Βιβλιο

Μαρία Μήτσορα

Η τελευταία συλλογή από «πολύτιμους λίθους»

42352-95226.jpg
Κωνσταντίνος Ματσούκας
ΤΕΥΧΟΣ 514
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
88487-198523.jpg

Δεν μπορώ να ξεφύγω από την (παρακινδυνευμένη) σκέψη μιας υφολογικής διασταύρωσης της Ζατέλη με τον Μπάροουζ, με μια πρέζα Σιμόν Βέιλ. Δηλαδή, η αφθονία και εκζήτηση στην εικονοποιία, η καταραμένη θεματολογία και η θραυσματικότητα της γραφής. Και, μόνιμη επωδός, η επίκληση του απόλυτου. Η φράση, για παράδειγμα, «Πρέπει να υπάρχει μια φυγόθεος δύναμη, αλλιώς τα πάντα θα ήταν θεός» ανήκει στη Βέιλ, αλλά εύκολα φαντάζομαι να την ξεστομίζει η Μαρία Μήτσορα. Έκφραση της επιθυμίας να ζαλωθείς ένα όραμα (ασπίδα και φτερά μαζί) και να αναλωθείς στο όνομά του. Δεν ξέρω πόση σημασία έχει αν αυτό λέγεται θεός ή έρωτας ή ένας καλύτερος κόσμος...

Να όμως που η στράτευση των χαρακτήρων της Μήτσορα στο απόλυτο, τους κλέβει μια διάσταση. Σε κανέναν τους δεν επιτρέπεται να ζήσει τίποτα τετριμμένο. Μιλούν σε κώδικα, ακόμα και οι σιωπές τους είναι εκρηκτικές, ονειρεύονται τη ζωή τους από έναν παράλληλο τόπο και ξυπνούν πάντα κάθιδροι. Ακόμα κι όταν καπνίζουν κοιτάζοντας τον ορίζοντα βλέπουν εκεί (ή θυμούνται) τα ακατονόμαστα. Ακόμα και όταν πλήττουν, το κάνουν με πάθος. Οι άλλοι, εκείνοι που ζουν ακολουθώντας τις συμβάσεις, είναι συνήθως οι κομπάρσοι στο δράμα τους, οι αφορμές για να εξαίρεται η διαφορετικότητά τους. Ή, αλλιώς, η συμμετοχή των κύριων χαρακτήρων σε συμβατικά σενάρια (π.χ. γάμος) είναι για να τα ανατρέψουν, ματαιώσουν, εξαργυρώσουν με κάτι πιο ριψοκίνδυνο και αληθινό. «Ναι, ας είμαστε λίγο άπιστοι». Θυμίζουν λίγο τα φαντάσματα στο «Infinite Jest» του Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας που χρειάζεται να καταβάλουν τεράστια προσπάθεια για να γίνουν ορατοί από τους κοινούς θνητούς, μια και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παραμείνουν ακίνητα στο ίδιο σημείο για πολλά χρόνια: «Η αγάπη μάς σταματάει, γι’ αυτό δεν θ’ αγαπήσω ποτέ».

image

Το καστ από διάττοντες συνεπάγεται και μια αντίστοιχη σκηνοθεσία. Όλα σκληρά και λαμπερά, η προδοσία και η απώλεια σε ημερήσια διάταξη, κάθε βήμα να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο χείλος. Είτε εκτίναξη, είτε καταβαράθρωση, ο βασανιστικά αργός χρόνος του κτισίματος παραχωρημένος εξαρχής σε «έναν μέλλοντα του καίω». Η απόλαυση όμως, συμπεριλαβανομένης της αναγνωστικής, βασίζεται στα κοντράστα, στην εξύφανση των εντάσεων, στην αυξομείωση του ρυθμού. Το άνθισμα ενός λουλουδιού ενέχει, όπως έχει ειπωθεί, και πολλή πλήξη.

Παρόλα αυτά. Τα καλύτερα διηγήματα σε αυτή την τελευταία συλλογή από «πολύτιμους λίθους» τα προκρίνει όχι η λάμψη (η φαντασμαγορία) αλλά η στόχευση και η δομική αρτιότητα. Για παράδειγμα, το σφιχτό, συμμετρικό ζύγιασμά του «από τη μέση και κάτω» όντως παραπέμπει στο σχήμα ουράς γοργόνας. Παρομοίως, η τελική αναδίπλωση στο «Ζενάιντα Τζουνόνα» ανοίγει την αφηγηματική βεντάλια σε μια βαθιά, θριαμβευτική ανάσα. Κυρίως, όμως, «Ο γάτος που δεν ξέρει χορό», η ημερολογιακή καταγραφή ενός μοναχικού τέρατος που βρίσκεται σε εμπόλεμη σχέση με την καρδιά του, ξαφνιάζει με τη διάρκεια, τη λεπτομέρεια και την κλιμάκωσή της. Ίσως το πραγματικό διαμάντι της συλλογής να είναι αυτές οι είκοσι σελίδες που εντρυφούν στην ιστορία του Κακού Λύκου από τη δική του οπτική γωνία.

Εδώ, φόρμα και περιεχόμενο συζεύονται ευτυχέστατα σε μια γλώσσα που τα συνειρμικά της ξεστρατίσματα και τα τριποδίσματα του οίστρου της υπηρετούν την αποκάλυψη, εκατοστό προς εκατοστό, της μύχιας σχέσης ανάμεσα στον έρωτα και το φόνο. Εξαίρετο.

Κεντρική Φωτό: Χρήστος Διαμάντης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ