Βιβλιο

Όταν ο Όλιβερ Σακς γνώρισε την Bjork

Προδημοσίευση  από το βιβλίο  «Ξάγρυπνη πόλη»  του Bill Hayes 

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 605
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
342230-711433.jpg

Το 2009 ο 48χρονος συγγραφέας και φωτογράφος Bill Hayes έβγαλε εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη, χωρίς την παραμικρή ιδέα τι θα έκανε. Αναζητούσε μια νέα αρχή, μετά την απώλεια του συντρόφου του. Η χαοτική μα γοητευτική μεγαλούπολη, οι χαρακτήρες της, οι διαδρομές με το μετρό, του πρόσφεραν παρηγοριά – την οποία ανακάλυψε και σε έναν αναπάντεχο έρωτα, με τον Όλιβερ Σακς. Ο σπουδαίος επιστήμονας ερωτεύτηκε και έκανε σχέση, στα 75 του για πρώτη φορά, με τον Hayes αλλά και χρειάστηκε να αντιμετωπίσει την ασθένεια που τελικά τον Αύγουστο του 2015 οδήγησε στο θάνατό του. Η «Ξάγρυπνη πόλη» είναι ένα σπαρακτικό χρονικό της ερωτικής σχέσης του Hayes με τον χαρισματικό νευρολόγο και συγγραφέα, της ασθένειας και των τελευταίων χρόνων της ζωής του Όλιβερ Σακς. Εν μέρει ημερολόγιο αντοχής, εν μέρει ερωτική επιστολή προς την πρωτεύουσα του κόσμου και εν μέρει ωδή στην ανεκτικότητα στο διαφορετικό ως μηχανισμό επιβίωσης. Το βιβλίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις ΡΟΠΗ στα ελληνικά, σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ, σε μετάφραση του Βαγγέλη Προβιά.

Το παρακάτω απόσπασμα περιγράφει τη γνωριμία των δύο αντρών με την Bjork.

28 Αυγούστου 2012:

Η Bjork μας κάλεσε στο σπίτι της στο Ρέικιαβικ για φαγητό – μια υπέροχη βραδιά· ο Ο την περιέγραψε καλύτερα: «Όλα ήταν αναπάντεχα».

Οι δύο τους είχαν γνωριστεί μερικά χρόνια πριν, όταν η Bjork του ζήτησε να συμμετάσχει σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC με θέμα τη μουσική, δεν είχαν όμως ποτέ περάσει χρόνο μαζί, να κάνουν παρέα. Στην πραγματικότητα, ο Ο ήξερε πολύ λίγα για το έργο της, μέχρι λίγο πριν κάνουμε αυτό το ταξίδι. Αγόρασα ένα DVD συλλογή με τα βίντεό της και οργάνωσα ένα εντατικό μάθημα περί Bjork για τον Ο. Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού, λίγα εκατοστά από την οθόνη, κάτι που είναι απαραίτητο για να μπορεί να ακούει, παρακολουθούσε ακίνητος, γοητευμένος κυρίως από τις εικόνες, για ενενήντα λεπτά. Εξαιτίας της αδυναμίας του να αναγνωρίσει πρόσωπα, όχι μόνο στο δρόμο αλλά ακόμα και σε ταινίες ή στην τηλεόραση, πότε πότε με ρωτούσε, «Αυτή είναι η Bjork;», ή «Ποια είναι η Bjork;». Το φόρεμα κύκνος τη μία στιγμή, η ρομποτική στολή την επόμενη, η ανελέητη εναλλαγή κουστουμιών και κομμώσεων, τον αναστάτωναν πολύ, αλλά ήταν και βαθιά εντυπωσιασμένος από το ταλέντο και τη δημιουργικότητά της. 

Παρκάραμε στο δρόμο που οδηγούσε στο πάρκινγκ πίσω από το σπίτι της. Την είδα από το παράθυρο της κουζίνας. Φαινόταν να είναι στη μέση μιας δουλειάς, συγκεντρωμένη. Το σπίτι είχε έναν απλό φράκτη από θάμνους. Στην μπροστινή αυλή υπήρχε ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες σε παιδικό μέγεθος, το σκηνικό για μια μάζωξη για τσάι. Δεν είδαμε μονοπάτι, και έτσι περάσαμε μέσα από τους θάμνους, κάπως αμήχανοι, για να φτάσουμε στην εξώπορτα. Μας άνοιξε. Θυμάμαι ότι μας υποκλίθηκε καθώς μας χαιρετούσε. Δεν το έκανε, βέβαια, αλλά η σεμνότητα και ο σεβασμός που απέπνεε προς τον Όλιβερ, δημιούργησαν αυτή την εντύπωση. Μας οδήγησε στην τραπεζαρία, όπου το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο. Η Bjork μας σύστησε σε δύο φίλους της: τον Τζέημς, Εγγλέζο, και τη Μαργκερίτ, Ισλανδή, οι οποίοι είχαν και οι δύο το ίδιο εντυπωσιακά, έντονα κόκκινα μαλλιά. 

Η Bjork είχε τα μαλλιά της χτενισμένα ψηλά, στερεωμένα με μια φουρκέτα με μπλε φτερά. Φορούσε έναν απλό χιτώνα, φτιαγμένο από κάμποσα υφάσματα με διαφορετικά χρώματα και σχέδια· ίσως τον είχε φτιάξει η ίδια. Κάτω από τον χιτώνα φορούσε ένα λευκό παντελόνι και ψηλά πέδιλα. Το πρόσωπό της ήταν χωρίς ρυτίδες, χωρίς μακιγιάζ, όμορφο· τα μάτια της είχαν το χρώμα του νεφρίτη· τα φρύδια της ήταν πυκνά, κατάμαυρα, και είχαν το σχήμα φτερών. 

Μπήκα στην κουζίνα όπου μαγείρευε. Η ταπετσαρία ήταν ένα κολάζ από φωτογραφίες από περίτεχνες κοτσίδες διαφορετικών γυναικών – πολλές Θεές και τα μαλλιά τους. Ήταν πολύ χαλαρή και ανεπιτήδευτη· περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έβγαζε την επιθυμία να είναι καλή οικοδέσποινα – να μας κάνει να νιώσουμε άνετα, να μας ταΐσει, σαν μαμά. Κουβεντιάσαμε για λίγο. Ήμουν όμως πολύ αγχωμένος για να μπορέσω να της πω όσα ήθελα πραγματικά να πω – πόσο σημαντική ήταν για μένα η μουσική της, ειδικά μετά τον θάνατο του Στηβ. 

Μας φώναξε να καθίσουμε στο τραπέζι για φαγητό. Οι καρέκλες ήταν σκαλισμένες σε κούτσουρα δέντρων. Το τραπεζομάντηλο ήταν κεντημένο με όστρακα. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν, σε μικροσκοπικά πιάτα, ψημένοι, ζεστοί, ανάμεικτοι ξηροί καρποί. Σχεδόν αμέσως μας έφερε ένα αχνιστό ταψί με ψητή πέστροφα, μια σαλάτα, και ένα μπολ βραστές πατάτες – «μου αρέσουν με τη φλούδα τους» μας είπε κάπως απολογητικά, «εσάς;». Ο Ο και εγώ κουνήσαμε το κεφάλι. 

Η κουβέντα ήταν πολύ ζωντανή. Μιλήσαμε για την Ισλανδία, για το νέο βιβλίο του Όλιβερ, «Παραισθήσεις»· για το cd της «Biophilia» και τα επόμενα σχέδιά της. Μας είπε πως είχε ηχογραφήσει το «Biophilia» (εμπνεύστηκε το όνομα από το βιβλίο του Όλιβερ «Musicophilia») στο φάρο που είχα προσέξει το προηγούμενο βράδυ, όταν κυνηγούσα τη δύση του ήλιου για να τραβήξω μια καλή φωτογραφία. Η Bjork μας είπε πως είχε στην κουζίνα της ένα ημερολόγιο που κατέγραφε την παλίρροια, την άνοδο και την κάθοδο του νερού, ώστε να ξέρουν πότε να πάνε στο φάρο – καθώς και πόσο χρόνο θα έμεναν «αποκλεισμένοι» εκεί, από την πλημμυρίδα. Γελούσε. «Ήταν πολύ, πολύ ωραία, γιατί αναγκαζόμουν να δουλέψω· δεν μπορούσα να φύγω όποτε μου έκανε κέφι». Μας είπε πως είχε κάνει έρευνα για το αν μπορούσε να αγοράσει τον φάρο. Δεν προχώρησε η αγορά, αλλά είχε την άποψη πως αυτό ήταν το καλύτερο. «Ένας φάρος πρέπει να ανήκει σε όλους».

Αφού φάγαμε, μας οδήγησε από το τραπέζι, μέσα από μια μικρή πόρτα, στις σκάλες. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένες. Ο Όλιβερ –ο αιώνιος επιστήμονας και φυσιοδίφης– ήξερε γιατί: «Αυτές είναι πέτρες βασάλτη! Αυτή είναι μια σκάλα σμιλεμένη σε έναν όγκο από βασάλτη!» Η Bjork το επιβεβαίωσε. Η εικόνα της ελικοειδούς σκάλας γινόταν ακόμα πιο εντυπωσιακή από το κιγκλίδωμά της – που ήταν φτιαγμένο από πλευρικά οστά φάλαινας. 

Η Bjork χαμογέλασε και βοήθησε τον Όλιβερ να ανέβει. «Και αυτό», έδειξε το φωτιστικό που κρεμόταν από πάνω μας και έριχνε το ζεστό φως του στη σκάλα, «το φτιάξαμε εγώ και η κόρη μου από κελύφη μυδιών. Δεν σκοπεύαμε να το έχουμε εδώ για πάντα... αλλά μας άρεσε πολύ». 

Ανέβηκε σε ένα δωμάτιο ακόμα πιο πάνω, με εμάς να ακολουθούμε από πίσω. Εκεί, μας έδειξε δύο πειραγμένα μουσικά όργανα, μια τσελέστα και κάτι που έμοιαζε με τσέμπαλο. Και τα δύο τα είχε τροποποιήσει με κάποιον τρόπο, με την βοήθεια οδηγιών από ένα πρόγραμμα στο Mac της. Ο Ο ήταν τελείως συνεπαρμένος καθώς του εξηγούσε πώς ακριβώς το έκανε αυτό. Τότε ήταν, εκείνη τη στιγμή, που συνειδητοποίησα πόσο πολύ έμοιαζαν εκείνη και ο Όλιβερ –σύντροφοι διάνοιες, απίστευτα, αυθεντικά, βαθιά ευφυείς– ενώ την ίδια στιγμή ήταν και τόσο αταίριαστο ζευγάρι φίλων. 

Όταν κατεβήκαμε στον κάτω όροφο, η Bjork μας έφερε μια πίτα με φραγκοστάφυλα, που τα είχε μαζέψει από τα δικά της φυτά. Την είχε φτιάξει μαζί με την κόρη της το προηγούμενο βράδυ. «Επειδή ήταν η μαγείρισσα, έπρεπε να φάει πρώτη» μας είπε, δείχνοντας ένα κομμάτι που έλειπε. Μας τη σέρβιρε γαρνιρισμένη με άφθονο φρέσκο, σκέτο Skyr –μια κρέμα με ωραία, ξυνή αίσθηση– και με καφέ και τσάι. Το σερβίτσιο ήταν από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων – κάθε φλιτζάνι ήταν μισό, κομμένο στη μέση. «Έμαθα πως αυτά είναι για δεξιόχειρες, τα φλιτζάνια τσαγιού» μας είπε, «ή πολλές φορές καταλαβαίνω ποιοι είναι αριστερόχειρες, παρατηρώντας τους να προσπαθούν να πιουν από αυτά». Γέλασε σαν παιδί.

Τελειώσαμε την πίτα μας. Κοίταξα το ρολόι του Όλιβερ, έδειχνε τρεις και μισή· ήμασταν εκεί ήδη τρεις ώρες. Ο Όλιβερ της υπέγραψε ένα αντίγραφο του ακόμα ακυκλοφόρητου βιβλίου του «Παραισθήσεις» – «θα είσαι το μοναδικό άτομο σε ολόκληρη την Ισλανδία με αυτό το βιβλίο» – και εγώ της πρόσφερα ένα αντίτυπο από κάποιο δικό μου. «Για την Bjork, με ευγνωμοσύνη» ήταν η αφιέρωση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ