Βιβλιο

18 ποιήματα για την ποίηση

Από το εξαντλημένο βιβλίο «Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους» 

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
345772-718146.jpg
Έργο του Μανόλη Χάρου

Από το εξαντλημένο βιβλίο «Οι αστικοί χώροι είναι ποίηση από μόνοι τους» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑΟΥ.ΚΕ, ΑΘΗΝΑ 2008)


ΑΣ΄ ΤΟΥΣ  ΝΑ ΛΕΝΕ

Δε σε χωράν των μεν οι ταξικές οι επιμετρήσεις

Ντούροι φετφάδες  μαρξισμών – λενινισμών,

Ούτε  των δε οι θεολογικές οι  «πυρπολήσεις»

Ρήματα νεορθόδοξων θρησκευτισμών,

Ούτε  τα μπλε, κυανά, γλαυκά, γαλάζια  των Αιγαίων

Αφελέστατ’ αθύρματα ευπορότατων νέων.–

Άσ΄ τους να λένε, Κώστα Καρυωτάκη,

Άσ΄ τους σ΄ ενός εκάστου τη φενάκη.

Αν έσπειρε παιδιά ο δικός σου κάματος!–

«Οδός Δερβενίων», «Δύσκολος θάνατος»,

«Μαύρα λιθάρια », «Άγονος γραμμή»…

...Κι εν γένει οι ελαυνόμενοι από μελαγχολικήν ορμή,

Όσοι από «νέοι, σχεδόν παιδιά» τραβιούνται με σαράκια,

(Συν τα δικά μου, παγκοσμίως άγνωστα, στιχάκια). 

(2005)

                                               

Κώστας Καρυωτάκης: μείζων Έλληνας ποιητής

φετφάδες: ποιμαντορικές εγκύκλιοι σιιτών  κληρικών, με ισχύ απόλυτου κανόνα για τους πιστούς  

αθύρματα: παιχνίδια

γλαυκά: γαλάζια

φενάκη: περούκα, απάτη, αυταπάτη

«Οδός Δερβενίων »: ποίημα  του Τίτου Πατρίκιου

«Δύσκολος θάνατος»: ποιητικό βιβλίο του Νίκου – Αλέξη Ασλάνογλου

«Μαύρα λιθάρια»: ποιητικό βιβλίο του Μιχάλη Γκανά

«Άγονος γραμμή»: ποιητικό βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου

«νέοι, σχεδόν παιδιά»: από το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη «Τι νέοι που φτάσαμεν  εδώ»

ελαυνόμενοι: κινούμενοι 

[ΤΙ ΘΑ ΄ΚΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΙΧΟ-…]

Τι θα ΄κανα χωρίς το μέτρο και το στίχο–

Θα τρελαινόμουνα στον κάθε ανοίκειο ήχο

Θα ΄σπαγα το κεφάλι μου στον τοίχο.

Τώρα μέσα στη τρέλα μου όμως  κάτι θα πετύχω

Και κάποια μάγκικη ομοιοκαταληξία θα τύχω.

Κι αν δεν τα καταφέρω, κι αποτύχω,

Δεν πρόκειται να ξεφυσάω, να βρίζω και να βήχω

Όλο και κάτι θα σκεφτώ και στον ελεύθερο το στίχο.

«ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ»

Λέει ο Γκανάς: «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία»

Να το δεχτούμε, ως τρανταχτή πρωτοτυπία.

Μα τόσα ωραία που έγραψε, δεν έχει σημασία

Πού θα ΄τανε ο τάφος του–  δεν έχει καν ουσία.

Γιατί τον διάβασε συγκινημένη η γαλαρία,

Τραγούδια τού  απέδωσε σπουδαία η στιχουργία,

Εντέλει, τον τραγούδησαν ΑΕΙ και φανταρία.

Και σημασία –άρα– καμιά, πού η τοποθεσία.  

 «Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία»: ποίημα του Μ. Γκανά

Χαυ(φ)τεία:  κεντρικότατη περιοχή της Αθήνας, το κομμάτι  της Αιόλου μεταξύ Πανεπιστημίου - Σταδίου

Τραγούδια τού απέδωσε σπουδαία η στιχουργία: ο Γκανάς είναι και εξαίρετος  στιχουργός

ΑΕΙ: Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα

ΘΑ ΔΕΙΞΕΙ (ΕΥΣΕΒΕΙΣ  ΠΟΘΟΙ)

Δε γράφω τα στιχάκια μου για θείτσες

Που ψηφίζουνε Αντρέα  και Δεξιά

Ούτε για ευυπόληπτους πολίτες

Που τη βρίσκουν με Αντώνη Σαμαρά.

Δε με νοιάζουν οι θεούσες με τους κότσους

Ούτε των καλών σχολείων τα παιδιά

Ούτε και του Κουκουέ οι οικοδόμοι

Εργολάβοι που το παίζουν «εργατιά».

Δε μ΄ ενδιαφέρει ο μέσος άνθρωπος

Ο γνωστός δηλαδή τηλε – μαλάκας

Μ’ «αίμα, σπέρμα, δάκρυ» και με σίριαλ

Εναλλάξ του τρόμου και της πλάκας.

Θα ΄θελα να με νιώσουν οι ψαγμένοι:

Φοιτητές που δε φοιτούνε πουθενά

Οι φευγάτοι που την κάνουν απ΄ το σπίτι

Οι σμηνίτες που κλωτσάνε στη σκοπιά

Τα κορίτσια που δουλεύουν στα χωράφια

Τα παιδιά που δεν έχουν ντι βι ντι

Όσοι πάνε φυλακή για μια ιδέα

Οι μαθήτριες που δεν κάνουν προσευχή.

Όσοι κολυμπάν κόντρα στο ρεύμα

Σπάνιοι κι αυστηρά ξεχωριστοί

Που γουστάρουνε ασπρόμαυρες ταινίες

Και διαβάζουν Καρυωτάκη ως το πρωί. 

Ανδρέας (Παπανδρέου),  Σαμαράς: πολιτικοί

«αίμα, σπέρμα, δάκρυ»: ο λεγόμενος χρυσός κανόνας των κίτρινων και ροζ μίντια

ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Μια λέξη ψάχνω

Ενδεδειγμένη

Μονάχα μία

Μου κάνει εδώ

Εκείνη ψάχνω

Στρυφνή, χαμένη

Εκείνη μόνο

Αποζητώ.

Αν μου προκύψει

Ολοκληρώνω

Το κάθε ποίημα

Που πολεμώ

Αλλιώς τα σκίζω

Και τα ματώνω.

Αυτό το ποίημα

Τελειώνει εδώ—

ΕΙΣ ΠΑΛΑΙΟΝ ΣΥΜΜΑΘΗΤΗΝ, ΟΜΟΤΕΧΝΟΝ

                                                    Δ.  Μ.

Τον Ψυχάρη τον καταφρονείς

Της δημοτικής το έχασες το πλοίο

Φάση τωρινή: Έλιοτ, μπαγλαμάς

Και αμφισβητίες (των Εξαρχείων;)

Μας κρατάν τα ούζα που τραβάμε

Κι ο Νοέμβρης του ΄73

Καιρό όμως τώρα περπατάμε

Άλλοι με κερί κι άλλοι με λυχνία.

Νιόνιο, «εσέ σού πρέπει στέρεα γη»

Άσε του μπαρόκ τις μαλακίες

Μέσα στη θανάσιμη ζωή

Βάδιζε αργά κι άκου ρομβίες.

Ψυχάρης:  ηγέτης των δημοτικιστών κατά τα τέλη του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα

Έλιοτ: μείζων αμερικανοβρετανός ποιητής του 20ου αιώνα

Νοέμβρης του ΄73: χρονολογία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου

μπαρόκ: καλλιτεχνικό ρεύμα  που γεννήθηκε το 17ο αιώνα. Κύρια χαρακτηριστικά: μεγαλοπρέπεια και   βαρυφόρτωμα

εσέ σού πρέπει στέρεα γή: από το «Πούσι» του Ν. Καββαδία

ρομβία: είδος λατέρνας

[ΔΕ ΣΥΜΒΙΩΝΩ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ…]

Δε συμβιώνω με κανέναν                   μόνο ζω με τους πολλούς

Είμαι βλέμμα δίχως «βλέπω»             δεν αξίζει να μ΄ ακούς.

Πού πηγαίνει το μυαλό μου;               Πού απών μου ο σκοπός;

Σκότος χέρι, σκότος πόδι.                   Γύρω δεν υπάρχει φως.

………………………..                     ………………………..

………………………...                    ………………………...

Η γενιά μου καταρρέει                        ένα μάταιο σκηνικό

Στερεμένο ποταμάκι                            μουσική χωρίς ρυθμό.

Και το μόνο που μου μένει                 (ίσως, κάτι, τελικά):

Μια παλιά στιχοποιία                         για ευαίσθητα μυαλά.

σκότος χέρι, σκότος πόδι: παράβαλλε «Φως το χέρι, φως το πόδι» από το  «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1979

Εγώ την ποίηση μαρτυράω

Καθώς μόνος

Μέσω μιας δήθεν  «ιεράς» εικόνος

Στραβές γραμμές τραβάω.

Εγώ την ποίηση χαϊδεύω

Ενώ άλλοι

Έχοντας φτάσει σε μεγάλο χάλι

Δε με βλέπουν τα χέρια ν΄ αναδεύω

Εγώ στην ποίηση φωτιά βάζω

Ενώ εσείς

Γερμένοι από το πλάι της κουπαστής

Σπάτε τ’  ατομικό σας βάζο.

Εγώ στην ποίηση ματώνομαι

Καθώς όλοι

Πτώματα ζωντανά μες στη φορμόλη

Χαίρονται που σκοτώνομαι.

ΥΣΤΕΡΟΓΝΩΣΙΑ

                                      Κώστας Καρυωτάκης

«Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση»

Και τον ζητούν τ΄ ανύποπτα κορμιά των γυναικών

Τώρα που πλέον φανερά γέρνουμε προς τη δύση

Απ΄ τη ζωή αφιππεύουμε και πάμε σημειωτόν.

«Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως του ηλίου»

Τα γέλια ξεμακραίνουνε και φεύγει η μουσική

Γίναμε πεισιθάνατοι στα όρια του γελοίου

Μας δείχνουν με το δάχτυλο και φεύγουνε πιο κει.

«Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι»

Στίχοι θανάτου, βέβαια, και θάνατου αχός:

Πώς ξύσαμε για μια στιγμή τη φύση με το νύχι

Και, με το τέλος της φωτιάς, στερεύει κι ο καπνός.

Ο αναγνώστης παρακαλείται ν΄ ανατρέξει στο «Υστεροφημία» του Καρυωτάκη, από όπου ο παραλλαγμένος τίτλος, η συνολική φόρμα του ποιήματος και ο πρώτος στίχος της κάθε στροφής.

αφιππεύω: κατεβαίνω από το άλογο 

κατόπι: πίσω, σε ακολουθία, στη συνέχεια

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Μέσα στη νύχτα, από  ’ναν ύπνο που δεν έρχεται

Τα χέρια σφιγμένα πίσω απ’ το κεφάλι

Το βλέμμα στο βάθος του σκοταδιού–

Ο πυρετός των στίχων μού τρώει το μυαλό.

Μια ποίηση θνησιγενής, χωρίς προοπτική

Πέντε έξι θέματα τριμμένα, όλο τα ίδια

Φτωχά φτωχά τα πράματα–

Ο πυρετός των στίχων μού τρώει το μυαλό.

Κι αν κάτι αλλιώτικο δε λέει τόσον καιρό να βγει

Όμως αυτό το ποίημα ξέρω εγώ να γράφω.

Η ΑΙΤΙΑ

Γράφουμε ποίηση για την πολυσημία των νοημάτων

Ώστε να γίνεται ποιητής (κι) ο κάθε αναγνώστης

Ώστε έκαστος να ολοκληρώνει τη συγκίνησή του μόνος

Αφ΄ εαυτού κι ανάλογα με τη στιγμή

Να νιώθει κατά βούληση το στίχο.

Το αποτέλεσμα οφείλει να διαλύεται

Αν και μια λέξη μόνο –Τι λέω; Μια παρένθεση, ένα κόμμα–

Αλλάξει ή εξοβελιστεί ή κινηθεί πιο πέρα.

Γράφουμε ποίηση για τον υπαινιγμό των νοημάτων

Για τη στοχαστική διέλευση των φευγαλέων ωρών

Και για το διαρκές αβέβαιο των πραγμάτων.

ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ

Όταν ο ίδιος δε θα υπάρχει –καμιά λύπη–

Θα υπάρχουν όμως  τα τιρκουάζ πλακάκια της Βικτώριας,

Το παζάρι των φτωχών από το Γκάζι στον Κεραμεικό,

Η μυρωδιά απ΄ το κοκκινόχωμα, υγρό, των πεύκων,

Οι ιδρωμένοι στων γυμναστηρίων τις βιτρίνες,

Κι όσα άλλα διατρέχει ο ηλεκτρικός των νέων Αθηναίων.

Στ΄ αλήθεια καμιά λύπη.

Άγνωστες κυρίες και πάλι θα σχολιάζουν κάποιον ποιητή

Που θα σώζει κάποιο στίχο στο πρώτο τυχόν παλιόχαρτο

Ή θα ηχογραφεί μια ιδέα στο κινητό,

Στην Αττική, στο Φάληρο ή στο ΚΑΤ

Ή όπου αλλού στον πολυαγαπημένο ηλεκτρικό.

Και όντως, καμιά λύπη.

Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων,

Απαρατήρητοι κυκλοφορώντας μες στα τούνελ

Άλλοι ποιητές θα διέρχονται το αστικό τοπίο

(Πολύχρωμο, πολύγλωσσο των νέων Αθηναίων)

Συλλέγοντας εικόνες, σωρεύοντας τις σκέψεις

Και γενικά τα υλικά, πού, όταν τα κάνουν στίχους,

Θα φέρουνε, ίσως, και σ΄ αυτούς

Και τη δική τους «καμιά λύπη».

ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΦΑΣΑΡΙΑΣ

Επειδή ζούμε ακριβώς στην εποχή της φασαρίας

Χρωστάει η ποίηση μας να ’ναι  σιωπηλή

Μόνοι τους, το βιβλίο κι ο αναγνώστης,

Που ξανά στον ίδιο στίχο να γυρίζει,

Με εναλλακτικές προσαρμογές και δοκιμές.

Μόνο μες στο μυαλό οι ήχοι να μιλάνε.

Όποιος απαγγέλλει, διαστρέφει  το ποίημα

Το φθέγγεσθαι τους στίχους διαλύει

Στερείται η επανανάγνωση ως ηδονή

Και καταντά η ποίηση καθεστώς σε  πλατείες

Σ΄ επετείους, σε κηδείες, σε φεστιβάλ,

Σε πάσης φύσεως εν γένει «εκδηλώσεις»

Και –έλεος!–   σε «ποιητικές βραδιές».

Επίσης, κύριε ομότεχνε,

Μην πεις «σε  τίποτα δε φταίω εγώ»

Αν άλλος εν αγνοία σου τους στίχους σου απαγγείλει

Γιατί οι ίδιοι οι στίχοι, τότε, δεν τον αποθάρρυναν

Γενόμενοι, ως όφειλαν, ασπίδα του εαυτού τους–

Και γενικά, μ΄ ένα «δεν ήξερα», δεν ξεγλιστράς. 

ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΕΠΟΥΣΑ ΦΕΙΔΩ

                                  Με τον τρόπο του Κ. Π. Κ.

Μην πιάνεις το μολύβι σου με το παραμικρό

Με το παραμικρό τον υπολογιστή σου μην ανοίγεις.

Απόφευγε, την οποιαδήποτε στιγμούλα της ζωής σου,

Σε στίχο να την κλείνεις. Της  Τέχνης σου τα μέσα

Μην καταχράσαι. Πάντοτε με την πρέπουσα φειδώ

Και με το αίσθημα της αρμονίας το αναγκαίο

Τα θέματά σου διάλεγε. Προπάντων, λίγοι οι στίχοι

Ώστε ν΄ αναδεικνύεται ώς της  αρμόζει

Η κάθε μία επιλεγείσα εκ των στιγμών.

[ΚΟΙΤΑΖΕΙΣ ΚΑΘΕ ΤΟΣΟ ΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΣΟΥ…]

Κοιτάζεις κάθε τόσο τα χαρτιά σου

Διαβάζεις τα βιβλία σου

Γράφεις τους στίχους σου (με κίνητρα –έστω–  αγνώστου εμμονής).

Να δεις ωστόσο, από του παραθύρου σου τις γρίλιες,

Το κλείσιμο του δρόμου μες στα δέντρα

Τα φωτισμένα σπίτια τέσσερις χαράματα–

Ή δεν τα νιώθεις;

Στην πλατεία παίζουν πάντα τα παιδάκια

Κι ούτ’ ένα δε σε ξέρει

Μέσα σε πέντε χρόνια μεγάλωσαν οι λεύκες

Και με γιγάντια βήματα χωρεί

«Η αποπεράτωσις του  ιερού  ναού  του αγίου Ανδρέου»

(Πήξαμε, μέσα στα τόσα «ιερά», και «άγια», και «όσια»).

άγιος Ανδρέας: μονίμως επεκτεινόμενη εκκλησία στην πλατεία Λαμπρινής, Αθήνα

(1976)

ΟΙ ΕΤΕΡΩΝΥΜΟΙ

Η ποίηση είναι δοκιμή αθανασίας

Κι  ένα  σκληρό ναρκωτικό του κερατά,

Προετοιμασία για θάνατο μετ΄ αξιοπρεπείας,

Και εξαίρεση εξωστρέφειας προς άγνωστα μυαλά.

Πώς γίνεται να ισχύουν όλα συγχρόνως;

Πεσσόα απόντος, θ΄ αρκεστούμε κατ΄ ανάγκην

Στο ντε Κάμπος, στον Καέιρο και στο Ρέις

Και στους λοιπούς (ελάσσονες παρακαλώ!)  ετερωνύμους

Που στιχουργούν και δημοσιεύουν μέχρι σήμερα   

Λανθάνοντας με συγκατάβαση ανάμεσά μας.

Στο ντε Κάμπος, στον Καέιρο  και στο Ρέις // και στους λοιπούς  -ελάσσονες- ετερωνύμους: ο Φερνάντο Πεσσόα, μέγας Πορτογάλος ποιητής και πεζογράφος των αρχών του 20ου αιώνα, δημιούργησε αυτούς τους τρεις κύριους και πολλούς δευτερεύοντες  ετερώνυμους «ποιητές», οι οποίοι  «έγραψαν» ένα μεγάλο μέρος του έργου του. Δεν πρόκειται για φιλολογικά ψευδώνυμα, αλλά για πλήρεις προσωπικότητες, ο καθένας από τους οποίους «παρήγαγε» ποιητικό έργο με διακριτά στοιχεία- είχαν δε και «σχέσεις» μεταξύ τους!

ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ ΠΑΝΤΟΤΕ ΠΡΟΕΙΧΕ

Συλλογίζομαι τους στίχους που δε  γράφτηκαν ποτέ

Την έμπνευση που δεν έγινε λέξεις

Τις σκέψεις που ακυρώθηκαν πριν αποτυπωθούν

Καθώς κάτι άλλο πάντοτε προείχε, πιο επείγον:

Κάτι με τα παιδιά, μι’ «ανάγκη του ψωμιού», νοικοκυριό-

Με τον  καιρό απομένουν κάτι αβέβαια σημεία

Κομμάτια  αόριστα, σε φευγαλέες τροχιές

Και τελικά, τα πάντα παραγράφονται

Ακόμα και τ΄ αβέβαια  –τ΄ αβέβαια!– ξεχνιούνται.

ανάγκη του ψωμιού: από το «Ωραία λουλούδια κι άσπρα, ως ταίριαζαν πολύ»  του Καβάφη

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

Είπ΄ ο μεσήλικος: «Εδώ σε θέλω.

Μπορείς να  γράψεις ποίηση επαρκή

Χωρίς να είσ’ υπάλληλος  του κράτους, ούτε  πλούσιος,

Μα κυνηγώντας τη δουλειά σου κάθε μέρα

Και μες στις δυσκολίες γερνώντας και τριβόμενος,

Κι έχοντας και παιδιά μαζί να μεγαλώσεις;»

Είπ΄ ο σοφός: «Άνευ ουσίας οι περιορισμοί σου.

Ποιος νοιάζεται αν κάποιος ποιητής

Ήταν αργόμισθος, ή άνεργος, ή προικοθήρας

Αν έκανε παιδιά ή αν έμειν’ άκληρος,

Αν είναι γέροντας ή νεανίας ή μεσήλικος;

(Η ηλικία ποτέ δεν είναι επιχείρημα).

Δεν ενδιαφέρει το σιβί, μα η ποίηση μοναχή της

Και διόλου δε μας κόφτουνε οι συνθήκες της γραφής της

Αλλιώς –ενώ αρμόζει μόνο αναγνώστες–

Θα καταντήσουμε ντετέκτιβ κι αναδιφητές των ποιημάτων 

Να ψάχνουμε το «πώς» και το «γιατί», αντί το μόνο αρμόζον «τι».

Μα πρόσεξε, γιατί απ’αυτά που λες είν΄ ευδιάκριτο

Ότι αναφέρεσαι στον εαυτό σου απ΄ την ανάποδη.

Σιγά μη σε μετρήσουμε για  επαρκή  ποιητή

Μόνο κ α ι   μ ό ν ο    γιατί έπιασες ν΄ ασπρίζεις

Μόνο  κ α ι   μ  ό ν ο  γιατί κυνηγάς το μεροκάματο

Μόνο  κ α ι   μ ό ν ο   γιατί έγινες πατέρας.–

Κοίτα μαλάκα μου να γράφεις όσο πιο καλά μπορείς

Αντί τα δεδομένα να προβάλλεις της ζωής σου

Σα θετικά αντίβαρα στην όποια ποίησή σου.»

(2005)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ