Κινηματογραφος

Κριτική για τις νέες ταινίες της εβδομάδας

Wonder Woman, Η χαμένη πόλη του Ζ, Tanna, Με λένε Τζιγκ και ακόμα δύο ταινίες

324257-668306.jpg
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
357900-741473.jpg

Wonder Woman (***)

Σκηνοθεσία: Πάτι Τζένκινς

Παίζουν: Γκαλ Γκαντότ, Κρις Πάιν, Ρόμπιν Ράιτ, Ντάνι Χάστον, Ντέιβιντ Θιούλις, Κόνι Νίλσεν, Ελένα Ανάγια, Γιούεν Μπρέμνερ, Σαΐντ Ταγκμάουϊ, Λούσι Ντέιβις

H Νταϊάνα, πριγκίπισσα των Αμαζόνων, μεγαλωμένη σε ένα προστατευμένο από τον κόσμο, παραδεισένιο νησί, εγκαταλείπει τον τόπο της προκειμένου να βοηθήσει έναν αμερικανό κατάσκοπο να βάλει τέλος στον καταστροφικό Μεγάλο Πόλεμο.

Θα μπορούσε να είναι άλλη μια κόμικ περιπέτεια της σειράς, αλλά δεν είναι. Ο χαρακτήρας της Wonder Woman που δημιουργήθηκε από τον Γουίλιαμ Μούλτον Μάρστον για λογαριασμό της DC είναι μια απάντηση στο μονοπώλιο των αντρικών υπερηρώων, αλλά και μια άποψη πάνω στη γυναικεία χειραφέτηση που άρχισε να παίρνει σχήμα και μορφή στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Διόλου τυχαία δεν είναι η επιλογή να συνδυαστεί το ιστορικό υπόβαθρο της εποχής (ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν κατονομάζεται αλλά τα πάντα δηλώνουν την ταυτότητά του, με τους Γερμανούς στον «αγαπημένο» τους ρόλο, δηλαδή των κακών της Ιστορίας), με την παρουσία ενός πλάσματος βγαλμένου από άλλες αρχαϊκές εποχές και μύθους που φέρνουν τους ολύμπιους θεούς σε κεντρικό πλάνο. Την πρώτη φορά που είδαμε στο σινεμά την αινιγματική πριγκίπισσα ήταν πριν από ένα ακριβώς χρόνο στην ταινία του Ζακ Σνάιντερ (εδώ είναι παραγωγός), «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης». Στα 2-3 λεπτά που εμφανιζόταν τότε η Γουόντερ Γούμαν ήταν αρκετά για να επισκιάσει τους 2 διασημότερους πρωταγωνιστές της και με όχημα μια ρετρό μυστηριώδη φωτογραφία να ανάψει τη σπίθα που θα γινόταν η φλόγα για τη δική της ταινία. Η ίδια φωτογραφία με τον πολυπεπίπεδο συμβολισμό της, που άφησε το μυστήριο να αιωρείται στο τέλος εκείνης της ταινίας, δίνει το έναυσμα για να ξετυλιχτεί το κουβάρι των αναμνήσεων της ηρωίδας, που αρχικά βλέπουμε σε ένα σύγχρονο κόσμο αλλά γρήγορα μας ταξιδεύει στο χρόνο και τα παιδικά της χρόνια. Εκεί που στο ειδυλλιακό αλλά κρυμμένο στην ομίχλη νησί της μαθαίνει την πολεμική τέχνη, αγνοεί την πραγματική ταυτότητά της και μοιραία συναντά το πεπρωμένο της όταν ένα φλεγόμενο πουλί πέφτει από τον ουρανό και τη φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με ένα ξένο, απειλητικό αλλά και ελκυστικό κόσμο, που αντιπροσωπεύει ο ικανότατος Κρις Πάιν. Η σκηνοθεσία της Πάτι Τζένκινς δεν ξεχνάει στιγμή την αποστολή της, κάτι που ισχύει και για την ηρωίδα της. Και οι δύο βρίσκονται σε αφιλόξενο τόπο. Και οι δύο έχουν επίγνωση του τι πρέπει να πράξουν. Όπως η μεγαλωμένη με αρχές και υψηλά ιδεώδη Νταϊάνα υπερασπίζεται το δίκαιο και την αλήθεια, έτσι και η σκηνοθέτιδα του ανεξάρτητου «Monster» (το Όσκαρ της Σαρλίζ Θερόν) και του τηλεοπτικού «The Killing» γνωρίζει πως η κύρια αποστολή της είναι η ψυχαγωγία του θεατή με βάση την κόμικ αισθητική. Η Τζένκινς κατασκευάζει ένα πετυχημένο, χορταστικό και ντελικάτο από πολλές απόψεις και θεάσεις έργο, χωρίς να αφήσει την προσωπική ματιά της να χαθεί κάτω από το βάρος της ψηφιακής εικόνας και των πολύχρωμων εφέ. Το χιούμορ είναι διακριτικό και έξυπνο (αδικείται από το τρέιλερ που το κάνει να δείχνει μάλλον αφελές και τραβηγμένο), το αναπόφευκτο love story έχει αρκετές διαβαθμίσεις, ανατροπές και ευαισθησία, ο συμβολισμός του σεναρίου ακολουθεί την πολυπρόσωπη και αταξινόμητη προσωπικότητα της πριγκίπισσας των Αμαζόνων, την οποία υποδύεται άψογα η ισραηλινή Γκαλ Γκαντότ, σε ένα ρόλο διαβατήριο που θα την οδηγήσει σίγουρα στον κόσμο των σταρ.


Η χαμένη πόλη του Ζ (The lost city of Z) (** ½ )

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Γκρέι

Παίζουν: Τσάρλι Χάναμ, Ρόμπερτ Πάτινσον, Σιένα Μίλερ, Τομ Χόλαντ

Ο βρετανός εξερευνητής Πέρσι Φόσετ ταξιδεύει στον Αμαζόνιο το 1906 και ανακαλύπτει αποδείξεις για την ύπαρξη ενός αγνώστου πολιτισμού. Αν και θα χλευαστεί στην επιστροφή του από την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα, θα επιστρέψει στην αχαρτογράφητη περιοχή της Βολιβίας, για να βρει περισσότερα ευρήματα της «χαμένης πόλης του Ζ».

Φιλόδοξο, μεγαλόπνοο αλλά και με το βάρος της κατάρας ενός έργου που είναι μοιραίο να καταπιεί το δημιουργό του, όπως συνέβη κι άλλες φορές στο παρελθόν με σκηνοθέτες όπως ο Χέρτζογκ ή ο Τσιμίνο, το φιλμ του Γκρέι δεν θυμίζει σε τίποτα τις προηγούμενες δουλειές («Μικρή Οδησσός», «Η Νύχτα μας ανήκει», «Two lovers») του Αμερικανού. Πρόκειται για ένα φιλμ που αποπνέει δέος για την αληθινή περιπέτεια του βρετανού εξερευνητή που χάθηκε στα δάση του Αμαζονίου, διαθέτει εικόνες μεγαλείου και επικής αντίληψης αλλά δεν γίνεται ποτέ συναρπαστικό παρά την ικανότητα του σκηνοθέτη αλλά και την αποτελεσματική παρουσία του Χάναμ, ανερχόμενου διαρκώς ηθοποιού, τον οποίο είδαμε και πρόσφατα στο ρόλο του βασιλιά Αρθούρου. Ο λόγος έχει να κάνει με την υπερβολική διάρκεια (σχεδόν 2,5 ώρες κρατά το φιλμ) που κουράζει, καθώς και την αίσθηση επανάληψης σε αρκετά κρίσιμα σημεία του έργου.


Tanna (***)

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Μπάτλερ, Μπέντλι Ντιν

Παίζουν: Μαρί Γουάουα, Μουνγκάου Ντέιν

Κάπου στο Νότιο Ειρηνικό, σε μία από τις τελευταίες παραδοσιακές φυλές στην Τάννα, ένα κορίτσι ερωτεύεται τον εγγονό του αρχηγού της φυλής αλλά ο τελευταίος την δίνει ως νύφη στο γιο του αντίπαλου αρχηγού προκειμένου να σφραγιστεί η μεταξύ τους ειρήνη και να σταματήσει το αιματοκύλισμα των δύο φυλών.

Η ταινία από την Αυστραλία που έφτασε αναπάντεχα μέχρι την πεντάδα του ξενόγλωσσου Όσκαρ έχει το προτέρημα μιας εξωτικής ιδιαιτερότητας που πατάει πάντως σε διαχρονικούς μύθους όπως τον περίφημο έρωτα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Η φυσικότητα με την οποία οι ιθαγενείς υποδύονται τους χαρακτήρες τους βοηθάει το έργο να ξεφύγει από τα παραδοσιακά στάνταρ αφήγησης και τους εύκολους μηχανισμούς πρόκλησης ενδιαφέροντος. Εδώ όλα δείχνουν όχι απλώς αυθεντικά αλλά συγκινητικά και τρυφερά μέσα στην απλότητα και τη λιτή απεικόνισή τους. Ταυτόχρονα η ταινία γίνεται ένα εύστοχο σχόλιο για το ιστορικό συναπάντημα δύο ξένων κόσμων, όπου ο αγώνας για επιβίωση αναγκαστικά περνάει όχι απλώς από τη σύγκρουση των αντίπαλων δυνάμεων αλλά κυρίως από τη δοκιμασία της καρδιάς. Ο έρωτας των δύο νέων θα προσπαθήσει να νικήσει τον πόλεμο ακόμη κι όταν όλα (εξαίρετη η σκηνή που οι γυναίκες του χωριού προσπαθούν να πείσουν τη νεαρή κοπέλα να θυσιαστεί για το καλό του τόπου) μοιάζουν να είναι εναντίον τους. 


Με λένε Τζιγκ (Jeeg The Robot) (**)

Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλε Μαϊνέτι

Παίζουν: Κλάουντιο Σανταμαρία, Λούκα Μαρινέλι, Ιλένια Παστορέλι

Ένας μικροαπατεώνας της Ρώμης, ο Έντζο, αποκτά υπερφυσικές δυνάμεις όταν βουτάει κατά λάθος σε βαρέλι ραδιενεργών αποβλήτων στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους διώκτες του.

Η ιταλική εκδοχή περί σούπερ ηρώων είναι ένα κράμα ζωηρής φαντασίας, καταιγιστικής δράσης, μαύρης κωμωδίας και πειραγμένου love story που σάρωσε τα βραβεία Ντονατέλο ενώ συγκέντρωσε περισσότερους από 1 εκατομμύριο θεατές στην Ιταλία. Έχει γούστο και άποψη ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης πέρα από την εμφανή λατρεία του για τους υπερήρωες και είναι ευπρόσδεκτη η προσπάθειά του να εμφυσήσει στο δικό του ήρωα ψήγματα ρεαλισμού και απομυθοποίησης. Δεν τα καταφέρνει άσχημα, παρότι αρκετές φορές η ταινία μεταμορφώνεται σε απλοϊκή φάρσα, ενώ και τα κλισέ έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης στην ενορχηστρωμένη και κατά μεγάλο ποσοστό προβλέψιμη δράση.


ΑΚΟΜΗ

»»» Στον «Αρχιτσιγκούνη» (* ½ ), γαλλική κωμωδία με τον φιλότιμο Ντανί Μπουν, τα κωμικά ευρήματα είναι μεν αρκετά και πετυχημένα στην πλειονότητά τους αλλά η αδικαιολόγητη και αψυχολόγητη στροφή προς το μελόδραμα του τελευταίου ημιώρου αφαιρεί πόντους σατιρικής αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας.

»»» Το «Λατίνοι και άθικτοι», αργεντίνικο ριμέικ της μεγαλύτερης γαλλικής εισπρακτικής επιτυχίας των τελευταίων ετών, κρατά τον αναγνωρίσιμο πρωτότυπο τίτλο κατά το ήμισυ αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν διαθέτει και τη δυνατή χημεία μεταξύ πρωταγωνιστών (όπως είχαν οι Ομάρ Σι και Φρανσουά Κλιζέ) που απογείωσε τους «Άθικτους».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ