.

Μεγαλώνοντας, μάθαμε και στα κορίτσια να παίζουν την Αόρατη Κιθάρα, αν και μερικές ξεχνιόντουσαν και χόρευαν εκείνον τον Παντοτινό Χορό της Γκόμενας που ακόμα παραμένει ίδιος – στριφογυριστό λίκνισμα του κορμιού από πάνω προς τα κάτω και πάλι προς τα πάνω, σαν αναποφάσιστα οχτάρια, με τα πόδια μισάνοιχτα και λυγισμένα και κούνημα του κεφαλιού αριστερά δεξιά με τρόπο που βασικά να κουνιούνται τα βυζιά. Ή μάλλον οι άκρες από το φουλάρι γύρω από το λαιμό. Λεπτομέρεια: ο παραπάνω χορός δεν πρέπει να χορεύεται με φόρεμα (κάντε την εικόνα).

Την ίδια στιγμή, σε άλλες γειτονιές, σε άλλα κλαμπ, σε άλλα πάρτι, ο κόσμος χόρευε σε ζευγάρια. Αντικριστά ή με τα σώματα κολλητά και μετά με θεαματική κίνηση ανοίγοντας τα χέρια και ξανά αγκαλιά και μετά κομψό στριφογύρισμα, τέντωμα χεριών και ξανά αγκαλιά. Γυάλιζαν, ήταν καλοχτενισμένοι, φορούσαν βισκόζ, στο τέλος παντρεύονταν. Τι δουλειά είχα εγώ εκεί;

Κι έτσι, όσο ήθελα να δείξω ότι δεν έχω σχέση με «αυτούς», τόσο η κίνηση σκλήραινε. Η Αόρατη Κιθάρα έδωσε τη θέση της στο Λάμδα Κεφαλαίο Με Νευρικό Τικ Στο Ένα Πόδι. Το τίναζα με θυμό ακολουθώντας το μπιτ, βοηθούσε και η μπότα στο πόδι που δεν ξεκουνιόταν εύκολα, βαριά χοντρόσολη, με μέταλλο, πού να χορέψεις. Θυμός - θυμός - θυμός - θυμός. Ακόμα και τώρα, στις συναυλίες, αυτό κάνω νομίζω. Εκτός από την μπότα βάρυνα κι εγώ. Θυμός - θυμός - θυμός - ωχ η μέση μου - θυμός. Τα χέρια ακούνητα. Κρατάς την μπίρα ή τη ζώνη σου. Ύφος αγέρωχο, ψηλά το κεφάλι.

Στις συναυλίες όμως, αναπόφευκτα, μόλις μαζευτεί γύρω σου το πλήθος, αρχίζεις και χοροπηδάς. Πρώτον γιατί δεν βλέπεις, ιδιαίτερα αν είσαι και κοντούλι. Δεύτερον γιατί ο ένας παρασύρει τον άλλο. Τρίτον γιατί έχει πλάκα. Βοηθάει η ένταση που δεν έχει ακριβώς μπιτ, αλλά βαράει ένα μικρό σεισμό στα σωθικά σου που σε παίρνει μαζί του. Χορεύοντας πόγκο έχω ρίξει και μερικές απολαυστικές κλωτσιές στη ζωή μου, αλλά το καλύτερο είναι η αίσθηση της λαοθάλασσας που σε παρασύρει. Έπεφτα επάνω σε κορμιά, προσγειωνόμουνα σε ανατομικές λεπτομέρειες τούτι φρούτι, άλλοι έκαναν γκελ στις πλάτες μου, στην κοιλιά μου, όλοι σκασμένοι στα γέλια. Το έχω ξανανιώσει αυτό, στα μεγάλα αρκουδο-κλαμπ σε άλλες χώρες, αφήνοντας να με παρασέρνει το πλήθος, όλοι το ίδιο, όλοι ένα ευτυχισμένο, ιδρωμένο αφρολέξ, μπόινγκ-μπόινγκ-μπόινγκ σε υστερικό, υμνητικό hi-energy. Και ξαφνικά, μόλις πέφτει το συνθηματικό Y.M.C.A., όλοι να συντονίζονται απόλυτα στην ίδια χορογραφία σχηματίζοντας τα αρχικά του τίτλου με τα χέρια.

Το Y.M.C.A. στην αρχή το χορεύαμε με υπερηφάνεια, ήταν ένας κώδικας τύπου-μαζορέτας, ο χορός της γκέι οικογένειας – και των συγγενών και φίλων. Τώρα παίζει ακόμα και στους γάμους και κάνουν όλοι τη χορογραφία, νεόνυμφοι, παρανυφάκια, συμπεθέρες, θείοι, θείες, γκέι, στρέιτ και «it’s complicated», όλοι σε ένα ευτυχισμένο φινάλε μιούζικαλ.

Πριν φτάσουμε στο high energy όμως, περάσαμε την περίοδο των Politix of Dance. Στις αρχές των 80s ο χορός πολιτικοποιήθηκε. Έτσι λέγαμε τότε. Τα electro χορευτικά κομμάτια απέκτησαν μία αυστηρή επιβλητικότητα, οι φωνές βάρυναν, ο ήχος έγινε ένα ακαταμάχητο μαρς με ρομποτικό ρυθμό – σε βαθμό ανησυχητικό. We don’t need this fascist groove thing. Από θυμωμένοι γίναμε Ρομποτικοί. Kraftwerk. Γυαλίζαμε σαν πολυέστερ. Οι φίλοι άρχισαν να βάφονται, τζελ, καζάλ, γκλίτερ, λακ, ντουκοχρώμ – δεν ξέρω, εγώ δεν τα άντεχα αυτά, ίδρωνα, έλιωναν, γινόσουν χάλια σαν να είχες βγει από τροχαίο. Δεν μπορούσα να μηχανοποιήσω τόσο πολύ την κίνησή μου. Παρέμεινα λοιπόν στο χορό θυμωμένο Λάμδα, με μερικές εξαιρέσεις, όταν κατανάλωνα εντελώς ανεύθυνα. Τότε πήγαινα κι αγκάλιαζα τα ηχεία, έβαζα τη μούρη μου μπροστά στο γούφερ κι άφηνα τον αέρα να μου τραντάζει τον εγκέφαλο.

Τι να πεις, ο καθένας όπως εκφράζεται. Η Μ. από τότε, ακόμα και σήμερα, ό,τι μουσική κι αν ακούει τη χορεύει το ίδιο: σε ένα θαυμάσιο, αποδομημένο, μάγκικο ροκ’εν ρολ σαν να σβήνει τσιγάρα στο πάτωμα και με τα δύο πόδια. Γι’ αυτό είναι φίλη μου.

Μετά ήρθε ο Smiley, τα χαμόγελα και οι αγάπες. Άρχισαν τα πάρτι στις αποθήκες και στα docks, και γίναμε όλοι σαν ανθρωπάκια του Keith Haring. Η κίνησή μας απελευθερώθηκε, χάριν της ανατροπής του συστήματος και, ακόμα καλύτερα, του συναισθήματος. Σηκώναμε εκστασιασμένοι τον κόσμο στον αέρα με τα χέρια, οι djs ανέβηκαν 4-5 καφάσια πιο ψηλά στο βάθρο τους και το πλήθος από κάτω χόρευε σαν να προσπαθούσε να τους αγγίξει. Βασικά χέρια ψηλά, δηλαδή, και από κάτω κορμί-αναποφάσιστο οχτάρι.

Δεν ήξερα πια τι χόρευα. Είχα χάσει την επαφή, είχαν ανοίξει οι ώρες, ο χρόνος είχε γίνει ένα κυματιστό αέναο. Στο μυαλό μου είχα ώρα Μάντσεστερ. Soup Dragons, Stone Roses, Happy Mondays. Προτιμούσα αυτό τον ήχο γιατί η κιθάρα πάντα βόλευε να βγάζω και λίγο από τον παλιό θυμό. Αλλά βασικά έπλεα: μυαλά, μαλλιά, χαϊμαλιά, μακριά μαύρα παλτό. Ένιωθα σαν Μεβλεβί ντερβίσης, στριφογύριζα μέχρι να τυφλωθώ από αγάπη. Και στο μεταξύ εκσφενδόνιζα γύρω μου τα πολλά, είναι αλήθεια, αξεσουάρ: ενεργειακούς κρυστάλλους, ποτήρια ξεχασμένα στο χέρι μου, κρίκους, ολογραφικές κονκάρδες, πιστωτικές κάρτες-μενταγιόν, φωτογραφικές μηχανές. Η κάμερα εκείνη έχει ποτιστεί με τόσο αλκοόλ που δεν ανοίγει πια, είναι για πάντα κολλημένη με ένα χαλασμένο φιλμ μέσα της.

Επειδή ξέρω, λέω ότι ήταν η εποχή που ακόμα και αν έπεφτες εκεί –όπου κι αν– χόρευες, κανένας δεν έδινε σημασία. Είχε συμβεί το ίδιο σε αυτόν, λίγο πριν. Βγαίνοντας από τα κλαμπ (ο Μάκης Σαλιάρης τότε, μοίραζε γυαλιά ηλίου στην έξοδο), ήσουνα τόσο υπέροχα διαλυμένος που ακόμα και ένα μικρό κρακελάρισμα του κορμιού ή του εγκεφάλου σου έμοιαζε να μην έχει καμία σημασία κάτω από τον πρωινό ήλιο.

Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι μία χορευτική σκηνή κάτω από τον ήλιο: είναι άνοιξη, είναι ένα βουνό στην Πάρο, είναι οι φίλοι μου μαζί μου. Χωρίς μουσική. Είμαστε αγκαλιασμένοι σε κύκλο, σφιχτά κρατώντας ο ένας τους άλλους. Χοροπηδάμε σε ένα δικό μας mantra, κάτι ανάμεσα σε προσευχή, μπούρδες και γέλια. Κάνουμε bonding. Για πάντα μαζί. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτός είναι ο χορός των Αθηναίων που ξέρω. Ο αντικριστός.


Εικονογράφηση: BIOS

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ