Πολιτικη & Οικονομια

Σκέψεις στο μποτιλιάρισμα

Γενικά, κοροϊδευόμαστε

spanou.jpg
Αγγελική Σπανού
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
342846-712829.jpg

Αναρωτιέμαι συχνά αν υπάρχει κοινό για το θρίλερ της διαπραγμάτευσης (κάθε) κυβέρνησης-πιστωτών πέρα από τους επαγγελματίες του πολιτικομιντιακού μικρόκοσμου, όσοι δηλαδή είναι υποχρεωμένοι ή εθισμένοι στην παρακολούθηση της πολιτικής επικαιρότητας. Έχω βάσιμες υποψίες ότι η τεράστια ενέργεια που αναλώνεται για την υπερεπικοινωνία των κομμάτων ξοδεύεται άσκοπα, με την έννοια ότι δεν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον για τις διαρροές σχετικά με τα μέτρα και τα αντίμετρα, τις απαιτήσεις των δανειστών και τις ελληνικές κόκκινες γραμμές, τα χρονοδιαγράμματα και τις προθεσμίες που διαρκώς αλλάζουν. 

Τις περισσότερες φορές που κάνω συνεντεύξεις με πολιτικούς γι’ αυτό το θέμα πλήττω γιατί ακούω κάτι που ξέρω από πριν ότι θα ακούσω και το οποίο συχνά στερείται νοήματος. Οι κυβερνητικοί υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται να γίνει υποχώρηση και ότι η λιτότητα τελειώνει, οι αντικυβερνητικοί προαναγγέλλουν ταπεινωτική συνθηκολόγηση και μια συμφωνία κοινωνικά ανυπόφορη. Τα επιχειρήματα είναι γνωστά και επαναλαμβάνονται σε διάφορες παραλλαγές, κανείς δεν λέει κάτι ουσιώδες και αξιοσημείωτο σχετικά με το πώς μπορεί αυτή η χώρα να βγει από το τέλμα της ύφεσης, της αποεπένδυσης, της όλο και λιγότερης απασχόλησης, της διοικητικής/θεσμικής διάλυσης, της πολιτισμικής καθυστέρησης, της γήρανσης και σμίκρυνσης του πληθυσμού. 

Οι σκέψεις είναι λίγες, ρηχές και ασήμαντες, ακόμη και ο τρόπος έκφρασής τους είναι αναχρονιστικός, αντιπαθητικός, αντιαισθητικός. Μια άχρηστη βαβούρα καλύπτει όλη την πολιτική συζήτηση γύρω από το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Η κυβέρνηση δηλώνει βούληση για συμφωνία άμεσα αλλά στο μεταξύ έχει καθυστερήσει ήδη αρκετούς μήνες. Η αντιπολίτευση καταγγέλλει την κυβέρνηση για κωλοτούμπα την ώρα που υποτίθεται ότι θέλει τον συμβιβασμό. Και οι δανειστές/εταίροι τη μια επικροτούν τις ελληνικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και την άλλη επιρίπτουν όλη την ευθύνη για το χάσιμο χρόνου στην ελληνική πλευρά. 

Γενικά, κοροϊδευόμαστε, Οι έξω και οι μέσα κάνουν πως δεν βλέπουν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της πιο υπερχρεωμένης χώρας της ευρωζώνης είναι το δημογραφικό και ότι ούτε το ασφαλιστικό γίνεται να λυθεί ούτε παραγωγική ανασυγκρότηση μπορεί να επιτευχθεί ούτε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μπορεί να βελτιωθεί όταν οι καλύτεροι της νέας γενιάς φεύγουν και εδώ μένουν όσοι δεν μπορούν να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού ή όσοι είναι πια πολύ μεγάλοι για να το προσπαθήσουν. 

Εκείνοι που περνούν ατελείωτες ώρες στο αυτοκίνητό τους παγιδευμένοι λόγω της απεργίας στα μέσα μαζικής μεταφοράς –που δεν την πολυκαταλαβαίνουν– μπορεί να σκέφτονται τη δόση που έχουν να πληρώσουν στο τέλος του μήνα, την καθυστέρηση στην καταβολή του μισθού τους, το ραντεβού για θεραπεία που δεν βρίσκει κάποιος δικός τους στο νοσοκομείο, την υπερπροσπάθεια του παιδιού τους να περάσει σε ένα πανεπιστήμιο όπου οι καθηγητές δέρνονται από “φοιτητές” κάτω από το φως του ήλιου και το οποίο τίποτα δεν εξασφαλίζει ως προς την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Το βέβαιο είναι ότι ο εγκλωβισμένος οδηγός δεν σκέφτεται πώς πήγε η συζήτηση Τσακαλώτου-Βελκουλέσκου γιατί τον συνθλίβει η βία την οποία αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του. Πρέπει να μιλάει διαρκώς με τον λογιστή του, να κάνει λογαριασμούς που δεν βγαίνουν, να προγραμματίζει κάτι (τη συνταξιοδότησή του ή την επόμενη δουλειά του) που μετά ανατρέπεται για λόγους που δεν μπορεί να προβλέψει και έχουν να κάνουν με την κανονικότητα της ελληνικής μη κανονικότητας. 

Άλλωστε ελάχιστοι πια πιστεύουν οτιδήποτε. Άλλοι έχουν πειστεί ότι είναι όλα προσυμφωνημένα και παίζεται μια παράσταση για προαπαγανδιστικούς λόγους. Άλλοι ανησυχούν ότι υπάρχει κρυφή ατζέντα για την αποτυχία της διαπραγμάτευσης για να τεθεί το δίλημμα ευρώ-δραχμή. Οι περισσότεροι έχουν κουραστεί από τα ίδια και τα ίδια, δεν ελπίζουν, δεν καταλαβαίνουν γιατί έχουν σημασία όλα αυτά ούτε αναγνωρίζουν καλές προθέσεις πίσω από τις αποφάσεις των πρωταγωνιστών, υποψιάζονται διάφορα χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτό που υποπτεύονται. 

Ίσως αυτή είναι μία από τις πιο θλιβερές πλευρές της ελληνικής κρίσης. Ότι η αφήγησή της γίνεται με όρους κακοφωνίας και με έναν πολύ μπερδεμένο τρόπο, βρισιές αντί για ανταλλαγή επιχειρημάτων, διχασμός αντί για συνεννόηση, συνθήματα αντί για ιδέες, φασαρία αντί για σιωπή, υπερένταση αντί για περισυλλογή, πολλοί μιλάνε πολύ, ελάχιστοι ακούνε λίγα. 

Την τελευταία φορά που ξέμεινα στο αυτοκίνητό μου για δυο ώρες (θα έχω ξανά την ευκαιρία αυτή την εβδομάδα…) σκέφτηκα αν θα ήταν μια συμβολή στη δημόσια υπόθεση να σταματούσαμε οι δημοσιογράφοι τις συνεντεύξεις ρουτίνας με πολιτικούς, την μετάδοση διαρροών και non papers, την επίκληση κύκλων και πληροφοριών από ανώνυμες πηγές. Αν απλώς παρουσιάζαμε τα γεγονότα, τα ειπωμένα και τα δηλωμένα, χωρίς σεναριολογία, εικοτολογία και σύνθεση πληροφοριών που διακινούνται με ανεπίσημο τρόπο. Παράδειγμα εργασίας: Τι λέει το ανακοινωθέν του Eurogroup, τι είπαν οι υπουργοί οικονομικών στις συνεντεύξεις τύπου, τι μεταδίδουν ξένα ΜΜΕ κοκ. Όχι τι είπε η πηγή του ελληνικού ΥΠΟΙΚ, το non paper του Μαξίμου, τραπεζικοί κύκλοι και η Πειραιώς, η Χ. Τρικούπη ή η Σεβαστουπόλεως (που σύμφωνα με τα ρεπορτάζ έχουν φωνή και μιλάνε προσθέτοντας στον ευτελή ελληνικό σουρεαλισμό). Επίσης, αν μαθαίναμε να λέμε “δεν ξέρω”, να μη σχολιάζουμε αν δεν έχουμε κάτι ενδιαφέρον να πούμε, να μην τσακωνόμαστε με τους συνομιλητές μας για λόγους αρχής (τηλεθέασης), να μην ακκιζόμαστε από συνήθεια, να μη δείχνουμε οικειότητα με αυτούς τους οποίους υποτίθεται ότι ελέγχουμε (την εξουσία). 

Μπορεί να μην έφερνε αυτό τη λύση, αλλά ίσως μας έβγαζε από το έλος της βαρύγδουπης κολλώδους μπουρδολογίας. Κάτι θα ήταν κι αυτό. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ