Βιβλιο

Το «Confiteor» του Ζάουμε Καμπρέ

Κανείς διθύραμβος δεν είναι αρκετός για το βιβλίο – σταθμό του καταλανού συγγραφέα

karathanos.jpg
Δημήτρης Καραθάνος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
134851-307811.jpg

Αν πρόκειται να διαβάσετε μόνο ένα βιβλίο φέτος, τότε ας είναι το «Confiteor» του Ζάουμε Καμπρέ. Στην πραγματικότητα, οι μυθιστορηματικές συμβάσεις αδυνατούν να περιγράψουν το ογκώδες αφήγημα που πλάθει έναν ολόκληρο κόσμο, μέσα στον οποίο μπορείς να χάσεις και να ανακαλύψεις τον εαυτό σου χωρίς να νοιάζεσαι στο παραμικρό περί του τι διαδραματίζεται έξω από τα όριά του. Ανάλογα με την έμφαση και τα άπειρα κεντίδια της περίτεχνης υφής του, το «Confiteor» είναι: Η ιστορία του βιολιού Βιάλ και των διαφόρων προσώπων που πέρασαν από τη ζωή του. Το τραγικό ρομάντζο δυο νέων που τους έκλεψαν τη νιότη. Μια καταγγελία της βίας που ασκήθηκε στο όνομα οποιουδήποτε ιδανικού. Μια εμβριθέστατη πραγματεία γύρω από το ποιητικό αίτιο του κακού. Η καταδίκη οποιασδήποτε ανομίας εκτελέστηκε στο όνομα ενός θεού ή μιας πατρίδας. Η καταγραφή των σκοτεινότερων επεισοδίων του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Μια μεγάλη ρωσική κούκλα γεμάτη μυστικά, που περνούν από την Ιερά Εξέταση στο Ολοκαύτωμα, ώστε να καταδείξουν κοινές όψεις του ερέβους. Και, καθώς πρόκειται για ένα μεγάλο, συνολικό μυθιστόρημα που δεν παραλείπει καμία παράμετρο της ανθρώπινης κατάστασης, είναι και μια διατριβή γύρω από τη ματαιότητα της επιδίωξης της ευτυχίας. Δεν μπορείς να ζητήσεις κάτι παραπάνω από ένα βιβλίο. Η αίσθηση αποχωρισμού που βιώνεις στο φινάλε του είναι σχεδόν σωματικά επώδυνη.

Ο Αντριά Αρντέβολ συστήνεται σε προχωρημένη ηλικία, διαγνωσμένος με επιταχυνόμενη εκφυλιστική ασθένεια του εγκεφάλου. Με τον χρόνο του να φυλλορροεί καθώς το Αλτσχάιμερ προελαύνει, στέκεται μόνος μπροστά στο χαρτί, «την τελευταία του ευκαιρία». Στη μια πλευρά της κόλλας, ένας στοχασμός με μαύρο μελάνι, με τίτλο «Το πρόβλημα του κακού». Στην πίσω όψη, το πυκνογραμμένο με πράσινο μελάνι αφήγημα της ζωής του, το οποίο μεταπηδά από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο συχνά στην ίδια φράση, σε ένα μυθοπλαστικό τρικ που αποτυπώνει ταυτόχρονα τη νοητική αχλή, καθώς και το απαραίτητο πηγαινέλα ανάμεσα σε πρόσωπα και εποχές, καθώς για τον πρωταγωνιστή «τα πάντα είναι ιστορία, επειδή η ιστορία οποιουδήποτε πράγματος εξηγεί την τωρινή του κατάσταση».

Ο Αντριά κάνει τη γνωριμία μας ομολογώντας ότι ούτε όταν ήταν μικρός δεν είχε υπάρξει παιδάκι. Γεννημένος το 1946 στη Βαρκελώνη από γονείς δίχως καμία ευαισθησία απέναντι σε οτιδήποτε δεν είχε να κάνει με την ευφυΐα του, μιλά δέκα γλώσσες στην ηλικία των επτά, προορίζεται να σπουδάσει τρεις επιστήμες, μελετά βιολί και αγγίζει επίπεδα τόσο εντυπωσιακής ευρυμάθειας, ώστε να επιδεικνύεται περίπου σαν τέρας για τα πανηγύρια. Σύντροφος κάθε στιγμής και εκτελεστής των τελευταίων επιθυμιών του, ο Μπερνάτ Πλένσα. Πόθος της καρδιάς του, η Σάρα Βόλτες – Εψτέιν, στο πλευρό της οποίας ζει τον τυφλό έρωτα ενόσω ο φρανκισμός χτυπά με κλομπ οτιδήποτε αντιπροσωπεύει τις τέσσερις μεγάλες μάστιγες που το καθεστώς προσπαθεί να εξαλείψει –κομμουνιστές, μασόνους, καταλανιστές και Εβραίους. Σε μια τυπική σκευωρία αλά Καπουλέτοι και Μοντέκοι, ο Αντριά χάνει τη Σάρα στα 23 του και έκτοτε απομένει με την ιδέα της ευτυχίας ως άπιαστου ιδανικού, την οποία καταπραΰνει μέσα από την επιθυμία να βάλει τον κόσμο σε τάξη, χάρη στη μελέτη.

Πίσω από το λυρικό μοτίβο, το σκοτεινό υπόβαθρο και οι ποικίλες παράλληλες αφηγήσεις που δεν παρεισφρέουν ακριβώς, όσο ενσωματώνονται στον πυρήνα της μεθυστικά μυητικής γραφής του Καμπρέ. Ο Αντριά είναι συμπτωματικά κληρονόμος ενός ανεκτίμητου βιολιού, το οποίο κατασκεύασε ο Λορέντζο Στοριόνι το 1764 στην Κρεμόνα. Το έγχορδο πήρε το όνομά του από τον Γκιγιώμ – Φρανσουά Βιάλ, που απέσπασε το Στοριόνι δολοφονώντας τον Ζαν – Μαρί Λεκλέρ, και κάποτε φτάνει στα χέρια του δόλιου παλαιοπώλη Φέλιξ, πατέρα του Αντριά, ο οποίος βγαίνει σε ραντεβού με το βιολί και αποκεφαλίζεται, και το αγκάθι του μυστηρίου αρνείται να βγει, καθώς η απρόθυμη αστυνομία σερβίρει ψέματα στην οικογένεια Αρντέβολ και οι ντετέκτιβ αποσύρονται από την υπόθεση επιστρέφοντας τις προκαταβολές, ενώ αμετανόητοι ναζί που δρουν υπό την ανοχή του ισπανικού νόμου διαδραματίζουν τον δικό τους ρόλο, και εδώ πλέον η ιστορία επιδίδεται σε φρενήρη ζιγκ ζαγκ στον χώρο και τον χρόνο, συνθέτοντας έναν γεωγραφικό άτλαντα που περνά από μοναστήρια του Μπουργάλ τον 14ο αιώνα, τα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης, το Παρίσι του 18ου αιώνα, τη Ρώμη της περιόδου 1914-18, τη Βαυαρία της δεκαετίας του 1970, το Άουσβιτς της περιόδου της «τελικής λύσης», τη Βαρκελώνη του τότε και του τώρα, όλα αυτά επιστρατεύοντας περισσότερους από εκατόν πενήντα χαρακτήρες, από το δράμα της οικογένειας που ανίχνευσε το ξύλο από το οποίο λαξεύτηκε το βιολί, έως τον Ρούντολφ Ες, σέρβους παρτιζάνους, ακαδημαϊκούς γερμανικών πανεπιστημίων, καλόγερους, οργανοποιούς, δολοφόνους στην υπηρεσία ιεροεξεταστών, χασάπηδες των Ες Ες που ζουν καμουφλαρισμένοι στην Αφρική, βιολιστές διεθνούς φήμης, φιλοσόφους, κλεπταποδόχους, τυχοδιώκτες, όρνεα και επίγειους αγγέλους.

Όπως και στο άλλο κολοσσιαίο σύγχρονο έργο με επίκεντρο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το «Ευμενίδες» του Τζόναθαν Λίτελ, όπου η θηριωδία διέτρεχε κάθε σελίδα και οι φούγκες του Μπαχ μελοποιούσαν εν ψυχρώ εκτελέσεις, υπάρχει και εδώ άφθονη μουσική, που προκαλεί δάκρυα στους αθώους και ναυτία στους εγκληματίες. Όπως και στις «Ευμενίδες», έτσι και στο αριστούργημα του Καμπρέ, ο πόλεμος συνιστά ιδανικό όχημα για να αναδυθεί η τερατωδέστερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης.

Υπάρχει η ταλισμανική αίγλη των συμβόλων που εκφράζεται μέσα από χειρόγραφα του Καρτέσιου και βαρύτιμους θησαυρούς που αλλάζουν χέρια σε στενούς διαδρόμους, μέχρι μικρές πετσέτες σε βαγόνια του θανάτου και καουμπόηδες και ινδιάνους της παιδικής ηλικίας που φυλάνε σκοπιά ως το τέλος. Υπάρχουν τα αμετανόητα κτήνη και όσοι αφιερώνουν κάθε στιγμή της ζωής που τους απομένει στο να βοηθούν όσους έχουν ανάγκη. Υπάρχει η υποψία ότι μπορείς να επανορθώσεις σε έναν άνθρωπο το κακό που έχεις κάνει σε κάποιον άλλο, παράλληλα με την ιδέα ότι θεός δεν υφίσταται και οι άνθρωποι πρέπει να αμυνθούν όπως όπως ενάντια στις καταστροφές της ιστορίας. Είπαμε, πρόκειται για ένα μεγάλο μυθιστόρημα που διεισδύει με το μικροσκόπιο στα σπλάχνα μιας ανθρωπότητας που ρέπει ταυτόχρονα προς το μεγαλείο και την ποταπότητα.

Εδώ, το «μετά το Άουσβιτς είναι αδύνατον να υπάρξει ποίηση» του Αντόρνο προεκτείνεται στους αιώνες και στις φρικαλεότητες όλων των εποχών για να καταδείξει ότι η σκληρότητα είναι παρούσα εδώ και τόσους αιώνες, που η ιστορία της ανθρωπότητας θα ήταν το χρονικό της ανυπαρξίας της ποίησης «μετά από». Καθώς ωστόσο, παρά τα μουσεία που φτιάξαμε για να θυμόμαστε το Άουσβιτς, και παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των ερευνητών, μόνο η τέχνη και η λογοτεχνική δημιουργία μπορούν να μεταδώσουν την αλήθεια του βιώματος, η ιδέα που προτιμάται είναι ότι «η ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι πιο αναγκαία από ποτέ». Αυτό είναι και το μεγάλο θέμα του έργου, καθώς και το δίλημμα που απευθύνεται προς τον αναγνώστη υπό τη μορφή ερωτηματικού, ο οποίος ως τον επίλογο έχει αφομοιώσει φως και σκοτάδι σε πληθωρικές ποσότητες.

«Μερικές φορές σκέφτομαι τη δύναμη της τέχνης και της μελέτης της τέχνης και τρομάζω», σημειώνει ο Αντριά. «Μερικές φορές δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται, ενώ μπορούν να ασχοληθούν με τόσα πράγματα». Το ζήτημα που διατυπώνεται είναι προπάντων ηθικό και συνοψίζεται στο αν ζωή σημαίνει να πράττεις το κακό ή να μην το πράττεις. Το «Confiteor» βάζει το δάχτυλο στην πιο βαθιά πληγή της ψυχής. Στις σελίδες του εγγράφεται με τον πιο καθηλωτικό τρόπο το απόσταγμα της ευρωπαϊκής ιστορίας και τέχνης.

Το πολυβραβευμένο και μεταφρασμένο σε δεκαπέντε γλώσσες έργο του καταλανού συγγραφέα χρειάστηκε οκτώ χρόνια για να ολοκληρωθεί, ενώ θεωρήθηκε «οριστικά ημιτελές» από τον δημιουργό του στις 27/1/2011, ανήμερα της επετείου της απελευθέρωσης του Άουσβιτς. Τι κρίμα να τελειώνουν τέτοια βιβλία… Και μόνο ο κατάλογος των προσώπων του δράματος ξεφυλλίζεται σαν ένα ευρετήριο πολύτιμων αναμνήσεων.

image

Ζάουμε Καμπρέ, «Confiteor», σελ. 736, εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ